200 χρονια απο το 1821: Κληρικοί στην Επανάσταση !
Άνθιμος Γαζής, Αθανάσιος Διάκος, Γρηγόριος Ε’
Οι εθνικοί αγώνες των Ελλήνων συνδέονται άρρηκτα με το Χριστιανικό φρόνημα του κλήρου και του λαού. Στην Επανάσταση του 1821 η κινητοποίηση και η μαχητικότητα των κληρικών ποιμένων προώθησαν την επιτυχή έκβαση της εθνικής υπόθεσης.
Άνθιμος Γαζής (1758- 1828)
Ο λόγιος αρχιμανδρίτης με την εθνική δράση. Το βαπτιστικό του όνομα ήταν Αλέξανδρος και το επώνυμό του Γκάζαλης, το οποίο άλλαξε σε Γαζής. Άνθιμος ονομάστηκε μετά την χειροτονία του σε ιεροδιάκονο.
Σπούδασε στη Ζαγορά, στην Κωνσταντινούπολη, όπου χειροτονήθηκε αρχιμανδρίτης και εργάστηκε ως δάσκαλος. Στα 1796 πήγε στην Βιέννη για σπουδές στα μαθηματικά. Εκεί διορίστηκε προϊστάμενος του ναού του Αγίου Γεωργίου της ελληνικής παροικίας της Βιέννης και ανέπτυξε πατριωτική δράση.
Σημαντική ήταν η έκδοση του φιλολογικού και προοδευτικού περιοδικού «Λόγιος Ερμής», που συσπείρωσε τους Έλληνες της Διασποράς.
Ο Γαζής συνεργάστηκε με τον επίσης πατριώτη και σημαντικό παράγοντα του Ελληνισμού της Ουγγροβλαχίας, τον Μητροπολίτη Ιγνάτιο.
Στη Βιέννη ο Γαζής βοηθούσε οικονομικά τα Ελληνόπουλα που σπούδαζαν εκεί. Εκτός από το επιστημονικό περιοδικό «Λόγιος Ερμής», για το οποίο δόθηκε ειδική άδεια από την λογοκρισία της Αυστρίας του Μέττερνιχ, ο Γαζής εξέδωσε το «Λεξικό του Ελληνικού» και μια γραμματολογία αρχαίων συγγραφέων.
Παράλληλα βρισκόταν σε συνεργασία με τον Αδαμάντιο Κοραή και τον Ιωάννη Καποδίστρια για θέματα παιδείας. Απέκτησε την φήμη του Σοφού και ο Haze της Βασιλικής Βιβλιοθήκης του Παρισιού είπε γι’ αυτόν ότι ήταν ο πρώτος Νεοέλληνας σοφός.
Όνειρό του ήταν να ιδρύσει την Μηλιώτικη Σχολή στην ιδιαίτερη πατρίδα του στο Πήλιο. Το 1814 υπογράφουν συνεργασία Α. Γαζής και Γρηγόριος Κωνσταντάς για το ιδρυτικό της Σχολής και συγκεντρώνουν χρήματα από τους ομογενείς. Ο Γαζής δώρησε στη Σχολή την προσωπική του βιβλιοθήκη που αριθμούσε περί τους 10.000 τόμους και τώρα εν μέρει σώζεται στη Βιβλιοθήκη του χωριού.
Ο Γαζής ύψωσε την επαναστατική σημαία στις Μηλιές την 1η Μαίου 1821. Στο σπίτι του Φιλικού Γ. Δήμου ευχήθηκε ανάσταση του Γένους και στην εκκλησία ύψωσε τη σημαία της ελευθερίας. Οι επαναστάτες του Πηλίου αναχαιτίστηκαν από τον Δράμαλη, που διέθεσε μεγάλη δύναμη στη Λάρισα. Παρ’ όλα αυτά ήταν πολύ σημαντικό γιατί ύψωσε το ηθικό των Ελλήνων.
Ο Αθανάσιος Διάκος και ο Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης Γρηγόριος Ε’
Έγιναν «ιερά σφάγια» με την εθελούσια προσφορά τους στον μαρτυρικό θάνατο, έτσι ώστε για τον μεν Διάκο να δικαιωθεί η ιδεολογική πεποίθησή του (δεν αλλαξοπίστησε), για τον δε Πατριάρχη να σωθεί το ποίμνιο – λαός από τα τουρκικά αντίποινα και συγχρόνως να διασωθεί το τίμιο όνομά του (δεν κατέφυγε στον Μωριά για να είναι ασφαλής).
Για τους δύο Νεομάρτυρες του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας αναφέρεται ο ποιητής Κώστας Κρυστάλλης. Ο Κρυστάλλης καταγόταν από το Συρράκο Ιωαννίνων που είχε παράδοση στους εθνικούς και πνευματικούς αγώνες και είχε φλογερή ποιητική πένα με έντονο πατριωτικό παλμό και πολλές ιστορικές λεπτομέρειες για τα γεγονότα του 1821.
Στο μακροσκελές επικό ποίημα «Αι Σκιαί του Άδου» ο Κ. Κρυστάλλης γράφει για τον Αθανάσιο Διάκο:
« Εκείνος ο μεγάλος ήρωας της Αλαμάνας, σαν Λεωνίδας άλλος, ο Διάκος ο καταστροφεύς… Βγάζει το γιαταγάνι και λέγει: Αδέλφια βλέπετε; Γίνηκε δυό κομμάτια αυτό το γιαταγάνι μου κι αυτό το τσακισμένο τουφέκι μου. Θα μαρτυρούν πάντα τον θάνατό μου τον σκληρό και το μαρτύριό μου μες το Αλαμανογέφυρο το τόσο δοξασμένο…
»Φλογίσθη το τουφέκι μου και σχίσθηκε στη μέση. Τότε ορθός πετάζομαι τη σπάθη μου γυμνώνω και μπαίνω μέσα στην Τουρκιά κι Ομέρ Βρυώνης γλύτωσε απ’ το σπαθί να πέσει. Άξαφνα μου’ ρθε τουφεκιά σα φλογερό χαλάζι. Τσακίσθηκε κι η σπάθη μου και το δεξί μου χέρι… Έπεσα τότε ζωντανός στους Τούρκους και μ’ αρπάζουν…
»Κι Ομέρ Βρυώνης μυστικά με ρώταγε στο δρόμο: Γίνεσαι Τούρκος Διάκο μου την πίστη σου ν αλλάξεις; … Διάκος εγώ γεννήθηκα και Διάκος θα πεθάνω… Λυσσάζουν από τον θυμό. Με περνούνε σ’ ένα ελάτινο σουβλί, ολόρθο με σταίνουν, φωτιά με ξύλα ανάφτουνε και στη φωτιά με ψένουν σαν το κριάρι. Και ψητόν στο λόγγο με πετούνε»!
Για το μαρτύριο και τον απαγχονισμό του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριου Ε’ (10 Απριλίου 1821) στο ίδιο ποίημα ο Κρυστάλλης γράφει:
«Ήταν η πρώτη τ’ Απριλιού κοντά στη χαραυγούλα… το σίδερο εδώ κι εκεί τι φρίκη τι τρεμούλα! Γέμισε από πτώματα των Χριστιανών η Πόλη. Ακούγονται ολολυγμοί και κοπετοί και θρήνοι… Πέρασαν μέρες κι η σφαγή δεν είχε ακόμη σβήσει.
» Ήλθε η ενάτη τ’ Απριλιού, Σάββατο το Μεγάλο… κάμνω την προσευχή μου Χριστός Ανέστη άρχισα με τους πιστούς να ψάλλω. Χριστός Ανέστη έψαλλα και πάντα με το νου μου Αναστηθήτω η Ελλάς, ευχόμουν… Τη λειτουργία σκόλασα.
»Με παίρνουνε, μ’ αρπάζουν, με κλείσανε στη φυλακή, τα σίδερα μου βάνουν, με δέρουν, άλλοι με χτυπούν ασχημισμούς μου κάνουν, άλλοι με μαστιγώνουνε και άλλοι με χλευάζουν. Τέλος με βγάζουν, μ’ οδηγούν μες τα πατριαρχεία. Με φέρνουνε στη μεσανή τη θύρα που μεγάλη τριχιά κρεμόντανε. Μ’ αυτή μου δέσαν το κεφάλι απ΄το λαιμό. Και η ψυχή μου πέταξεν αγία».