Αποκριά

Αποκριά
Της Βαρβαρας Βαγιάκου Βλαχοπουλου (απο ανάρτηση στο F B)
Αν αποκόψουμε λίγο τη λέξη από την ετοιμολογία της και την ημερολογιακά θρησκευτική της κατάταξη μέσα στο χρόνο που ορίζει, τι θα φάμε ,τι θα πιούμε, πότε θα τιμήσουμε τους νεκρούς μας και πότε τον Διόνυσο , για να μη ξεφεύγουμε και από τις αρχαϊκές μας γιορτές του κρασιού και του γλεντιού…οι απόκριες φέρνουν και τα καρναβάλια, τη χαρά που η ψυχή αναζητά για να ξεδώσει. Να ξεμαυλίσει τη μουτζούφλα της καθημερινότητας και να τη σύρει στον χορό, να της μάθει φτου κι απ´την αρχή, πως το τρίβουν το πιπέρι δηλαδή.
Στο νού μου το τρελό καρναβάλι του Ρίο, το σοφιστικέ της Βενετίας, αυτό της Νίκαιας και το δικό μας αυτό της Πάτρας άντε και της Ξάνθης άντε και του Ρεθύμνου…και σιγά σιγά ένα καρναβάλι σε κάθε πόλη και χωριό.
Διαπίστωσα δηλαδή πως η παράδοση που ως τα τώρα νόμιζα ακλόνητη..εξελίσσετε «μιμητικά»
Η ανάγκη του κόσμου για διασκέδαση εξαντλείται στη δημιουργική φαντασία της κατασκευής θεματικών αρμάτων, που ναι μεν τέρπουν την όραση και δημιουργούν μια ευφορία θαυμασμού και χαράς όχι όμως και γέλιου.
Εξηγούμαι. Τα καρναβάλια που η παλιά Ελλάδα γιόρταζε στις γειτονιές της, σκοπό είχαν να προκαλέσουν τον γέλωτα και την λαχτάρα της αναγνώρισης του ποιός η ποιά κρύβεται πίσω από τη μάσκα τη χάρτινη μάσκα της μεταμόρφωσης.
Η εμπορική βιομηχανία των στολών περιόρισε τη φαντασία και αυθεντικότητα της μεταμόρφωσης που προκαλούσε το γέλιο. Άλλο να ανοίξω το μπαούλο της γιαγιάς ή τη ντουλάπα της και να μεταμορφωθώ…κι άλλο να πάω στο κινεζικό κατάστημα και να αγοράσω τη φορεσιά της κολομπίνας. Άλλο Κοτιγιόν τη βιομηχανίας κι άλλο το καπέλο της μαντάμ Σουσού με τα φτερά του πετεινού που κάθεται μέσα στην καπελιέρα τυλιγμένο στα τούλια τη δόξας του.
-Ο κόσμος άλλαξε αλλάξαν οι καιροί γιαγιά…βγάλε τον Μαρούδα από τον γρμμόφωνο κι άκου τη βραζιλιάνικη σάμπα.
-Μα θέλω να χορέψω.
– Ξέχνα το τσίκ του τσικ…κουνήσου μόνη σου…μιμείσου τους καρναβαλιστές που κουνιούνται γύρω από το άρμα τους.
– Μα δεν είμαι αρκούδα να μου παίζει το ντέφι ο γύφτος και να γελούν οι αφελείς με την εκμετάλλευση του ζωντανού.
Κοιτώ το ρολόι του τοίχου. 5.11 πρωινή.
Ας κοιμηθώ κανένα μισάωρο ακόμα… και γύρισα πλευρό.
Καθαρή Δευτέρα σήμερα…
Έτοιμα τα σαρακοστιανά. Σουπιές με σπανάκι απ´τα χτες μαγειρεμένο, ντολμαδάκια νηστίσιμα με μπόλικο άνηθο και μάραθο…Θα βγάλει και αχινούς ο παππούς..μας έφεραν και φούσκες.
Κι η ταραμοσαλάτα γιαγιά;
Την έχω χτυπήσει από χθες στο ξύλινο γουδί
Έχετε το νού σας παιδιά μου να πάρετε είδηση τον μπαρμπα- Στρατή…όπου νάναι θα μου φέρει τα φρέσκα κρεμμυδάκια και τα σκορδάκια από τον κήπο του. Θα φέρει και δυο μαρουλάκια είπε..και κουκιά φρέσκα που αρέσουν στον παππού.
– Τι λες…να στρώσουμε και τον σοφρά γιαγιά;
– Όχι …ετοίμασα τις κουρελούδες ..ο καιρός είναι καλός…θα πάμε στα κατάγιαλα του Αυλώνα για ξεφάντωμα. Ο παππούς ετοίμασε τη νταμιτζάνα με το κρασί κι η Νόνα τα λεμπνάρια.
– Χαλβδόπιτες γιαγιά;
– Θα τις φέρει όπου νάναι ο παππούς από τον Σακαλιέρο μόλις ανοίξει.
Ονειρεύτηκα θαρρώ…
-Πισωγύρισε πάλι η γιαγιά.
-Σας ακούω παλιόπαιδα…
Ώρα να σηκωθώ για τη λαγάνα. Το« άζυμον λάγανον» όπως αναφέρει κι ο Αριστοφάνης στις Εκκλησιάζουσες.
Καλά κούλουμα …φιλαράκια..