ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
Γράφει ( κάθε Παρασκευη) η Χριστινα Κάβουρα
Ακατάβλητη η ροή του χρόνου, κάποιες φορές εντελώς ακατανόητη, κάποτε σχετική, τα παιδιά κυνηγάνε το χρόνο, θέλουν να μεγαλώσουν γρήγορα, τι άραγε θέλουμε εμείς εκτός από το να υπάρχουμε σε μια άκρη του, να αποδεχόμαστε ότι μεγαλώσαμε, να ανταμώνουμε τους φίλους μας, να θυμόμαστε ότι μας έκανε χαρούμενους !
Πλησιάζουν πάλι Χριστούγεννα και από τον περασμένο μήνα άρχισε ήδη ο στολισμός, λαμπερός, εορταστικός είναι άραγε και χαρούμενος ? Ή συνηθίσαμε πια τους στολισμούς και τους προσπερνάμε αμέριμνοι ενώ το μυαλό μας κατακλύζεται από άλλες σκέψεις, ελάχιστα εορταστικές, μάλλον χαοτικές, καθημερινές, δύσκολες!
Θυμάμαι ότι είχαμε μια κινηματογραφική προβολή στο σχολείο, στο Α΄ Δημοτικό που πήγαινα, και αφού κόβαμε φλέβες με την αναπαραγωγή της Ύδρας, περιμέναμε πως και τι ένα φιλμάκι Χοντρού – Λιγνού να γελάσουμε ! Τότε είναι αλήθεια γελούσαμε πραγματικά, με την καρδιά μας αντηχούσε όλο το σχολείο από τα πηγαία γέλια μας, τα παιδιά γελούν πιο εύκολα, αβίαστα, αλήθεια από πότε έχουμε να ξαναγελάσουμε έτσι !
Όταν βγήκα στο δρόμο ψιλοχιόνιζε και το κρύο περόνιαζε. Μα μόλις μπήκα στο τότε καθιστικό μας η θαλπωρή με αγκάλιασε, η μασίνα έκαιγε και η μητέρα μου είχε στολίσει ήδη το δένδρο και στόλιζε σε μια μεριά και τη φάτνη. Της άρεσαν οι στολισμοί και είχε έμφυτο γούστο. Αγγελάκια κρεμόταν από χρυσοκλωστές ενώ η φάτνη είχε γεμίσει με ότι ζώα μπόρεσε να μαζέψει, είχε ακόμη και γάτες και μια πλαστική κατσίκα! Μα είχε η φάτνη κατσίκες και γάτες, ρώτησα έκπληκτη ! Και γιατί να μην είχε, και αυτά ζώα του Θεού είναι, απάντησε η μάνα μου, συνεχίζοντας να ρίχνει χιόνι από κομμάτια βαμβάκι ενώ έβαφε με την ασημένια μπογιά που βάφαμε την σόμπα και τα μπουριά της, ότι κατά τη γνώμη της έπρεπε να βαφτεί ασημένιο, κάτι κλαδιά ήταν θυμάμαι. Μετά προφανώς βρήκε και μια χρυσή μπογιά και έβαφε κάτι κουκουνάρια και κλαδάκια τριανταφυλλιάς με τα κομπάκια τους χρυσά ! Τα τότε φωτάκια του δένδρου ήταν πολύ μεγαλύτερα από τα σημερινά, και αν καιγόταν ένα δεν άναβε όλη η σειρά, σκέτη καταστροφή, αλλά πάντα βρισκόταν η λύση μόνο που έπρεπε να τα τρέχεις στον ηλεκτρολόγο ή σε όποιον «έπιαναν» τα χέρια του!
Νομίζω ότι εκείνη την χαρά με τα ταπεινά για την σημερινή εποχή στολίδια δεν την ένοιωσα ποτέ μετά, όσο και αν οι σημερινοί στολισμοί μου είναι υπερπαραγωγή με λουσάτες χριστουγεννιάτικες μπάλες και κρυστάλλινα αγγελάκια! Ούτε την προσμονή αισθάνομαι, ούτε την ανέμελη χαρά που είχαμε τότε, ούτε την ψυχική ειρήνη, εκείνη την ήμερη γαλήνη των αυθεντικών γιορτών με την ψυχική ανάταση χωρίς την αποθέωση του κιτς.
Ύστερα εμείς τα παιδιά μπορεί και να παίρναμε κάποιο δώρο μπορεί και όχι αλλά και πάλι δεν μας ένοιαζε ιδιαίτερα, υπήρχε πάντα η αλάνα και κάποιο ενδιαφέρον παιγνίδι θα βρίσκαμε να παίξουμε με τα άλλα παιδιά μια που η φαντασία μας έκανε θαύματα, ίσως και γιατί πιεζόταν από τις καταστάσεις έκανε σίγουρα περισσότερα. Άλλωστε ζούσαμε στην εποχή των θαυμάτων πού όλα ήταν πρωτόγνωρα και θαυμάσια για μας, μπροστά μας απλωνόταν ένας μεγάλος ανεξερεύνητος κόσμος των θαυμασίων που μας περίμενε – τουλάχιστον έτσι νομίζαμε – και γευόμασταν την κάθε μέρα με μια λαχτάρα που την έχουμε χάσει εδώ και καιρό, μη χορταίνοντας ποτέ το παιγνίδι, ή ότι μας πρόσφερε η λιτή ζωή μας, χωρίς να δεχόμαστε καν το τέλειωμα της μέρας, μέχρι που οι μάνες έβγαιναν στις πόρτες και στα παράθυρα φωνάζοντας τα ονόματά μας προσπαθώντας να μας μαζέψουν στα σπίτια λέγοντας φιλοσοφημένα, βράδιασε πια και αύριο μέρα είναι ! Που να μαζευτούμε ! Αχόρταγη η ψυχή μας για παιγνίδι, τα γόνατά μας συνήθως τραυματισμένα αλλά η αλάνα θεοποιημένη !
Και οι γιορτές, ιδιαίτερα τα Χριστούγεννα είχαν για όλους εμάς μια άλλη προσδοκία γιατί οι χριστουγεννιάτικες μέρες ήταν πιο γλυκιές και ενδιαφέρουσες, γεμάτες φοινίκια και σαμσάδες ενώ από τους κουραμπιέδες σηκωνόταν λευκό πούσι η ζάχαρη η άχνη και τα σπίτια μοσχομύριζαν μια ξεχασμένη ευωδιά αναμνήσεων!
Μετά ήταν τα κάλαντα, καθόλου απλή ιστορία, τα κάλαντα ήταν μια ολόκληρη στρατηγική με σοβαρό σχεδιασμό και εκτέλεση πετυχημένη ή μη ! Ιδιαίτερα από τα αγόρια. Αλλά τα κάλαντα των Φώτων, τραγουδισμένα βράδυ από Πλατνούς και Θανιώτες επί το πλείστον, ήταν μαγικά ! Και τι λόγια, τι παινέματα για καμαροφρύδες αρχόντισσες που κατοικούσαν σε σπίτια με μαρμαροστρωμένες αυλές και που είχαν πεντάμορφες κόρες για τις οποίες πήγαιναν και έρχονταν τα πολύφερνα προξενιά, δηλ. μεταξύ μας, με την πραγματικότητα ….. καμία σχέση!
Και άμα δεν άνοιγε η νοικοκυρά την πόρτα, σταματούσαν οι έπαινοι …..των καλάντων και άρχιζε «ακόμα δεν τον ηύρηκες τον μάνταλο ν’ ανοίξεις να μας κεράσεις ένα κρασί και πάλι να σφαλίσεις!» και άλλα χειρότερα για την τσιγκούνα που αρνιόταν την …υποστήριξη του εθίμου!
Παραμονές Χριστούγεννα ανέβαινε η μάνα μου στον Κορνό, στο περβόλι του παλιού σπιτιού και γύριζε με μια αγκαλιά ζουμπούλια που μοσχομύριζαν ! Έκτοτε έχω συνδέσει αυτή την ευωδιά με τα Χριστούγεννα ! Ψάχνω στα ανθοπωλεία εκείνο το τεράστιο μπουκέτο από ζουμπούλια να σωθώ στη σιγουριά του ότι όλα είναι ακόμα εδώ και τα Χριστούγεννα θα εξακολουθούν να μυρίζουν ζουμπούλια.
Χαίρομαι που γυρίζω πίσω σε κείνες τις μαρμαρωμένες αυλές της ανάμνησης, της προσδοκίας, των ονείρων, έστω και των απραγματοποίητων, πιστεύω ότι και εσείς το θέλετε, ας ξαναγίνουμε πάλι παιδιά και ας βγούμε μέσα από τη στερεμένη φαντασία μας να ξαναπούμε τα κάλαντα, ας περιδιαβούμε τις παλιές γειτονιές της νιότης μας και ας ελπίσουμε ότι ο καλός Θεός θα μας ρίχνει από πάνω και λίγο χιόνι για τη λευκότητα της μέρας για τη λευκότητα της καρδιάς μας!
ΟΛΟΨΥΧΑ ΧΑΡΟΥΜΕΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ