Περιοδικό

Χριστουγεννιάτικη νύχτα (διήγημα του Γρ. Ξενόπουλου)

Γιατι το χριστουγεννιάτικο διήγημα του Ξενόπουλου;

Γιατί είναι Ξενόπουλος άλλα και γιατι δημοσιεύθηκε στην συνωμότη μας εφημ. Λήμνος σε δυο συνέχειες στις 6 και 13 Ιανουάριου 1924, σχεδόν ένα αιώνα πριν!

 

Εφημερίδα «ΛΗΜΝΟΣ» 6 ΚΑΙ 13.1.1924

Ζακυνθινά Διηγήματα

Χριστουγεννιάτικη νύχτα

—   Δεν έχει εφέτο κουλούρα, παιδιά μου ! Και να το ξέρετε…

—   Το ξέρουμε…ψιθύριζαν τα δυο μεγαλύτερα παιδιά, θλιμμένα στο λόγο τούτο της μάνας.

Τα δυο μικρότερα όμως, τα δίδυμα αγοράκια, την κοίταζαν και κοιτάζονταν με απορία : Γιατί;

—    Για το κορέττο (πένθος) του πατέρα μας, τούς εξηγούσαν τα μεγαλύτερα,— ένα κορίτσι δώδεκα χρόνων, η σιγαλή Μαρία, κι’ εν άλλο αγόρι δέκα, το ζιζάνιο, ο Θόδωρος.

Τα μικρά κοίταζαν τότε τις μαύρες τους ποδιές, τα μαύρα ρούχα της μάνας, της νόνας, της γριάς Αγγέλικας ακόμα της δουλεύτρας και θυμόνταν και μισοκαταλάβαιναν… Δεν είχε κουλούρα εφέτο!… Δεν έκανε να κόψουν κουλούρα τη νύχτα των Χριστουγέννων, μια πού ο πατέρας τους είχε πάει στον ουρανό… Το σπίτι είχε λύπη κι η κουλούρα ήταν χαρά. Εριχναν μάλιστα κι ένα σμπάρο, —το θυμόταν από πέρσι,— ο ίδιος ο πατέρας τους το έριξε, από το παραθύρι στην αυλή, εμέ το τουφέκι του κυνηγιού, μπουμ,— την ώρα πού θα την έκοβαν στο καταστόλιστο τραπέζι…

Ναι, είχε γίνει ολάκερη τελετή την παράξενη κι ευτυχισμένη εκείνη νύχτα. Αμυδρά την έβλεπαν στη θύμησή τους τα μικρά αγοράκια. Πρώτα είχαν βρεθεί μαζεμένοι όλοι στην κουζίνα. Η κουλούρα ήταν απάνω στο τζάκι και μια ζωηρή φλόγα περνούσε από την τρύπα της κι ανέβαινε ψηλά. Την έσβησαν. Όχι με νερό… παρά με κρασί και με λάδι… Τι όμορφα πού μύρισε ο άσπρος καπνός!… Έπειτα έπιασαν όλοι την κουλούρα και την κουβάλησαν στο τινέλλο και την έβαλαν στο στρωμένο τραπέζι… Την κρατούσαν χαμηλά, έσκυβαν μάλιστα οι μεγάλοι για να μπορούν να την πιάνουν και τα παιδιά. Και γελούσαν, όλοι γελούσαν…

Μα έψελναν κιόλα, έψελναν το «Χριστός γεννάται…» Τότε ο πατέρας έριξε την τουφεκιά από το παραθύρι του τινέλλου στην αυλή. Κι’ ευθύς έπειτα άρχισε να κόβει του καθενός το κομμάτι της κουλούρας πού έτυχε να κρατή. Γιατί κανένας δεν είχε βγάλει ακόμα το χέρι του από πάνω της. «Τούτο, τούτο είναι το κομμάτι μου!» είχε φωνάξει μια στιγμή η σιγαλή Μαρία. Κι’ ο πατέρας, γελώντας, της είπε : «Καλά, το βλέπω. Τράβηξε μόνο το χέρι σου μη σου το κόψω.» Και της έβγαλε το κομμάτι της, πού η Μαρία ανυπόμονη τάρπαξ’ ευθύς κι’ άρχισε να το ψάχνει. Έτσι έκαμαν όλοι με τη σειρά τους. Κι ο πατέρας τελευ­ταίος, αν και το δεύτερο κομμάτι που έβγαλε ήταν το δικό του, γιατί το πρώτο, λέει, «ήταν του φτωχού»… Μα κανέ­νας δε βρήκε μέσα το ασημένιο λεφτό, το «ηύρεμα» ! Ούτε η γριά Αγγέλικα. Κι’ ο πατέρας είπε : «Θα είναι στο κομ­μάτι τού φτωχού. Έ, δεν πειράζει… Και του χρόνου !»

Ναι, ναι, είπε «και του χρόνου». Όλοι είπαν «και του χρόνου.» Κι’ όμως δεν έπιασε. Εφέτος δε θάκαναν κουλούρα. Είχαν το κορέττο του πατέρα, πού πήγε στον ουρανό. Φορούσαν μαύρα. Και κλαίγανε. Τι κακό !

 

***

Ο καϊμένος ο πατέρας— ο κυρ-Στάθης ο Σταμούλης με τ όνομα,— είχε πεθάνει τον ίδιο χειμώνα, τον περ­σινό. Ακόμα δεν είχε κλείσει χρόνος. Κι’ ακόμα δεν είχαν ξεκάνει όλες τις πραμάτειες τον μαγαζιού του, που τις είχαν κουβαλήσει στο σπίτι και τις είχαν αποθηκιάσει στις άδειες κάμαρες. Ήταν όλο πανικό : διάνες, Αμερικάνικα, μανταπολάμια, λινά, ντόπια μπαμπακερά, μάλλινα λογής- λογής. H Σταμούλαινα, η χήρα, δεν είχε βρει την τιμή πού ήθελε για να τα δώσει χοντρικώς. Κι έλεγε : «Παρά να τα χαρίσω στους κλέφτες, καλύτερα τα πουλώ η ίδια με το μπράτσο. Καλύτερα τα κρατώ για το προικιό τής Μα­ρίας μου. Καλύτερα τα κόβω και τα ράβω τώρα, όσο χρειάζουνται στο σπίτι. Τόσοι νομάτοι είμαστε και θα δίναμε τόσα λεφτά για να μαυροντυθούμε…»

 

Κι αλήθεια. Μαύρες διάνες και μαύροι Αλπακάδες είχαν χρησιμοποιηθεί κι όλα για το κορέττο του σπιτικού. Είχαν ραφτή και μερικές ντουζίνες ασπρόρουχα για προι­κιό της Μαρίας πού κόντευε να μεγαλώσει. Και μόνο λίγα, μα πολύ λίγα, είχε αγοράσει σε καλή τιμή,  ο Πέτρος ο Ραυτόπουλος, ένας μαγαζιάτορας του Αγίου Παύλου, κολλέγας του μακαρίτη.

Αυτά τα απούλητα πανικά τού μαγαζιού ήταν η αιτία πού λογόφερναν τώρα κάθε μέρα οι δυο Σταμούλαινες, η χήρα κι η μάννα του κύρ Στάθη. Να πούμε τη μαύρη Αλήθεια, πεθερά και νύφη ποτέ δεν τα πήγαιναν καλά. Από ξαρχής τρώγονταν και με δυσκολία ο κύρ Στάθης έφερνε την ειρήνη ανάμεσό τους. Μα ο θάνατός του κι ή κληρονομιά του μεγάλωσαν τη διχόνοια των γυναικών. Η γριά δεν μπορούσε να χωνέψη τη νέα, που σαν κληρονόμα, είχε πάρει απάνου της το κουμμάντο του σπιτιού και της περιουσίας χωρίς να ρωτάη κανένα. Έκανε ό,τι ήθελε. Του κεφαλιού της. Και, κατά την ιδέα της πεθεράς, πάντα στραβομάρες, πάντα στραβοτιμονιές.

« — Δος τα καϊμένη, την τρωγόταν, δός τα, τα πανιά. Τι τα φυλάς; Να πάρουμε όβολα, να τα βάλουμε στην Τράπεζα με τάλλα. Φτηνότερα ναι· μα δε συλλογιέσαι κάνε τους τόκους που χάνουμε ;

«—Ας τα κει ! της απαντούσε η νύφη της πεισμα­τικά. Δεν είναι δική σου δουλειά. Ή μη σου χρειάζουνται οι άδειες κάμαρες;… Έγνοια σου και ξέρω εγώ.

«— Δός τα !

«— Έ μα σκάσε !»

 

Και, — περίεργο πράμμα, — εκείνη ίσα-ίσα τη νύχτα της παραμονής, την άγια χριστουγεννιάτικη νύχτα που, αν ήταν αλλοιώς, θάκοβαν με χαρά την κουλούρα και θάρριχναν το σμπάρο, οι δυο γυναίκες, θυμισμένες, λυπημένες, κλαμμένες, πονεμένες, έπιασαν πάλι τον καυγά για τα πανικά!

Ηταν αργά πιά.

Νωρίς, είχαν δειπνήσει θλιβερά. Τό τραπέζι τους, αστόλιστο, σαρακοστιανό, συνειθισμένο, σηκώθηκε γρήγορα – γρήγορα. Κι’ η γριά-Αγγελικά πήρε τα παιδιά, μικρά και μεγάλα, να τα βάλη να πλαγιάσουν.

—    Κοίταξε νάποκοιμηθούν τα κακόμοιρα, είπε η νόνα στη δουλεύτρα, πριν αρχινίσουν να κόβουνε τις κουλού­ρες στη γειτονιά… Ας μην ακούσουνε κάνε τα

σμπάρα, τα ψαλσίματα και τα τραγούδια των άλλων…

—     Ναι, κυρά μου, θάν τα κοιμίσω, έγνοια σου.

Κι’ η γριά-Άγγέλικα, αφού χαμήλωσε όλως-διόλου το φως της λάμπας στην κρεββατοκάμαρα κι’ εσκέπασε το καντήλι της Παρθένας, τους είπε στο μισόφωτο παραμύθια και τα νανούρισε.

Του κάκου! Τα παιδιά κρατούσαν τα μάτια τους γα­ρίδα. Και δεν αποφάσισαν να τα κλείσουν, παρ’ αφού τους υποσχέθηκε η γριά πως του χρόνου, — ω, χωρίς άλ­λο ! —του χρόνου θάκοβαν χριστουγεννιάτικη κουλούρα κι’ αυτοί.

—     Να σας χαρώ, πουλάκια μου !… Άμή πως ; Το κορέττο θάχη περάσει…Κοιμηθήτε τώρα να ιδήτε στον ύπνο σας αγγέλους. Κοιμηθήτε, γειά σας !…

Κι από μέσα της ψιθύρισε :

« – Θέ μου ! τι δυστυχισμένοι που είμαστε οι ανθρώποι !…»

Τα μικρά, τα δίδυμα αγοράκια σίγουρα κοιμήθηκαν. Ίσως κοιμήθηκε κι ο Θόδωρος, το ζιζάνιο. Η σιγαλή Μαρία όμως όχι. Αυτή είχε κλείσει τα μάτια της και, θυ­μούμενη τις περασμένες κουλούρες και χαρές, άκουγε από μέσα την κουβέντα της μάννας της και της νόνας.

Αυτές, στο τινέλλο πάντα καθισμένες, μ’ ένα μόνο φως αναμμένο στο τετράφωτο καντηλέρι, άμα η Αγγέλικα τους είπε πως τα παιδιά κοιμήθηκαν, είχαν αρχίσει λίγο-λίγο να υψώνουν τη φωνή… Ήταν κιόλα κι’ αργά. Σε λίγο τα σπίτια της γειτονιάς, κι’ όλης της χώρας, θ’ αρχινούσε η τελετή της κουλούρας.

Και να, το πρώτο σμπάρο πέφτει εκεί κοντά: Μπουμ!

—    Στου Γερόλυμου ήτανε ! είπε η πεθερά.

—    Όχι, στου Κατσή ! είπε η νύφη.

—    Θάκουγότανε πίλιο μακρυά.

—    Στου Κατσή σου λέω !

—    Δεν ειξέρεις τι λες…

—    Εσύ δεν ειξέρεις, όπως πάντα !

Δεύτερο σμπάρο σέ λίγο.

—    Νά το ! Ετούτο ήτανε του Γερόλυμου ! Τακουσες; φώναξε η νύφη θριαμβευτικά.

Η πεθερά κούνησε το κεφάλι της. Από μέσα της αναγνώριζε το λάθος, μα δεν ήθελε να τ’ ομολογήση.

—    Άς αφήσουμε, είπε, τους ευτυχισμένους να γιορ­τάζουν κι’ ας κοιτάξουμε μεις τη συφορά μας… Νύφη, θα στο ματαπώ και πες ό,τι θέλης. Δός τα εκείνα τα έρημα, δός τα !

—    Ου ! σκοτούρα είσαι!… Σώπα, σώπα… Να, λένε το «Χριστός γεννάται» στου Σέλινα…

—    Ακου, που σου λέω. Δός τα να συχάσουμε και να γλυτώσουμε. Ο Νικόλας ο Μένιας δίνει το κόστη με διά­φορο…

—    Άσε με, να ζήσεις! O Νικόλας ο Μένιας είν’ ένας κλέφτης, πού θέλει νάν τα ψωμοφάη. Άσε με τώρα μην κολαστώ, μέρα που ξημερώνει!… Μα τι, τι; Το μάτι σούκλεισε αυτός ο άνθρωπος, πως θα σου δώση μερτικό και κάνεις έτσι; Μ’ έφαγες για δαύτονε!

—  Ναι, να σε χαρώ!… Μερτικό θα μου δώσει !… Δεν ντρέπεσαι, καϊμένη, να λες τέτοιο λόγο τση μάννα σου ;… Μωρέ, μπράβο !.·.

—  Ναταν ουλές οι μαννάδες σαν και σένα !…

 

 

—    Βρίζε τώρα, βρίζε!… Αγκαλά μου, όπως είσαι μαθημένη… Έπειτα λες «μέρα πού ξημερώνει…» Μα έχεις εσύ Χριστούγεννα, Λαμπρή, Αγίου, Παναγίας; Ουλές οι μέρες το ίδιο είναι για τη γλώσσα σου και για την κα­κία σου!..

***

Η νέα Σταμούλαινα ήταν έτοιμη ν’ απαντήση σ’ αυτά κάτι φοβερό, μα δεν επρόφθασε: Ένα σμπάρο, από κοντά, από αντίκρυ ίσως, εβούϊξε τόσο δυνατά που τις τρόμαξε.

—    Να χαθή κι’ ο μουρλο-Πέρικλες με την πιστόλα του, μουρμούρισε η γριά. Σπαβεντάρησα!

Κι εσωπάσανε κι’ οι δυο κάμποση ώρα.

Σ’ αυτό το διάστημα οι πιστολιές, μακρινές και κον­τινές, πεφταν πυκνά σ’ όλη τη χώρα. Παντού κοβόνταν κουλούρες. Σ όλα τα σπίτια τραπέζι και χαρά. Εκτός από τα λιγοστά, που τα είχε κάψει ο Χάρος. Αυτά μόνον ήταν βουβά και σκοτεινά, σαν του Σταμούλη.

—    Έτσι μας έμελλε ! στέναξε μια στιγμή η γριά.

—    Αυτό να συλλογιέσαι καλύτερα και να σωπαίνης ! της άποκρίθηκε η νέα.

Κι αν ήταν μονάχα ο θάνατος ! εξακολούθησε με πι­κρό στόμα η γριά. Μα είναι και ταλλα…

—    Για τα πανιά πάλε θα μου πης ; εθύμωσε η νέα. Μάννα, θα με κάμης νάν τσού βάλω φωτία νάν τα κάψω!… Ακούς φωτία θάν τσού βάλω !

Απτόητη ομως, ακλόνητη, ακούραστη η γριά της αποκρίθηκε:

—    Καλύτερα νάν τάδινες !… Δός τα να ησυχάσουμε ! Δός τα να γλυτώσουμε !

Κι’ο καυγάς ξανάρχισε ατέλειωτος.

Αυτή τη φορά όμως δεν τον έκοψε σμπάρο. Ήταν αργά. Στή γειτονιά είχαν κοπή όλες οι κουλούρες. Μόνο μια παρέα γλεντζέδων, που γυρνούσε τα φιλικά σπίτια και τραταριζόταν στο πόδι, από μια φέτα κυδώνι κ’ ενα ποτη­ράκι βεντέα —εβίβα! καλά Χριστούγεννα! και του χρό­νου!… — στο κέφι λιγάκι, πέρασε απέξω απ’ του Σταμούλη τραγουδώντας δυνατά.

Το τραγούδι έκοψε τον καυγά.

Μα σε λίγο κόπηκε και το τραγούδι…

Στη γλυκεία, την ήσυχη νύχτα, ακούστηκε καθαρή η φωνή κάποιου από την παρέα, πού ρώτησε :

—     Γιατί σκοτάδια σε τούτο το σπίτι;

—     Είνε του Σταμούλη, απεκρίθηκε ένας άλλος.

—     A, ναι ! είπε ο πρώτος. Θεός σχωρέσει τον καϊμένο τον κύρ-Στάθη… Καλός άνθρωπος ήτανε !

Κάποιος τότε έκαμε να ξαναρχίση το τραγούδι:  “Σ’ άφίνω την…”

—    Μη! τον έκοψε εκείνος πού μιλούσε. Εδώ δεν κάνει… Πάμε, παιδιά, παρακάτου με ησυχία…

—     Θέ μου ! εψιθύρισε πάλι η γριά Αγγελικά που τα είχε ακούσει όλα. Τι δυστυχισμένοι που είμαστε οι αθρώποι !…»

Τ’ άκουσαν οι δυο γυναίκες και κοιτάχτηκαν με μομφή. Σά νάλεγε η μια στην άλλη: «Ακούς ; Ντράπου και λι­γάκι !…»

Μα δεν είπανε λέξη. Η παρέα, βουβή, απομακρύν­θηκε. Μια στιγμή έγινε άκρα ησυχία, στο σπίτι, στο δρό­μο, στή χώρα, παντού.

Και μέσα σ αυτή την ησυχία, αντήχησαν έξαφνα ακράτητοι λυγμοί.

Έκλαιγε ή σιγαλή Μαρία στο κρεββάτι της.

—      Θεέ μου ! ψιθύρισε πάλι η γριά- Αγγέλικα, που τάχε ακούσει όλα. Τι δυστυχισμένοι που είμαστε οι αθρώποι…!».

                                                                                 ΓΡ.  ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ

 

Δείτε περισσότερα

Σχετικά Άρθρα

Back to top button