COVID-19: Ένας Ύπουλος Εισβολέας (Ένα σπουδαίο Άρθρο, Διαβάστε το!)
COVID-19: Ένας Ύπουλος Εισβολέας
Γράφει ο Λημνιός (απο τον Κορνό) Παναγιώτης Κατσώνης (φωτο), Επίκουρος Καθηγητής Baylor College of Medicine (ΗΠΑ)
Τα ρεκόρ ημερησίων καταγεγραμμένων κρουσμάτων και θανάτων στην Ελλάδα που αποδίδονται στον κορονοϊó COVID-19 καταρρίπτονται κάθε λίγες ημέρες, έχοντας φτάσει τα 3316 κρούσματα και τους 72 θανάτους μέχρι σήμερα (21-11-2020). Τα νούμερα αυτά, αν και είναι χαμηλότερα ως ποσοστό επί του πληθυσμού σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, είναι ανησυχητικά και προκαλούν ερωτηματικό για το αν θα μπορέσει να ανταποκριθεί το Εθνικό Σύστημα Υγείας σε περαιτέρω αύξηση τους, ώστε να παρέχει στους ασθενείς την κατάλληλη περίθαλψη. Η πολιτεία έλαβε αυστηρά μέτρα για να ανακόψει την ανοδική πορεία του ιού και αναμένουμε να δούμε αν τα μέτρα αυτά θα αποδώσουν.
Ο καθένας μας, είναι γνωστό ότι θα πρέπει να αποφεύγει κάθε μη απαραίτητη συνάντηση ή μετακίνηση και να περιορίσει τις άμεσες φιλικές επαφές του στο ελάχιστο. Τι γίνεται όμως όταν απαιτείται να πάμε στην εργασία μας ή να συναντήσουμε άτομα εκτός του στενού οικογενειακού μας κύκλου; Αν και δεν μπορεί να μας προσφέρει απόλυτη προστασία, η χρήση μάσκας μειώνει σημαντικά την πιθανότητα μετάδοσης. Οι φορείς του ιού (που μπορεί να είναι και ασυμπτωματικοί) με την αναπνοή τους εκπέμπουν σταγονίδια που περιέχουν τον ιό. Τα μεγάλα σταγονίδια καταπέφτουν λόγω βαρύτητας μετά από μέχρι και 2 μέτρα, γι’ αυτό θα πρέπει να τηρούμε αυτή την απόσταση στις επαφές μας. Τα μικρότερα σταγονίδια διαχέονται στην ατμόσφαιρα και αν ο φορέας βρίσκεται σε κλειστό χώρο που δεν αερίζεται επαρκώς μπορεί να μεταδώσει τον ιό σε όσους βρίσκονται στον ίδιο χώρο χωρίς να έρθει σε επαφή μαζί τους. Συνήθως ο ιός μεταδίδεται μέσω της αναπνοής, κυρίως από τη μύτη, αλλά και από το στόμα (πιο σπάνια και από τα μάτια). Τα κύτταρα της μύτης που ευθύνονται για την όσφρηση και τα κύτταρα της κάτω αναπνευστικής οδού (πνεύμονες) εκφράζουν τον υποδοχέα ACE2, μια πρωτεΐνη που αποτελεί την πύλη για την είσοδο του ιού στα κύτταρα, και επομένως μπορούν να προσβληθούν από τον ιό και να οδηγήσουν στην εξάπλωση του σε περισσότερα κύτταρα του οργανισμού. Ο ρόλος της πρωτεΐνης ACE2 είναι να ρυθμίζει την αρτηριακή πίεση, και η παραγωγή της από τα κύτταρα μειώνεται με την ηλικία, γεγονός που παραδόξως προκαλεί επιπλοκές στην καταπολέμηση του ιού από το ανοσοποιητικό σύστημα σε ηλικιωμένους και υπερτασικούς, περισσότερο από άλλες πληθυσμιακές ομάδες.
Σε μικροσκοπικό επίπεδο, η προσβολή ενός κυττάρου από ένα σωματίδιο του ιού δεν είναι εύκολη υπόθεση: σε κάθε επιτυχία αντιστοιχεί μια πληθώρα αποτυχιών. Για τον λόγο αυτό, το χαμηλό ιικό φορτίο (συγκέντρωση σωματιδίων ιού) έχει μικρές πιθανότητες να προκαλέσει μόλυνση και είναι γνωστό ότι το ιικό φορτίο που εκπέμπεται από κάθε φορέα διαφέρει. Φορείς με υψηλό φορτίο ευθύνονται για τις περισσότερες μεταδώσεις (υπερ-μεταδότες) και τυπικά μοντέλα εξάπλωσης των ιών δείχνουν ότι το 20% των φορέων προκαλεί το 80% των μολύνσεων. Το ποιος θα γίνει υπερ-μεταδότης είναι δύσκολο να το γνωρίζουμε και εξαρτάται και από τη φάση της ίωσης στην οποία βρίσκεται. Μια μελέτη του Harvard έδειξε κάτι απρόσμενο: παιδιά με μέση ηλικία 10 ετών που προσβλήθηκαν από τον COVID-19 είχαν υψηλότερο ιικό φορτίο από ενήλικες που είχαν εισαχθεί στο νοσοκομείο, θέτοντας ζήτημα για το ρόλο των παιδιών στην εξάπλωση του ιού.
Από την άλλη πλευρά, πολλά παιδιά παρουσιάζουν ανοσία στον COVID-19. Αυτό έχει αποδοθεί στη διαφορετική έκφραση του υποδοχέα ACE2 που έχουν τα παιδιά σε σχέση με τους ενήλικες, αλλά ίσως να μην είναι μόνο αυτός ο λόγος. Μια πρόσφατη μελέτη από το Francis Crick Institute του Λονδίνου (με επικεφαλής τον Έλληνα καθηγητή Γιώργο Κασσιώτη) εξέτασε δείγματα αίματος που είχαν ληφθεί από το 2011 μέχρι το 2018 και βρήκε ότι ένα ποσοστό άνω του 50% των παιδιών ηλικίας 6-16 ετών διέθετε αντισώματα κατά του COVID-19, όταν το αντίστοιχο ποσοστό στους ενήλικες βρέθηκε κάτω από 10%. Αυτό σημαίνει ότι ένα ποσοστό ανθρώπων που δεν έχουν ασθενήσει από COVID-19, κυρίως παιδιά, έχουν ήδη ανοσία σε αυτόν. Τα ποσοστά αυτά είναι ενδεικτικά, ίσως περιέχουν κάποιο σφάλμα λόγω του μικρού αριθμού δειγμάτων και ενδεχομένως διαφέρουν κατά περιοχή και ανάλογα με το ιστορικό της περιοχής σε ιώσεις.
Η προ-υπάρχουσα ανοσία ενδεχομένως να είναι ένας από τους λόγους που κάποιες χώρες έχουν λιγότερα κρούσματα COVID-19 από άλλες. Υπάρχουν και πολλοί άλλοι παράγοντες που συμβάλλουν, όπως η πρόληψη, η κοινωνική δομή, το κλίμα, και γενετικοί παράγοντες (ποικιλομορφίες στα χρωμοσώματα 3 και 9 που σχετίζονται με το γονιδίωμα του Νεάντερταλ και με τις ομάδες αίματος, αντίστοιχα). Η Ελλάδα είχε πολύ λιγότερα κρούσματα από την υπόλοιπη Ευρώπη κατά το πρώτο κύμα COVID-19 (Μάρτιος-Μάιος), αλλά και στο δεύτερο αυτό κύμα (μετά τον Σεπτέμβρη) μέχρι στιγμής τα νούμερα δείχνουν καλύτερα σε σχέση με χώρες που υπέστησαν πολλές απώλειες και πριν από έξι μήνες. Το πρώτο κύμα στην δυτική Ευρώπη είχε πολύ υψηλά ποσοστά θνητότητας, περίπου δέκα φορές μεγαλύτερη από τη θνητότητα που βλέπουμε στις ίδιες χώρες κατά το δεύτερο κύμα. Πριν σπεύσουμε να αποδώσουμε αυτή τη διαφορά σε λογιστικούς παράγοντες (ελλιπή στοιχεία, περισσότερα τεστ, τρόπος καταγραφής, και άλλοι παράγοντες που κάνουν τους απόλυτους αριθμούς θνητότητας ανακριβείς) ή στις νέες διαθέσιμες θεραπείες (επιτυγχάνεται σταδιακή πρόοδος στον τομέα της θεραπείας) που φυσικά παίζουν ρόλο, αν συγκρίνουμε τα δύο κύματα στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης (Ρωσία, Ουκρανία, Μολδαβία, και άλλες) βλέπουμε ότι η θνητότητα μεταξύ των δύο κυμάτων έχει βελτιωθεί ελάχιστα και είναι παρόμοια με τη θνητότητα που παρουσιάζουν οι δυτικοευρωπαϊκές χώρες στο δεύτερο κύμα. Αυτό ενδέχεται να οφείλεται στην αλλαγή ταυτότητας του ιού, ο οποίος μεταλλάσσεται καθώς μεταδίδεται.
Οι μεταλλάξεις αυτές είναι μια φυσική εξελικτική διαδικασία, όπου στελέχη του ιού που μεταδίδονται ευκολότερα επικρατούν. Μια τέτοια μετάλλαξη (η μετάλλαξη D614G στην πρωτεΐνη S) βρισκόταν στο στέλεχος που πρωτοήρθε στην Ευρώπη από την Κίνα και πλέον η μετάλλαξη αυτή έχει επικρατήσει σε όλο τον κόσμο. Από τότε και άλλες μεταλλάξεις έχουν εξαπλωθεί ανά τον κόσμο που βοηθούν την μετάδοση του. Μεταλλάξεις που μειώνουν τη θνητότητα και τα βαρεία συμπτώματα ενός ιού βοηθούν στην ευκολότερη μετάδοση του και ενδέχεται τέτοιες να έχουν συντελέσει στη διαφορά θνητότητας που παρατηρείται στη δυτική Ευρώπη μεταξύ των δύο κυμάτων.
Ένα καλό νέο είναι ότι ο πραγματικός αριθμός κρουσμάτων στην Ελλάδα και παγκοσμίως εκτιμάται ότι είναι πολλαπλάσιος από τα καταγεγραμμένα κρούσματα (είναι καλό επειδή συνεπάγεται ότι η θνητότητα είναι μικρότερη από αυτή που δείχνουν τα επίσημα στοιχεία). Ενδεικτικά, στην πόλη της Νέας Υόρκης εκτιμάται ότι γύρω στο 20% του πληθυσμού της προσβλήθηκε από τον COVID-19 κατά το πρώτο κύμα, ενώ μέχρι στιγμής μόνο το 2.88% έχει επισήμως καταγραφεί (Nature, 2020 https://doi.org/10.1038/s41586-020-2912-6). Ακόμα κι έτσι, βρισκόμαστε μακριά από την ανοσία αγέλης, για την οποία απαιτείται να νοσήσει ή να εμβολιαστεί το 60% του πληθυσμού (σύμφωνα με μοντέλα που λαμβάνουν υπόψιν τους συντελεστές μετάδοσης).
Ελπίδες έρχονται καθημερινά από τους κατασκευαστές εμβολίων. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν 8 εμβόλια που βρίσκονται στην τρίτη και τελική φάση κλινικών δοκιμών (Pfizer, Moderna, AstraZeneca/University of Oxford, Johnson & Johnson, Sputnik V, Sinovac, Sinopharm, και CanSinoBIO) και άλλα 17 εμβόλια που βρίσκονται στην δεύτερη ή στην πρώτη φάση κλινικών δοκιμών. Αν και οι κλινικές δοκιμές δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί ως προς την ασφάλεια τους, η Pfizer και η Moderna ήδη ανακοίνωσαν ότι η αποτελεσματικότητα των εμβολίων τους είναι κοντά στο 95%. Αυτό σημαίνει ότι από τους ανθρώπους που πήραν τα εμβόλια αυτά και εκτέθηκαν στον ιό, το 95% δεν παρουσίασαν συμπτώματα. Αυτή η πολύ υψηλή αποτελεσματικότητα των εμβολίων (σε αντιπαράθεση με τα εμβόλια της γρίπης που έχουν αποτελεσματικότητα γύρω στο 60%) δίνει ελπίδες ότι θα μπορέσουμε να φτάσουμε ευκολότερα σε επίπεδα ανοσίας αγέλης (ακόμη και αν δεν γίνει καθολική χρήση των εμβολίων). Επειδή τα εμβόλια COVID-19 που βασίζονται σε τεχνολογία mRNA είναι ευάλωτα σε φυσιολογικές συνθήκες θα πρέπει να διατηρούνται σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες (-80 °C της Pfizer και -20 °C της Moderna), δυσκολεύοντας τη διανομή τους σε απομακρυσμένα μέρη (γι’ αυτό η Pfizer έχει ήδη ξεκινήσει πιλοτικά προγράμματα διανομής). Αν όλα πάνε καλά, αναμένεται ότι τα εμβόλια θα είναι διαθέσιμα στις αρχές του 2021 και ότι ο εμβολιασμός θα ολοκληρωθεί στα τέλη του έτους. Μέχρι τότε θα πρέπει να ζούμε με προφυλάξεις και να φροντίζουμε την σωματική και ψυχική υγεία μας με καλή διατροφή, εξάσκηση, και αρκετό ύπνο.
Παναγιώτης Κατσώνης , Επίκουρος Καθηγητής , Baylor College of Medicine (ΗΠΑ)