Ένας Χριστούλης
Ένας Χριστούλης (του Κων/νου Τζέκη)
Επιμέλεια δημοσίευσης : Θ. Δημητιαδης
Ξύπνησε σχεδόν μεσάνυχτα. Το ρολόι του τοίχου έλεγε ώρα τρεις. Από την πλατεία της γειτονιάς του ακούγονταν οι καμπάνες της εκκλησίας που καλούσαν τους πιστούς να προσέλθουν να βιώσουν όλοι μαζί το θαύμα της γέννησης του Χριστού.
Καθώς ντύνονταν αναζήτησε στους λαβύρινθους του μυαλού του το παρελθόν. Πρώτη φορά θα πήγαινε στην εκκλησία, καθώς η ζωή του μέχρι τότε ήταν γεμάτη δουλειά, άγχος, κούραση εξαντλητική.
Έκανε προκοπή και αποφάσισε από εδώ και εμπρός να γεμίσει τη ζωή του με απολαύσεις, ταξίδια, διασκέδαση, καθώς είχε λύσει το οικονομικό του πρόβλημα.
Δεν απόκτησε οικογένεια, ούτε χρόνο είχε για τέτοια πολυτέλεια.
Με το μυαλό του να ταξιδεύει στο παρελθόν, διαπίστωσε πως είχε ήδη ντυθεί.
Βγήκε από το σπίτι. Το τσουχτερό χειμωνιάτικο κρύο τον ανάγκασε να γυρίσει να ντυθεί καλύτερα. Χιονιάς που πάγωνε ότι ανάσαινε.
Σκυμμένος προσπέρασε το παλιό σπίτι που ήταν ακατοίκητο εδώ και χρόνια.
Ξαφνικά κοντοστάθηκε. Μέσα από τα χαλάσματα άκουσε βογκητά. Παραξενεύθηκε και προσπέρασε με προφυλάξεις το κατώφλι του γυμνού σπιτιού. Μέσα από το λιγοστό φως του δρόμου, διέκρινε μια κουλουριασμένη ανθρώπινη φιγούρα που βογκούσε.
Πλησίασε περισσότερο. Ξεκάθαρα φάνηκαν τα ξέπλεκα μαλλιά μιας γυναίκας που ξαπλωμένη στα σάπια πατώματα βογκούσε. Κάτι του είπε σε ξένη γλώσσα, όμως δεν χρειάζονταν και πολύ να καταλάβει ότι η γυναίκα ήταν ετοιμόγεννη.
Κάλεσε το ασθενοφόρο και σε λίγο ο ιδιαίτερος ήχος του ασθενοφόρου, έσχιζε την ήσυχη και άγια νύχτα.
Τώρα θα πρέπει να γεννιέται και ο Χριστός σκέφθηκε. Σαν και αυτή την περίπτωση, φτωχικά και χωρίς βοήθεια.
Στο Νοσοκομείο και πριν προλάβουν οι γιατροί να οργανωθούν, ακούσθηκε το κλάμα ενός μωρού.
Η άγνωστη Παναγιά γέννησε έναν Χριστούλη.
Κάθισε στο παγκάκι και προσπάθησε να βάλει σε τάξη τις σκέψεις του. Για δες συγκυρία, σκέφθηκε. Κάποια παρόρμηση τον ανάγκασε να είναι παρών, σ’ αυτό το θαύμα.
Στον ερχομό ενός παιδιού την ώρα που γεννιέται ο Χριστός.
Σε λίγο ακούσθηκαν φωνές. Μια νοσοκόμα ρωτούσε ποιός είναι ο πατέρας του παιδιού. Πετάχτηκε σαν ελατήριο. Εγώ, απάντησε με φωνή που αντιλάλησε σαν καμπάνα. Εγώ.
Με μιας φωτίσθηκε όλη η αίθουσα. Φωνές αγγέλων έψελναν το “δόξα εν υψίστοις Θεώ”.
Επί τέλους η ζωή του βρήκε νόημα. Δεν τον ένοιαζε τίποτα άλλο. Αισθάνονταν σαν να ήταν ο Ιωσήφ με τον μικρό Χριστό στην αγκαλιά του.
Σιγοψιθύρισε, γεμάτος άγια φώτιση: ” και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία”