Περιοδικό

Για την Μητέρα

Για την Μητέρα

Γράφει η Δέσποινα Παπαδοπούλου

 

«Ω Μάνα μου ο κόσμος

Έτσι λιγοστεμένος δε φτουρά

Να ξανανθίσει η άνοιξη»

Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου

Σήμερα, 9 του Μάη, και η γιορτή της Μητέρας συμπίπτει με μια άλλη σπουδαία γιορτή που δεν πρέπει να ξεχνάμε: την ημέρα της Μεγάλης Αντιφασιστικής  Νίκης των Λαών. Ήταν 9 Μάη του 1945, 76 χρόνια πριν, τότε που η σημαία του κόκκινου στρατού, που ήδη κυμάτιζε στο Ράιχσταγκ, καρφώθηκε στην καρδιά του ναζιστικού τέρατος. Για τις μητέρες των εκατομμυρίων νεκρών που έδωσαν τη ζωή τους στον αγώνα για ελευθερία και δικαιοσύνη, για την μία και μοναδική Μητέρα… όπου κι αν βρίσκεται, κοντά μας ή μακριά μας, που όμως πάντα θα έρχεται στα όνειρά μας αφιερώνουμε τα παρακάτω:

 Οδυσσέας Ελύτης, «Εκ του πλησίον»:

 «….Κι ένα τέταρτο μητέρας

αρκεί για δέκα ζωές, και πάλι κάτι θα περισσέψει.

Που να το ανακράξεις

σε στιγμή μεγάλου κινδύνου…»

            ——————–

 

Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου, «Και θέα προς το Αμίλητο»:

 «Ω Μάνα μου η φωνή σου
Μέσα στον ύπνο μου όρθια πέρασε
Πώς έγινε συντρίμμια ο κόσμος, είπες- ποιος
Άπλωσε το χάος να περάσω;

Έβρεχε τη νύχτα εκείνη
Δέκα και δέκα ακριβώς του κάτω κόσμου
Με τα ηλιοτρόπια όλα σε στάση σιωπής.

………….

Πού πας; Πού θα πας τώρα;

Το σώμα να γέρνει κι όλο
Να λυγίζει πρωραίο
Σαν θαλασσινό στάσιμο
Κι η ματιά από χαίρε
Που καταργεί τις αποστάσεις.

………..

Ω η απουσία  Μάνα μου
Σηκώθηκε σαν θύελλα
Σαν ρούχο που πενθεί το σώμα
Και τα νερά ασημίζουν
Σάμπως να τ’ ακουμπάει νεκρός
Σάμπως να γυροφέρνει ψυχή
Που της αρνήθηκαν την Άνοιξη…».

——————————-

 

 «Το εμβατήριο του ωκεανού» του Γιάννη Ρίτσου (απόσπασμα):
 

«…Είχαμε τον κήπο στην άκρη της θάλασσας.

Άπ’ τα παράθυρα γλιστρούσε ο ουρανός

κι η μητέρα καθισμένη

στο χαμηλό σκαμνί

κεντούσε τους αγρούς της άνοιξης

με τα ανοιχτά κατώφλια των άσπρων σπιτιών

με τα όνειρα των πελαργών στην αχυρένια στέγη

γραμμένη στη γλαυκή διαφάνεια

 

Εσύ δεν είχες έρθει ακόμη.

Κοιτούσα την δύση και σ’ έβλεπα

 – μια ρόδινη ανταύγεια στα μαλλιά σου

 – ένα μειδίαμα σκιάς βαθειά στη θάλασσα.

 

Η μητέρα μού κρατούσε τα χέρια.

Μα εγώ

πίσω από τον τρυφερό της ώμο

πίσω απ’ τα μαλλιά της τα χλωμά

στρωτά με ένα στρώμα υπομονής και ευγένειας

κοιτούσα σοβαρός τη θάλασσα.

 

Ένας γλάρος με φώναζε

στο βάθος της εσπέρας

εκεί στην γαλανή καμπύλη των βουνών.

[…]

 

ΜΑΣ ΠΗΡΑΝ το θαλασσινό τραγούδι

μας δέσαν τα θαλασσινά μας πόδια.

 

Παιδάκια σιωπηλά κι απορημένα

με τα αλατισμένα ματόκλαδα

με τα μεγάλα μάτια τα γαλάζια

περνάμε φοβισμένα στις μεγάλες πολιτείες

κάτω απ’ τα νοσοκομεία που μυρίζουν ύπνο κι ιδρώτα

κάτω απ’ τα σπίτια με τούς κόκκινους γλόμπους

κάτω απ’ τα μέγαρα

που καπνίζουν αίμα νύχτα κι αρπαγή.

 

Μητέρα, μητέρα

που αρνηθήκαμε

την τρυφερή σοφία των δακρύων σου

πούναι το μακρόθυμο χέρι σου

με την έκφραση της καρτερίας

πούναι το χέρι σου

ν’ ακούσουμε την αυγή και την θάλασσα

να ζεστάνουμε τη μοναξιά;

 

Μητέρα

ο ουρανός γκρεμίστηκε

στα δάκρια των αθώων.

 

Εμείς που περπατήσαμε τις νύχτες

σε λευκά δάση μαργαριταριών

εμείς που πελεκήσαμε στην πέτρα

τη γαληνή μορφή του ονείρου

δεν ξέρουμε να περπατάμε

πάνω στους δρόμους που κάθε μέρα βάφονται

με το αίμα του ξανθού Ιησού.

 

Πίσω απ’ τους τοίχους μας παραμονεύουν.

Απ’ τις γωνιές φεύγουν περίτρομα

πλήθη αγριοπερίστερων.

 

Πόρτες χάσκουν την νύχτα.

Ξίφη αστράφτουν.

Ένα φεγγάρι αποκεφαλισμένο.

 

Οι άνθρωποι ετοιμάζουν σκάλες

με ανθρώπινα κόκκαλα

για ν’ ανέβουν.

 

Κύριε, Κύριε

κι εμείς εδώ

στη μέση των μεγάλων δρόμων

λυπημένοι κι αδέξιοι

με το άδειο δισάκι στα χέρια

μ’ ένα κλουβί αηδονιών στη ράχη

με την πλατιά μνήμη της θάλασσας στο μέτωπο

με χέρια αθώα που δεν επαιτούν.

 

Μητέρα δεν μας μένει τίποτα.

Που θ’ απαγκιάσουμε;

Που θα κοιμηθούμε;»

 

———-

«Ορέστης» του Γιάννη Ρίτσου (απόσπασμα):

«…Κ’  η φωνή της μητέρας, πόσο σύγχρονη, καθημερινή, σωστή, – μπορεί να προφέρει φυσικά τα πιο μεγάλα λόγια ή και τα πιο μικρά, στην πιο μεγάλη σημασία τους, όπως: “μια πεταλούδα μπήκε απ’ το παράθυρο”, ή: “ο κόσμος είναι ανυπόφορα υπέροχος”, ή “θα χρειαζόταν πιότερο λουλάκι στις λινές πετσέτες”, ή “μου διαφεύγει μια νότα απ’ αυτήν την ευωδιά της νύχτας”, και γελάει, ίσως για να προλάβει κάποιον που μπορούσε να γελάσει – Αυτή η βαθιά της κατανόηση κ’ η τρυφερή επιείκεια για όλους και για όλα (σχεδόν μια περιφρόνηση), – τη θαύμαζα πάντα και την τρόμαζα μ’ αυτή την ενσυνείδητη, υψηλή περηφάνια της, αναμιγνύοντας το μικρό, πονηρό, πολυδιάστατο γέλιο της, με το μικρό κρότο του σπίρτου και τη φλόγα του σπίρτου, καθώς άναβε την λάμπα της τραπεζαρίας, κ’ ήταν εκεί, φωτισμένη απ’ τα κάτω, μ’ εντοπισμένο πιο ισχυρό το φωτισμό το ευθύγραμμο πηγούνι της και στα λεπτά, παλλόμενα ρουθούνια της, που για λίγο σταματούσαν ν’ ανασαίνουν και στένευαν σαν για να μείνει κοντά μας, να σταθεί, ν’ ακινητήσει μη διαλυθεί σα μια στήλη γαλάζιος καπνός στις πνοές της νύχτας, μην την πάρουν τα δέντρα με τα μακριά κλαδιά τους, μη φορέσει τη δαχτυλήθρα ενός άστρου για ένα απέραντο εργόχειρο – Έτσι έβρισκε πάντα η μητέρα την πιο ακριβή της κίνηση και στάση ακριβώς τη στιγμή της απουσίας της, – πάντα φοβόμουνα μήπως χαθεί απ’ τα μάτια μας, μήπως αναληφθεί καλύτερα, – όταν έσκυβε να δέσει το σανδάλι της που άφηνε απ’ έξω τα υπέροχα βαμμένα, κυκλαμένια νύχια της ή όταν διόρθωνε τα μαλλιά της μπροστά στο μεγάλο καθρέφτη με μια κίνηση της παλάμης της τόσο χαριτωμένη, νεανική κι ανάλαφρη σα να μετακινούσε – τέσσερα αστέρια στο μέτωπο του κόσμου, σα να ‘βαζε να φιληθούν δυο μαργαρίτες πλάι στην κρήνη. Τόσο απλή και πειστική ήταν η μητέρα, επιβλητική κι ανεξερεύνητη.» […]

Δέσποινα Παπαδοπούλου  9/5/2021

Δείτε περισσότερα

Σχετικά Άρθρα

Back to top button