Περιοδικό

Για τον μεγάλο Αλεξανδρινό

Για τον μεγάλο Αλεξανδρινό

Ογδόντα εννιά χρόνια από τον θάνατό του

 «Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας, τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις, αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου, αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου»

Κ. Π. Καβάφης «Ιθάκη»

 

της Δέσποινας Παπαδοπούλου

 

Σαν σήμερα, 29 Απρίλη του 1933 “έφυγε” ο μεγάλος Αλεξανδρινός ποιητής με την παγκόσμια αναγνώριση, ο Κωνσταντίνος Καβάφης. Έφυγε από την ζωή την ημέρα των γενεθλίων του (29 Απριλίου 1863), την ημέρα που συμπλήρωνε τα 70 χρόνια του χτυπημένος από τον καρκίνο. Άφησε την τελευταία του πνοή σε ελληνικό νοσοκομείο της αγαπημένης του πόλης, της Αλεξάνδρειας.

Ποιητής της “διασποράς” άφησε πίσω του ένα σπουδαίο έργο, αν και στην αρχή δεν έγινε αποδεκτός εύκολα από τους ποιητικούς “συντηρητικούς” κύκλους της Αθήνας κομίζοντας νέους τρόπους στην ποίηση. Πολλά και πολύ γνωστά είναι τα ποιήματά του όπως η «Ιθάκη», «Θερμοπύλες», «Τα τείχη», «Περιμένοντας τους βαρβάρους», «Τα κεριά», «Φωνές» και άλλα, όμως καλό θα ήταν να δούμε πώς ένας άλλος μεγάλος μας ποιητής ο Γιάννης Ρίτσος τίμησε τον Αλεξανδρινό ομότεχνό του. Ο Ρίτσος το 1963 έγραψε “12 ποιήματα για τον Καβάφη” που αναφέρονται στον χώρο του και στα αντικείμενα του ποιητή. Έτσι, μ’ αυτόν τον τρόπο, τον δικό του, ο Ρίτσος καταφέρνει να “συνομιλήσει” πολύ ωραία μαζί του. Επιλέγω τρία από αυτά που έχουν θέμα το δωμάτιό του, τη “Λάμπα” και το σβήσιμό της, και βέβαια, πίσω απ’ όλα αυτά, τον ίδιο τον Καβάφη. Ας τα απολαύσουμε:

 

Ο χώρος του ποιητή

 

«Το μαύρο, σκαλιστό γραφείο, τα δυο ασημένια κηροπήγια,
η κόκκινη πίπα του. Κάθεται, αόρατος σχεδόν, στην πολυθρόνα,
έχοντας πάντα το παράθυρο στη ράχη του. Πίσω από τα γυαλιά του,
πελώρια και περίσκεπτα, παρατηρεί τον συνομιλητή του,
στ’ άπλετο φως, αυτός κρυμμένος μες στις λέξεις του,
μέσα στην ιστορία, σε πρόσωπα δικά του, απόμακρα, άτρωτα,
παγιδεύοντας την προσοχή των άλλων στις λεπτές ανταύγειες
ενός σαπφείρου που φορεί στο δάχτυλό του, κι όλος έτοιμος
γεύεται τις εκφράσεις τους, την ώρα που οι ανόητοι έφηβοι
υγραίνουν με τη γλώσσα τους θαυμαστικά τα χείλη τους. Κι εκείνος
πανούργος, αδηφάγος, σαρκικός, ο μέγας αναμάρτητος,
ανάμεσα στο ναι και στο όχι, στην επιθυμία και τη μετάνοια,
σαν ζυγαριά στο χέρι του θεού ταλαντεύεται ολόκληρος,
ενώ το φως του παραθύρου πίσω απ’ το κεφάλι του
τοποθετεί ένα στέφανο συγγνώμης κι αγιοσύνης.
«Αν άφεση δεν είναι η ποίηση, –ψιθύρισε μόνος του–
τότε, από πουθενά μην περιμένουμε έλεος».

 

H λάμπα του

«Η λάμπα είναι ήμερη, καλόβολη· την προτιμάει

από άλλους φωτισμούς. Ρυθμίζεται το φως της

ανάλογα με τις ανάγκες της στιγμής, ανάλογα

με την αιώνια, ανομολόγητην επιθυμία. Και πάντα,

η μυρωδιά του πετρελαίου, μια λεπτή παρουσία

πολύ διακριτική, τις νύχτες, σαν γυρνάει μονάχος

με τόση κούραση στα μέλη, τόση ματαιότητα

στην ύφανση του σακακιού του, στις ραφές της τσέπης

τόσο που κάθε κίνηση να μοιάζει περιττή κι αφόρητη –

η λάμπα, μιά απασχόληση και πάλι· – το φιτίλι,

το σπίρτο, η φλόγα η κινδυνεύουσα (με τις σκιές της

στην κλίνη, στο γραφείο, στους τοίχους) και προπάντων

εκείνο το γυαλί – η εύθραυστη διαφάνειά του,

που σε μιά απλή κι ανθρώπινη χειρονομία, απ’ την αρχή,

σε υποχρεώνει: να προφυλαχτείς ή και να προφυλάξεις.»

 

Το σβήσιμο της λάμπας

 

«Έρχεται η ώρα της μεγάλης κόπωσης. Θαμβωτική πρωία,

προδοτική· – δείχνει το τέλος κι άλλης νύχτας του, υπερθεματίζει

τη στιλπνή τύψη του καθρέφτη, σκάβοντας μνησίκακα

τις χαρακιές δίπλα στα χείλη και στα μάτια. Τώρα,

δεν ωφελεί η προσήνεια της λάμπας ή το κλείσιμο των

παραπετασμάτων.

Συνείδηση άκαμπτη του τέλους πάνω στα σεντόνια όπου ψυχραίνει

το θερμό χνώτο θερινής νυκτός, και μένουν μόνον λίγοι κρίκοι

πεσμένοι από νεανικούς βοστρύχους –μια κομμένη αλυσίδα–

η ίδια εκείνη αλυσίδα – ποιος τη σφυρηλάτησε; Όχι,

δεν ωφελεί η ανάμνηση μήτε κι η ποίηση. Κι ωστόσο,

την ύστατη στιγμή, πριν κοιμηθεί, σκύβοντας πάνω απ’ το γυαλί

της λάμπας

να φυσήσει τη φλόγα της, να σβήσει πια κι αυτή, αντιλαμβάνεται

ότι φυσάει κατευθείαν μέσα στο γυάλινο αυτί της αιωνιότητας

μια λέξη αθάνατη, εντελώς δική του, το ίδιο του το

χνώτο – ο στεναγμός της ύλης.

Ωραία που η καπνιά της λάμπας ευωδιάζει το δωμάτιό του τα χαράματα.»

 

 Δέσποινα Παπαδοπούλου 29 Απρίλη 2022

Google NewsΑκολουθήστε το LimnosNea.gr - ΡάδιοΆλφα στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσειςαπό την Λήμνο και τον κόσμο.

Δείτε περισσότερα

Σχετικά Άρθρα

Back to top button