Περιοδικό

Γιάννης Ρίτσος (Γεννήθηκε μια Πρωτομαγια, τυχαίο;)

Γιάννης Ρίτσος

«Ο ποιητής της Ρωμιοσύνης, ο απαρηγόρητος παρηγορητής του κόσμου»

Γράφει η Δέσποινα Παπαδοπούλου, φιλόλογος

«Μέρα Μαγιού μου μίσεψες,, μέρα Μαγιού σε χάνω…

…Γιε μου, στ’ αδέρφια σου τραβώ και σμίγω την οργή μου.

Σου πήρα το ντουφέκι σου, κοιμήσου, εσύ, πουλί μου

από τον «Επιτάφιο»

Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε στην Μονεμβασιά την Πρωτομαγιά του 1909, μέσα στα «κόκκινα ρόδα» εκείνης της Άνοιξης και από τότε η Πρωτομαγιά έγινε μοίρα του. Γράφει για την Μονεμβασιά του:

«Κυρά Μονοβασιά μου, πέτρινο καράβι μου.

Χιλιάδες οι φλόκοι σου και τα πανιά σου.

Κι όλο ασάλευτη μένεις

να με αρμενίζεις μες στην οικουμένη» (Τρίστιχα Γ’  Αθήνα 31/3/1982).

Ο Γιώργος Π. Σαββίδης στην εισήγησή του για την ανάδειξη του ποιητή σε διδάκτορα του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης έλεγε:

«…με το έργο του εισήλθε σε όλα τα ορατά και νοητά, άντλησε από το βάθος του χρόνου και το πλάτος του κοινωνικού χώρου. Εκμεταλλεύτηκε δυναμικά τον πλούτο της νεοελληνικής γλώσσας…μας πλούτισε με πλήθος ταπεινών αντικειμένων «αυτών των μικρών συσσωρευτών της χρήσιμης ανθρώπινης ενέργειας, αυτών των καθημερινών μύθων», καθώς λέει ο ίδιος, δίνοντάς τους φωνή, μεταμορφώνοντας το ευτελές σε μοναδικό. Συμφιλίωσε τους αγώνες για τα καίρια προβλήματα της εποχής μας με την εσωτερική βίωση των πραγμάτων και την αναζήτηση του νοήματος της ύπαρξης…».

Η Χρύσα Προκοπάκη γράφει στην «Ανθολογία Γιάννη Ρίτσου»:

«Αν κάποιος θα’ θελε να διαβάσει την ιστορία του αιώνα, θα την έβρισκε ακέρια στην ποίηση του Ρίτσου: στα ποιήματα που την κατέγραψαν σαν χρονικό, στα εγερτήρια άσματα, σε ύμνους ηρώων και ελεγεία, στη μεταπλασμένη ποιητικά βιογραφία του. Κι ακόμα, πιο βαθιά, στο εσωτερικό οδοιπορικό του ποιητή, που το αποτύπωνε μέρα τη μέρα με σαφήνεια ή υπαινικτικά. Κι αυτό το «υπαινικτικά» λέει περισσότερα για τη βία του καθεστώτος, τις νοοτροπίες και τη συμβατική ηθική, τους ιδεολογικούς πειθαναγκασμούς. Με προσωπεία και δάνειες φωνές αρθρώνει την αλήθεια του….Πάνω από εκατό ποιητικές  συλλογές και συνθέσεις, εννέα πεζογραφήματα (μυθιστορήματα τα ονομάζει), τέσσερα θεατρικά, όπως και μελέτες για ομοτέχνους συγκροτούν το κύριο σώμα του έργου του. Πολυάριθμες μεταφράσεις,  χρονογραφήματα και άλλα δημοσιεύματα συμπληρώνουν την εικόνα του χαλκέντερου δημιουργού…»

ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΕΠΙΤΑΦΙΟ

Τον Μάη του 1936, βαθιά συγκινημένος από τα αιματηρά γεγονότα των απεργών στη Θεσσαλονίκη, γράφει το πρώτο του αριστούργημα, τον «Επιτάφιο». Ο ίδιος ο ποιητής, εικοσιτέσσερα χρόνια αργότερα αφηγήθηκε το γεγονός που τον συγκίνησε και την μετάπλασή του σε ποίηση στην «Αυτοβιογραφία. Κινηματογραφική αυτοβιογραφία» του Γιώργου και της Ηρώς Σγουράκη:

«Εκείνες τις μέρες είδα στις εφημερίδες τη φωτογραφία μιας μάνας με το σκοτωμένο της παιδί στην αγκαλιά και συγκλονίστηκα. Μνήμες από τα παιδικά μου χρόνια, η μάνα μου η Μανιάτισσα που ήταν εξοικειωμένη με το μοιρολόι, εικόνες βυζαντινές με τον Χριστό στα πόδια της Παναγίας, οι στίχοι του Βάρναλη, του Σικελιανού, το δημοτικό τραγούδι, όλα αυτά ανακατεύτηκαν μέσα μου και ξέσπασε στην καρδιά μου το κύμα ενός πελώριου θρήνου, ενός πραγματικού Επιταφίου.

Επί τρεις μέρες και νύχτες συνέχεια έγραφα, χωρίς φαΐ, χωρίς ύπνο. Κι όταν τελείωσα και τα είκοσι ποιήματα, λιποθύμησα. Είχα μεταγγίσει στους στίχους μου μαζί με την τελευταία σταγόνα του πόνου για τα θύματα της απρόκλητης επιθέσεως και την ύστατη ικμάδα μου. Ο Επιτάφιος, αφιερωμένος στους νεκρούς της 9ης Μαΐου 1936, ήταν για μένα πια, ένα ποιητικό γεγονός.»

Από τη «Ρωμιοσύνη» που γράφτηκε στην  Αθήνα την περίοδο 1945-47 διαβάζουμε:

«Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,

Αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα,

Αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,

Αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.

Ετούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,

Σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,

Σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ’ αμπέλια του,

Σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Μονάχα φως.

Ο δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο….»

 

Η  «Κυρά των Αμπελιών» γράφτηκε  την περίοδο 1945-47. Είναι ένα εγκώμιο από 24 άσματα που συνθέτουν μια ιδανική προσωπογραφία της διαχρονικής Ελλάδας. Ο Πρεβελάκης γράφει πως «στην Κυρά των Αμπελιών ο Ρίτσος κράζει την πατρίδα με όχι λιγότερα ονόματα από όσα σκαρφίστηκε ο πιστός για να υμνήσει την Παναγιά». Διαβάζουμε κάποια αποσπάσματα:

1.

«Κυρά των Αμπελιών, που σ’ είδαμε πίσω απ’ το δίχτυ του πευκόδασου

…………

Κυρά μελαχρινή, που η αντηλιά σού χρύσωσε τα χέρια σαν της Παναγιάς το κόνισμα

…………………………………………………………..

3.

………….Κι έτσι στητή και δυνατή καταμεσής στον κόσμο

κρατώντας στο ζερβί σου χέρι τη μεγάλη ζυγαριά και στο δεξί την άγια σπάθα

είσαι η ομορφιά κι η λεβεντιά κι είσαι η Ελλάδα.

………………………………………………………………………………..

11.

Κυρά, Κυρά θαλασσινή και στεριανή με τα λουλουδιασμένα μάγουλα

σφίγγοντας μες στον μπούστο σου την κάψα του Αλωνάρη

πότε κρατώντας στην ποδιά σου ένα καράβι μικροκάραβο

πότε σαν Παναγιά Αιγιοπελαγίτισσα ντυμένη μ’ ένα δίχτυ

να κουβαλάς το σούρπωμα στην κεφαλή σου το πανέρι με τα ψάρια

πότε ντυμένη μ’  αμπελόφυλλα, κυνηγημένη απ’ του ήλιου τις χρυσόμυγες πάνω στ’ αλώνια

ανάβοντας το φίλημα στα λουλουδάκια της μηλιάς

μπατσίζοντας τις λυγαριές με τον αγέρα της τρεχάλας σου……»  

 

Ο Ρίτσος εξόριστος στη Λήμνο

Ο ποιητής είχε εξοριστεί στο νησί μας, στο Κοντοπούλι το 1948-49. Εκεί έγραψε τα «Ημερολόγια Εξορίας» I και II, καθώς και το «Καπνισμένο Τσουκάλι».

Διαβάζουμε από το «Καπνισμένο Τσουκάλι»:

«….Η καρδιά μου σήμερα δε μοιάζει με κανένα σύγνεφο χρυσό που

λαμπαδιάζει στο λιόγερμα

μήτε με κανέναν άγελο που στρώνει το τραπέζι μες στα δέντρα

του Παραδείσου

τινάζοντας με τ’ άσπρα του φτερά τα ψίχουλα των άστρων απ’

τις γενειάδες των παλιών Αγίων.

Τίποτα τέτοιο. Η καρδιά μου είναι τώρα ένα φαρδύ χωματένιο

τσουκάλι

που μπήκε πολλές φορές στη φωτιά

που μαγείρεψε χιλιάδες φορές για τους φτωχούς

για τους ξωμάχους, για τους περατάρηδες

για τους εργάτες και για τις πικρές μανάδες τους

για τον πεινασμένον ήλιο, για τον κόσμο—ναι, για όλο τον

κόσμο….»

και λίγο παρακάτω:

«…Τούτες τις μέρες ο άνεμος μας κυνηγάει.

Γύρω σε κάθε βλέμμα το συρματόπλεγμα

γύρω στην καρδιά μας το συρματόπλεγμα

γύρω στην ελπίδα το συρματόπλεγμα…»  

 

Από τον «Πέτρινο Χρόνο», Μακρόνησος Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1949 διαβάζουμε:

 Α. Β. Γ.

Τρία μεγάλα γράμματα

γραμμένα  μ’ ασβέστη στη ραχοκοκαλιά της Μακρόνησος.

( Όταν έρχομαι με το καράβι

Στριμωγμένοι ανάμεσα στους μπόγους και στις υποψίες μας

Τα διαβάσαμε πάνου απ’ το κατάστρωμα

Κάτου απ’ τις βρισιές του χωροφύλακα, τα διαβάσαμε

Εκείνο το ήσυχο πρωινό του Ιουλίου,

Κι η αρμύρα κι η μυρουδιά της ρίγανης και το θυμάρι

Δεν καταλάβαιναν καθόλου τι θα πουν αυτά τα τρία ασβεστωμένα γράμματα.)

Α’ Τάγμα.

Β’ Τάγμα.

Γ’ Τάγμα.

ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ

Κι η θάλασσα του Αιγαίου ήταν γαλάζια όπως πάντοτε

πολύ γαλάζια, μόνο γαλάζια.

Α’-

Ά, ναι, μιλούσαμε κάποτε για μια ποίηση αιγαιοπελαγίτικη,

Β’-

για το γυμνό στήθος της υγείας κεντημένο με μιαν άγκυρα και

μια γοργόνα,

Γ’ –

για το θαλάσσιο φως που πλέκει τα κουρτινάκια των γλάρων.

Α. Β. Γ.

300 σκοτωμένοι

………….

Α. Β. Γ.

600 τρελοί

……………..

Α. Β. Γ.

900 κουτσοί.

………….

και λίγο πιο κάτω διαβάζουμε μια ωραία εικόνα που έρχεται σε αντίθεση με το σκληρό τοπίο του «Πέτρινου Χρόνου»:

«…Κι η Παναγιά του πόντου φλωροκαπνισμένη απ’ το σούρουπο

να σεργιανάει ξυπόλητη στην αμμουδιά

συγυρίζοντας τα σπίτια των μικρών ψαριών

καρφώνοντας μ’ ένα θαλασσινό σταυρό τη φεγγαρίσια της πλεξούδα…»

 

Από τις Γειτονιές του κόσμου που γράφτηκαν στην Μακρόνησο και στον Αη Στράτη την περίοδο 1949-1951 διαβάζουμε:

«Σκέψου η ζωή να τραβάει το δρόμο της, και συ να λείπεις, να ‘ ρχονται οι Άνοιξες με πολλά διάπλατα παράθυρα, και συ να λείπεις,

να ‘ ρχονται τα κορίτσια στα παγκάκια του κήπου με χρωματιστά φορέματα, και συ να λείπεις, οι νέοι να κολυμπάνε το μεσημέρι, και συ να λείπεις.

ένα ανθισμένο δέντρο να σκύβει στο νερό

………………………………………………………………….

 ύστερα ένα κλειδί να στρίβει, η κάμαρα να ‘ ναι σκοτεινή, δυο στόματα να φιλιούνται στον ίσκιο, και συ να λείπεις.

Σκέψου δυο χέρια να σφίγγονται, και σένανε να σου λείπουν τα χέρια,

και τα κουμπιά του σακακιού σου ν΄ αντέχουν πιότερο από σένα κάτου απ’ το χώμα, κι η σφαίρα η σφηνωμένη στην καρδιά σου να μη λιώνει.

Όταν η καρδιά σου, που τόσο αγάπησε τον κόσμο, θα’χει λιώσει. Να λείπεις- δεν είναι τίποτα να λείπεις.

…………………………………..

Αν έχεις λείψει για ό,τι πρέπει, θα ‘σαι για πάντα μέσα σ’ όλα εκείνα που γι΄αυτά

έχεις λείψει, θα ‘σαι για πάντα μέσα σ’ όλο τον κόσμο….»

Από την «Ανυπόταχτη Πολιτεία» που γράφτηκε από τον Αύγουστο του 1952 έως τον Φεβρουάριο του 1953 διαβάζουμε:

«Α, πολιτεία, πολιτεία. Έχετε δει μια πολιτεία πιο γυμνασμένη
στο θυμό και στην πείνα και στον έρωτα;
 Μια πολιτεία πιο αγαπημένη;

 Πολιτεία μου, οι ταμπέλες στα σταυροδρόμια σου δεν είναι πια γερμανικές,

αμερικάνικες είναι. Πότε επιτέλους θα διαβάσουμε τα ονόματα των οδών σου στη γλώσσα μας;»

Ας περιδιαβούμε λίγο ακόμα στο ανεξάντλητο ποιητικό σύμπαν του Ρίτσου.

Στα «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής Πατρίδας» , που γράφτηκαν στο στρατόπεδο  συγκέντρωσης πολιτικών κρατουμένων στο Παρθένι της Λέρου στις 16 Σεπτεμβρίου1968, μπορούμε να αναγνωρίσουμε εικόνες γνώριμες και της Λήμνου:

 

8.

«Πράσινη μέρα λιόβολη, καλή πλαγιά σπαρμένη

Κουδούνια και βελάσματα, μυρτιές και παπαρούνες,

η κόρη πλέκει τα προικιά κι ο νιος πλέκει καλάθια

και τα τραγιά γιαλό γιαλό βοσκάνε τ’ άσπρο αλάτι.»

12.

«Λιγνά κορίτσια στο γιαλό μαζεύουνε τ’ αλάτι

σκυφτά πολύ, πικρά πολύ—το πέλαο δεν το βλέπουν.

Κι ένα πανί, λευκό πανί, τους γνέφει στο γαλάζιο

κι απ’ το που δεν το αγνάντεψαν μαυρίζει απ’ τον καημό του.»

Και στο υποθετικό ερώτημα «πού μπορούμε να βρούμε τον Ρίτσο;» ο ίδιος ο ποιητής, λάτρης της ευθύτητας, της σαφήνειας και της απλότητας, του ελάχιστου και του ανεξάντλητου μας απαντά στο «Νόημα της απλότητας» από τις «Παρενθέσεις» που γράφτηκαν το 1946-47:

Το νόημα της απλότητας

«Πίσω από απλά πράγματα κρύβομαι, για να με βρείτε

αν δεν με βρείτε, θα βρείτε τα πράγματα,

θ’ αγγίξετε εκείνα που άγγιξε το χέρι μου,

θα σμίξουν τα χνάρια των χεριών μας….» 

Ολοκληρώνοντας το μικρό μας αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο δεν πρέπει να ξεχάσουμε την σπουδαία παρακαταθήκη που μας άφησε ο ποιητής στο «Επιλογικό» από τη συλλογή «Τα αρνητικά της σιωπής» που γράφτηκαν στο Καρλόβασι Σάμου από τις 29 Ιουνίου ως τις 30 Ιουλίου 1987:

«Να με θυμάστε—είπε. Χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα

χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, πάνω σε πέτρες κι αγκάθια,

για να σας φέρω ψωμί και νερό και τριαντάφυλλα.

Την ομορφιά ποτές μου δεν την πρόδωσα. Όλο το βιος μου το μοίρασα δίκαια.

Μερτικό εγώ δεν κράτησα. Πάμφτωχος. Μ’ ένα κρινάκι του αγρού

τις πιο  άγριες νύχτες μας φώτισα. Να με θυμάστε….»

Σίγουρα αυτά που αναφέραμε  είναι τα ελάχιστα που θα μπορούσε κάποιος να παρουσιάσει από ένα τόσο πλούσιο έργο, όπου κανείς μπορεί να διαβάσει ολόκληρη την ιστορία του 20ου αιώνα. Στις 11 Νοέμβρη του 1990 ποιητής Γιάννης Ρίτσος πέρασε στην αιωνιότητα και θάφτηκε στην αγαπημένη του πατρίδα την Μονεμβασιά.

Γι’ αυτόν που ήταν πάντα παρών στους αγώνες και στα πάθη του λαού, που « «έδειξε» το δρόμο για το μέλλον

ο  Κωστής Παλαμάς  έγραψε:

«παραμερίζουμε, ποιητή, για να περάσεις»

στο έργο του Ρίτσου ο Λουί Αραγκόν  αισθάνθηκε «το βίαιο τράνταγμα μιας μεγαλοφυΐας» ,

ο Πάμπλο Νερούδα όταν πήρε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1972 δήλωσε:

«Ξέρω κάποιον άλλο με περισσότερα προσόντα γι’ αυτή την τιμή: τον Γιάννη Ρίτσο».

Δέσποινα Παπαδοπούλου 1η Μάη του 2022

 

 

 

Google NewsΑκολουθήστε το LimnosNea.gr - ΡάδιοΆλφα στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσειςαπό την Λήμνο και τον κόσμο.

Δείτε περισσότερα

Σχετικά Άρθρα

Back to top button