2022
Περιοδικό

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ ο ποιητής της ΡΩΜΙΟΣΥΝΗΣ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ ο ποιητής της ΡΩΜΙΟΣΥΝΗΣ

«άνεμε που με γύμνωσες,

μου ΄γινες το μοναδικό μου ρούχο»

Μονόχορδα 1979

της Δέσποινας Παπαδοπούλου

Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος, έφυγε σαν σήμερα, πριν τριάντα δύο χρόνια  για το ταξίδι προς την αιωνιότητα  και  θάφτηκε στη Μονεμβασιά  που τόσο αγάπησε. Ο Ρίτσος είναι ο μεγάλος ποιητής, ο «απαρηγόρητος  παρηγορητής του  κόσμου»  που  γι’ αυτόν

ο  Κωστής Παλαμάς  έγραψε:

«παραμερίζουμε, ποιητή, για να περάσεις»

που στο έργο του Ρίτσου ο Λουί Αραγκόν  αισθάνθηκε «το βίαιο τράνταγμα μιας μεγαλοφυΐας» ,

που ο Πάμπλο Νερούδα όταν πήρε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1972 δήλωσε:

«Ξέρω κάποιον άλλο με περισσότερα προσόντα γι’ αυτή την τιμή: τον Γιάννη Ρίτσο».

Ήταν 11 του Νοέμβρη του 1990,  που «μαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια κι οι φωνές» γιατί λύγιζε κι έγερνε στη γη ο μέγας «κέδρος» της ελληνικής ποίησης του 20ου αιώνα, ο Γιάννης Ρίτσος. Γεννήθηκε την πρωτομαγιά του 1909 στην Μονεμβασιά για την οποία γράφει:

«Κυρά Μονοβασιά μου, πέτρινο καράβι μου.

Χιλιάδες οι φλόκοι σου και τα πανιά σου.

Κι όλο ασάλευτη μένεις

να με αρμενίζεις μες στην οικουμένη» (Τρίστιχα Γ’  Αθήνα 31/3/1982).

  

Ο Ροβήρος Μανθούλης, (1929-2022), ποιητής, συγγραφέας, σκηνοθέτης κινηματογραφικών ταινιών και ντοκιμαντέρ, δημοσίευσε ένα κείμενο για τον Ρίτσο το 2019 στην εφημερίδα Documento. Διαβάζουμε κάποια αποσπάσματα:

«…1985, ετοιμάζουμε μια σειρά με τίτλο ΡΙΖΕΣ στη Γαλλική Τηλεόραση. Είχα ήδη κάνει νωρίτερα, στην εξορία, μια ταινία με τον Μίκη στην Γαλλική Τηλεόραση, για τις δικές του ρίζες (Η Κραυγή της Σιωπής). Ήταν η ευκαιρία να κάνω επιτέλους την ταινία για τον Ρίτσο.

Η ποίηση του Ρίτσου δεν είναι μόνο μεγάλη. Συμβαδίζει με την τραγική ιστορία της Ελλάδας από την Δικτατορία του Μεταξά μέχρι  το τέλος του Αστυνομικού κράτους, με το τέλος της Χούντας. Ποτέ δεν έχουμε δει ποίηση που να μετράει φωναχτά χρόνο με το χρόνο  τα 50 περίπου έτη της ιστορίας ενός δεινοπαθούντος λαού όσο το έργο του Ρίτσου. Τα 50 αυτά χρόνια είναι οι ρίζες του. Τις «ΡΙΖΕΣ ΤΟΥ ΡΙΤΣΟΥ» ακριβώς ήθελα υπογραμμίσω παράλληλα με τους στίχους. Ρίζες είναι όλες οι εικόνες οι φυλακισμένες στους στίχους, στίχους-μοιρολόι που είναι ταυτόχρονα μνημόσυνο της ιστορίας και καταδίκη των όσων τη μόλυναν.

Ο Ρίτσος μου διαβάζει τον Επιτάφιο:

Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου,

καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου,
πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου…

 Ο Ρίτσος μού διαβάζει το άλλο μεγάλο του ποίημα:

Aυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.

Θα είναι Η ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ.

 1945-1947. Καινούριες Ρίζες.

Τρομοκρατία. Η Ρωμιοσύνη βαδίζει προς τον Εμφύλιο. Ο Ρίτσος μεταφράζει το δράμα του Ελληνικού λαού. Θα το τελειώσει το ποίημα στη Λήμνο όπου εξορίζεται πάλι το 1948.

O δρόμος χάνεται στο φως
κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο…

 Θα βγει άραγε κάποτε ο Ποιητής από τις σιδερένιες και κατασκότεινες αυτές μάντρες;

Στη Λήμνο  αρχίζει να ζωγραφίζει. Έχω δει έργα του στο σπίτι του. Μερικά σε πέτρες από νησιά της εξορίας. Αλλά δεν είναι μόνο ζωγράφος. Είχε σπουδάσει και ηθοποιός. Και χορό….

Ο Ρίτσος μού δείχνει πέτρες ζωγραφισμένες. Είναι από τα  ξερονήσια, μου λέει. Μου διηγείται την φοβερή διαμονή στο κάτεργο της  Μακρονήσου. Είναι πασίγνωστο. Και όσοι δεν το ξέρουν καλά θα κάνουν να το ψάξουν. Γιατί η Μακρόνησος είναι το πιο πρωτότυπο έγκλημα που έχει σκαρφιστεί μια Βασιλευόμενη Αποικία των Συμμάχων μας. Ο Ρίτσος βέβαια δεν θα πάψει να γράφει! Ο Μάνος Κατράκης – μου λέει ο Ρίτσος – έβαζε τα ποιήματά μου σε μια μπουκάλα και την έθαβε στο χώμα. ‘Όταν άλλαξε νησί εξορίας, ξέθαψε την μπουκάλα και την πήρε μαζί του στον Αη Στράτη! Και έτσι σώθηκαν τα «Μακρονησιώτηκα». Θα τα βρει στον Αη Στράτη ο Ρίτσος σε λίγο που  θα εξοριστεί κι’ αυτός εκεί! Θα αφεθεί ελεύθερος το 1952, ύστερα από διαμαρτυρίες στη  Γαλλία του Αραγκόν, του Πικάσο και άλλων. Ο Πικάσο θα κάνει και την γνωστή αφίσα για τον Μπελογιάννη που εκτελέστηκε την ίδια χρονιά….

Ίσως μερικοί στίχοι από τα ποιήματα του Ρίτσου είναι θύμησες της Μονεμβασιάς, της πατρίδας του. Μια από τις ποιητικότερες πατρίδες που γνώρισα. Ένας τεράστιο βράχος-πόλη που προσπαθεί να αποχωριστεί από την Πελοπόννησο  και να γίνει νησί! Όμως  οι Πελοποννήσιοι την κρατάνε γερά με μια λωρίδα άμμου που μοιάζει με σκοινί!   Οι 90 Μονεμβασιώτες που έμειναν είναι πολύ περήφανοι για τον ποιητή τους και για τον  Βράχο τους….».

Μια σπουδαία παρακαταθήκη μας άφησε ο ποιητής στο «Επιλογικό» από τη συλλογή «Τα αρνητικά της σιωπής» που γράφτηκαν στο Καρλόβασι Σάμου από τις 29 Ιουνίου ως τις 30 Ιουλίου 1987 , τρία χρόνια πριν τον θάνατό του:

«Να με θυμάστε—είπε. Χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα

χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, πάνω σε πέτρες κι αγκάθια,

για να σας φέρω ψωμί και νερό και τριαντάφυλλα.

Την ομορφιά ποτές μου δεν την πρόδωσα. Όλο το βιος μου το μοίρασα δίκαια.

Μερτικό εγώ δεν κράτησα. Πάμφτωχος. Μ’ ένα κρινάκι του αγρού

τις πιο  άγριες νύχτες μας φώτισα. Να με θυμάστε….»

Δέσποινα Παπαδοπούλου 11 Νοέμβρη 2022

 

 

 

 

Δείτε περισσότερα

Σχετικά Άρθρα

Back to top button