Γιατί εισάγουμε λεμόνια

Γιατί εισάγουμε λεμόνια
Γράφει ο Θ. Δημητριάδης
Διευκρίνιση: Οι τυχόν διαφημίσεις που παρεμβάλλονται ενδιάμεσα σ’ αυτό το κείμενο γίνονται από τον διακομιστή του διαδικτύου και δεν έχουν σχέση ούτε με τον συντάκτη ούτε με το περιεχόμενο του.
Όταν ταξιδεύει κανείς από την Κόρινθο μέχρι την Πάτρα δεξιά και αριστερά βλέπει απέραντα περιβόλια με λεμονιές και πορτοκαλιές. Το ίδιο και σε άλλα μέρη της Πελοποννήσου. Στο νησάκι Πόρος μάλιστα του Σαρωνικού Κόλπου υπάρχει το ονομαστό Λεμονοδάσος, το οποίο σύμφωνα με γραπτά κείμενα προ του 1821 έκανε μεγάλες εξαγωγές λεμονιών προς την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη, τη Θεσσαλονίκη κ.α.
Πρόκειται για πολλά συγκεντρωμένα ιδιωτικά κτήματα, όπου ο επισκέπτης θα συναντήσει και άλλα δέντρα στο δάσος όπως ροδιές, κυπαρίσσια, ελιές, κ.ά. Πολλοί τουρίστες, κάθε χρόνο, απολαμβάνουν το περπάτημα ανάμεσα στα κτήματα, μεταξύ αυτών το 1998 και ο Τζώρτζ Μπους ο πρεσβύτερος, πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ.
Το 1828, υπήρχαν εκεί περίπου 10.000 λεμονόδενδρα. Τις δεκαετίες 1950-60 τα λεμόνια του Πόρου έγιναν πολύ γνωστά στις ευρωπαϊκές αγορές λόγω μεγάλων εξαγωγών προς την τότε Σοβιετική Ένωση, τη Γερμανία, κ.α.
Σήμερα, παραμένουν λίγες λεμονιές σε καλλιέργεια μιας και οι περισσότεροι ιδιοκτήτες των κτημάτων τα έχουν εγκαταλείψει εξαιτίας της οικονομικής κρίσης και των πολύ χαμηλών τιμών του προϊόντος στην αγορά. Οι επισκέπτες του λεμονοδάσους, που είναι πολλοί, μπορούν να πάρουν μια “λεμονάτη” γεύση, δοκιμάζοντας και αγοράζοντας τα ιδιαίτερα προϊόντα που παράγονται από τα λεμόνια της περιοχής: σιροπιαστά γλυκά, γλυκά του κουταλιού (λεμόνι – πορτοκάλι), μαρμελάδες, τα αμυγδαλωτά με το ολόκληρο κομματάκι γλυκού λεμόνι στη μέση αλλά και τον μυρωδάτο χυμό “Λεμονοδάσος”.
Τα ελληνικά λεμόνια, παρ’ όλη τη μεγάλη τους παραγωγή, για πέντε μήνες το χρόνο μετατρέπονται σε είδος πολυτελείας για τους καταναλωτές, κυρίως της Βόρειας Ελλάδας, λόγω της μειωμένης παραγωγής στη χώρα.
Αυτό αποκάλυψε ο πρόεδρος της Παναιγιάλειου Ένωσης Συνεταιρισμών, Θανάσης Σωτηρόπουλος.
«Από τα μέσα Ιουνίου μέχρι και τον Οκτώβριο δεν έχουμε παραγωγή ελληνικού λεμονιού, με αποτέλεσμα η όποια ποσότητα διαθέτουν οι Έλληνες παραγωγοί να κατευθύνεται εξ ολοκλήρου στην αγορά της Αττικής. Στα μέσα Σεπτεμβρίου ξεκινά η πρώτη συγκομιδή στην Ελλάδα, διαδικασία που ολοκληρώνεται τον Νοέμβριο».
Συνεπεία λοιπόν του κενού που καλύπτεται από εισαγωγές, συνιστά στους Έλληνες καταναλωτές, όταν αγοράζουν λεμόνια εκτός εποχής να προτιμούν πάντα αυτά που πρασινίζουν, γιατί εκείνα που είναι κίτρινα, αποκτούν το συγκεκριμένο χρώμα με τεχνητά μέσα. «Νοέμβριο με Ιούνιο, τα λεμόνια είναι από μόνα τους κίτρινα, όλες τις άλλες εποχές, το πολυπόθητο αυτό χρώμα που χαρακτηρίζει τα λεμόνια, δεν είναι φυσικό».
Η ελληνική παραγωγή καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της εγχώριας ζήτησης αλλά δεν επαρκεί για όλο το χρόνο με αποτέλεσμα τα τελευταία χρόνια τα λεμόνια της Αργεντινής να μπουν στην αγορά της Βόρειας Ελλάδας και να καλύπτουν σταδιακά ολοένα και μεγαλύτερη χρονική περίοδο.
Μετά την πρόσφατη απόφαση όμως της ΕΕ, να απαγορεύσει την εισαγωγή τους, τα λεμόνια της Νότιας Αφρικής (αλλά και της Ισπανίας κι άλλων χωρών) είναι αυτά που εισάγονται για να καλύψουν το κενό που αφήνουν οι εισαγωγές της Αργεντινής.
«Λύσεις για την ελληνική παραγωγή υπάρχουν», τονίζει ο κ Σωτηρόπουλος, και επισημαίνει ότι «με αναδιάρθρωση καλλιεργειών και ένταξη νέων ποικιλιών λεμονιού, η Ελλάδα θα μπορέσει να διαθέτει οκτώ μήνες το χρόνο ελληνικό λεμόνι, έναντι πέντε που είναι σήμερα. Η ηγεσία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων θα πρέπει να στηρίξει κυρίως τους νέους ανθρώπους που θέλουν να μείνουν στον πρωτογενή τομέα να τους δώσει κίνητρα και λύσεις σε θέματα-μεταξύ άλλων-εργατικών χεριών και γηρασμένου πληθυσμού».
Η παραγωγή λεμονιού στην Ελλάδα είναι σημαντικά μειωμένη συγκριτικά με το 2004, οπότε και «γκρεμίστηκε» λόγω κυρίως παγετού. Παρότι έγιναν προσπάθειες για να εισέλθει η καλλιέργεια σε τροχιά ανάπτυξης, ωστόσο η θετική πορεία ανεκόπη και πάλι το 2008, πάλι λόγω παγετού.
Ένας παράγοντας που επηρέασε αρνητικά την ελληνική παραγωγή λεμονιού μετά το 2004, είναι και οι αλλαγές χρήσης γης για την υλοποίηση έργων υποδομής στις μεταφορές κυρίως, με αποτέλεσμα να “χαθούν” στρέμματα καλλιεργειών λεμονιάς.
H παραγωγή λεμονιού στην Ελλάδα έφθανε τους 100.000 τόνους λίγο πριν από το 2004. Στην πλειονότητά της σήμερα διοχετεύεται στην εσωτερική αγορά και ποσότητα ως και 10.000 τόνους εξάγεται κυρίως σε χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, αλλά και σε γειτονικές. Το 2018 η ελληνική παραγωγή λεμονιού ανήλθε σε 88.380 τόνους.