Απόψεις

«Γιατί κατέβηκα στη διαδήλωση…»

«Γιατί κατέβηκα στη διαδήλωση…»

του Κώστα Κατσιγιαννόπουλου,

Μέλους του Γενικού Συμβουλίου της ΟΕΝΓΕ

Μύρινα, 16 Μάρτη 2023

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν’ αγωνίζεσαι για την ειρήνη και για το δίκιο.
Θα βγεις στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλια σου θα ματώσουν απ’ τις φωνές,
το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες — μα ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων
Κάθε χειρονομία σου σα να γκρεμίζεις την αδικία.
Και πρόσεξε: μη ξεχαστείς ούτε στιγμή.

 

Δεκαπέντε μέρες πέρασαν από το δυστύχημα στα Τέμπη, από αυτό το αδιανόητο έγκλημα, και τα λόγια του Τάσου Λειβαδίτη είναι αυτά που μας κινούν να είμαστε και σήμερα εδώ, να διαδηλώνουμε.

Γιατί θέλουμε να είμαστε Άνθρωποι.

 

Και απορούμε τι άνθρωποι είναι αυτοί; Αυτοί που στο βωμό του κέρδους τους, δε λογαριάζουν τις ζωές μας, αυτοί που μετράν τα κέρδη τους με το αίμα μας.

Αλλά κυρίως τι άνθρωποι είναι αυτοί που ενώ ήταν ταγμένοι να διαφυλάττουν το Δίκαιο, αυτό που κυρίως τους ένοιαζε ήταν η προστασία των συμφερόντων τους, του δικού τους συμφέροντος και της φαμίλιας τους.

 

Τι άνθρωποι είναι αυτοί που κρύβονται από τις ευθύνες τους;

Τι άνθρωπος είναι ένας πρωθυπουργός που αυτοπροβαλλόταν ως Μωυσής και κατέληξε αυτόκλητος απολογητής του πολιτικού συστήματος, αντί να μιλάει μόνο για τον εαυτό του και τις βαρύτατες ευθύνες του; Αυτός που πάντα κάποιοι άλλοι του φταίνε. Τι άνθρωπος είναι αυτός που για τις υποκλοπές του φταίει ο ανιψιός του που δεν του έλεγε τίποτα, για τον κορωνοϊό ο φίλος του ο Σωτηράκης που δεν του τα μάθε καλά, για τις ποδηλατάδες του κάποια λίγα μέσα ενημέρωσης που δεν τυφλώθηκαν από το πετσωμένο μεγαλείο του, για το δυστύχημα  του έφταιγε μόνο ο σταθμάρχης, για τον οποίο δεν ήξερε τίποτα –κι ας είναι από ότι φαίνεται δικό τους παιδί. Ίσως, βέβαια, να μην ήξερε και ότι υπάρχουν τρένα στην Ελλάδα, στην Ελλάδα που αυτός μεγάλωσε και ζει, στην Ελλάδα της καλοπληρωμένης αριστείας τους. Πάλι καλά που δεν του φταίγε ο Τρικούπης που έφερε το τρένο στη χώρα και έχουμε ατυχήματα. Αλλά δε γίνεται, καλά που ήρθε το τρένο γιατί χάρη στα τρένα έχουνε και συμβάσεις. «Όταν λάθος άρχεις δε φταίει μόνο ο σταθμάρχης». Ο πρωθυπουργός: Ίδια φάτσα, ίδιο στήσιμο, ίδιος επικοινωνιολόγος, είτε πανδημία, είτε φωτιές, είτε υποκλοπές, είτε πυρκαγιές, είτε Τέμπη. Ίδια σκηνοθεσία: επιτηδευμένη λύπη, εναγώνια προσπάθεια να φταίει κάποιος άλλος, κακοπαιγμένος ρόλος. Ας αλλάξει τουλάχιστον επικοινωνιολόγο, αλλά κυρίως, επιτέλους, ας τον αλλάξουμε εμείς, πριν μας αλλάξει κι άλλο τα φώτα και τις ζωές μας.  Ας αλλάξουμε τον άνθρωπο που δε δίστασε να πει ότι ο διασωληνωμένος ασθενής  είτε στη ΜΕΘ είναι είτε εκτός, είναι το ίδιο πράγμα.

«Τα τελευταία τούτα χρόνια στον τόπο αυτό ειπώθηκαν τα χειρότερα ψέµατα της Ιστορίας. Ειπώθηκαν ψέµατα που ντράπηκαν και τα ίδια, µια και δεν ντρέπονταν τα στόµατα που τα ’λεγαν. Έγινε πολλή κατάχρηση στόµφου, φτηνού λυρισµού, πολλή σπατάλη άχρηστης φιλοπατρίας..» Γράφει ο Μενέλαος Λουντέµης στην “Οδό Αβύσσου, αριθμός Ο” πριν από έναν αιώνα και φαντάζει σα να γράφτηκε χτες.

Τι άνθρωπος όμως είναι κι ο υπουργός, που συντετριμμένος παραιτείται, έκτοτε κρύβεται, όμως για την ταμπακιέρα των ευθυνών του, των παραλείψεων του και των συμβάσεων δε λέει τίποτα. Αλλά παρά τη συντριβή του, θα ξαναπολιτευτεί για να ολοκληρώσει το έργο του, ποιό άραγε; Δεν θέλουμε μόνο την παραίτηση του αλλά ζητάμε κυρίως την απολογία του, τις εξηγήσεις του: για την ευθύνη του, για τη διάλυση των σιδηροδρόμων, για την απουσία έργου, για το διορισμό του κομματικού σταθμάρχη, για τους νεκρούς. Για όλα αυτά θα πει κάτι; Η λαϊκή ψήφος δεν είναι κολυμβήθρα του Σιλωάμ.  Υπάρχουν όμως δικαστές εις τας Αθήνας; Κατά την αρμόδια Επιτροπή του Ευρωκοινοβουλίου, το κράτος δικαίου –και η δημοκρατία- εμφανίζουν πολλά προβλήματα στην Ελλάδα με την παρούσα κυβέρνηση. Δεν τη λες και αντιπολίτευση την Επιτροπή, αλλά κάπως σαν ορμπανισμός αλά γκρέκα ακούγεται όλο αυτό.

Τι άνθρωπος όμως είναι κι αυτός, ο οποίος φτύνοντας στους τάφους των νεκρών, τους θεωρεί απαραίτητη θυσία για να έχουμε σιδηρόδρομο. Τι άνθρωπος είναι αυτός, ο κατ’ όνομα δημοσιολόγος, ο οποίος με ένα σάλτο άνοιξε το καπάκι του βόθρου και αδειάζει το περιεχόμενο του στο γυαλί της τηλεόρασης. Αυτός που συνειρμικά οδηγεί σε εκείνον που περιγράφει ο Βάρναλης, το καμάρι τον Θοδωρή φρονημάτων υγιών που γυρνάει εδώ κι εκεί και ενώ περπατάει στο δρόμο,

Παραπάτησε και μπλουμ! πέφτει σ’ ανοιχτό λαγούμι.

Χαχανίζει ν’ απορείς και φωνάζει απανωτά:

—Δε λερώθ’κε ο Θοδωρής, λερωθήκαν τα σκατά!

Τι άνθρωποι είναι όλοι αυτοί; Ποια οικογένεια τους εξέθρεψε; Ποια κοινωνία τους επέλεξε; Ποια δημοκρατία τους ανέχεται; Τί άνθρωποι είναι αυτοί; Που κάνουν δημοσκοπήσεις πάνω στα φέρετρα και προσπαθούν να εκμαυλίσουν συνειδήσεις; Που αποτιμούν τα νεκρά παιδιά με διορισμό συγγενών στο δημόσιο, διαφημίζοντας ότι ποτέ δεν δόθηκαν τόσες αποζημιώσεις από κυβέρνηση σε συγγενείς νεκρών. Μάθαμε λοιπόν και την τιμή του τετιμημένου. Δεν είναι τριάκοντα αργύρια, αλλά κυβερνητικά ανταλλάγματα. «Τόσα δίνω, πόσα θες, στα Λαδάδικα πουλάν αυτό που θες.»

Μα είναι οι ίδιοι άνθρωποι, οι ίδιες οικογένειες που πάνω από εβδομήντα χρόνια απομυζούν αυτόν τον τόπο. Οι ίδιες οικογένειες που μετά τον πόλεμο οδήγησαν την χώρα και την κοινωνία σε έναν ιδιότυπο οικογενειακό καπιταλισμό και μετά τη μεταπολίτευση κατέληξαν τη δημοκρατία και τους αγώνες για αυτήν στο κολόβωμα της οικογενειοκρατίας και της κληρονομικής πρωθυπουργίας. Είναι οι άνθρωποι που παλαιότερα θεοποίησαν την πολυκατοικία. Οι άνθρωποι της Ελλάδας του “τσιμέντο να γίνει”. Της Ελλάδας του Αη Στράτη, της Γυάρου και του «Παρθενώνα» της Μακρονήσου. Οι άνθρωποι της Ελλάδας των κολλητών, του βύσματος και του πιστοποιητικού των πολιτικών -και μετά κομματικών- φρονημάτων. Είναι οι άνθρωποι της Ελλάδας της αρπαχτής, του  «πάμε κι όπου βγει».

Το έγκλημα των Τεμπών ήταν τομή στον πολιτικό χρόνο. Και ως τέτοιο θα αναφέρεται στο μέλλον. Άνοιξε το καπάκι της χύτρας μιας κοινωνίας που έβραζε συμπιεσμένη. Και τώρα έχει εξεγερθεί, διεκδικεί, διαδηλώνει με θυμό κι οργή, περισσότερο στα αστικά κέντρα, αλλά κι εδώ σήμερα, στη Μύρινα, ήρεμα και ταπεινά.

Επιτρέψτε μου μια αυτοαναφορική παρέκβαση, να μιλήσω για λίγο για τον εαυτό μου, για μένα. Να αναγερθώ όχι ως Πρόεδρος της Ένωσης Γιατρών, όχι ως μέλος του Γενικού Συμβουλίου της ΟΕΝΓΕ, αλλά ως ένας διαδηλωτής. Άλλωστε οι τίτλοι καμία σημασία δεν έχουν. Όπως λέει ο Σεφέρης, Τα ξόρκια τ΄ αγαθά τις ρητορείες, σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τι θα τα κάνεις;

Γιατί είμαι εδώ σήμερα; Είμαι εδώ σήμερα, γιατί δεν ανέχομαι την Ελλάδα του πάμε κι όπου βγει.

Γιατί δεν αντέχω την ιδέα να περηφανευόμαστε ξοδεύοντας ένα σκασμό λεφτά για Ραφάλ και φρεγάτες, αλλά να μην μπορούμε να ταξιδέψουμε με ασφάλεια από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη.

Γιατί αγανακτώ στην ιδέα ότι ταξιδεύω με πλοία που σέρνονται με μια μηχανή μεσοπέλαγα, ενώ η κυβέρνηση το ανέχεται αυτό -αν δεν το πριμοδοτεί-, περιμένοντας το επόμενο ατύχημα στη στεριά, τη θάλασσα ή τον αέρα, όπου πάλι έκπληκτοι θα πέσουν κάποιοι από τα σύννεφα κι εμείς θα μετράμε φέρετρα.

Γιατί δε θέλω άλλες Φαλκονέρες, άλλο Σάμινα, άλλη Ηλεία, άλλη Μάνδρα, άλλο Μάτι, άλλα Τέμπη.

Γιατί δικαιούμαι να ζω με ασφάλεια σε αυτή τη χώρα.

Γιατί μας αντιλαμβάνονται σαν εξάρτημα της μηχανής τους και τα παιδιά μας τα ανταλλακτικά.

Γιατί το αδιανόητο έγινε πράξη και ένα νησί έμεινε χωρίς αναισθησιολόγο για είκοσι μέρες και με την πολιτική τους θα μείνει για πολύ ακόμα.

Γιατί διέλυσαν το ΕΣΥ για να τα κονομήσουν λίγοι μεγαλοκλινικάρχες της Υγείας κι ας πεθάνουν οι πολλοί που ψάχνουν την υγειά τους.

Γιατί ιδιωτικοποίησαν το σιδηροδρομο, την ενέργεια, το παιδοογκολογικό νοσοκομείο, αύριο το νερό κι αν τους αφήσουμε θα ιδιωτικοποιήσουν και τη μάνα που μας γέννησε.

Γιατί εξοργίζομαι που οι 57 νεκροί των Τεμπών προήλθαν από την ίδια μήτρα διαχείρισης και πολιτικής κουλτούρας που οδήγησε σε πρωταθλητισμό της χώρας σε νεκρούς από την πανδημία του κορωνοϊου, και αυτοί οι 40000 νεκροί αξίζουν τουλάχιστον μια φωνή, μια (δια)δήλωση, μια δικαίωση.

Γιατί εκνευρίζομαι που η κυβερνητική απάντηση είναι ότι για όλα κάποιος άλλος φταίει, ο οποίος έχει και την ατομική του ευθύνη, σα να σε αυτή τη χώρα δεν υπάρχει κυβέρνηση και πρωθυπουργός τα τελευταία τέσσερα χρόνια.

Γιατί θυμώνω που οδηγούμαστε με κυβερνητικούς πανηγυρισμούς σε μια Ελλάδα που ξαναδιώχνει και ξανατρώει τα παιδιά της.

Γιατί ντρέπομαι που δεν εξεγέρθηκα όταν οι πραιτοριανοί της κυβέρνησε έβγαζαν από τους κινηματογράφους τα παιδιά μας, συλλαμβάνοντας τα, για να μην μολυνθούν από τον ιό του “Τζόκερ”, γυρνώντας μας κατευθείαν στη δεκαετία του πενήντα και το νόμο περί Τεντιμποϊσμού, όπισθεν ολοταχώς στην ΕΡΕ και τον Εθνικό Συναγερμό του εμφυλιοπολεμικού παρακράτους.

Γιατί ντρέπομαι ακόμη περισσότερο που τα παιδιά μας πηγαίνουν από το νηπιαγωγείο μέχρι το Λύκειο σε προκάτ κτίρια, σα να είναι εργοτάξιο, και αυτό το παρακολουθούμε απαθείς.

Γιατί εξοργίστηκα όταν άκουσα ότι το νέο κυβερνητικό δόγμα είναι ότι όποιος δεν προσαρμόζεται πεθαίνει.

Γιατί βαρέθηκα να παρακολουθώ σε ανούσια και οικτρά σκηνοθετημένα διαγγέλματα έναν πρωθυπουργό, που πάντα του φταίνε οι άλλοι. και αυτός σαν καλός πατερούλης θα μας νουθετεί γιατί γνωρίζει πάντα το σωστό, αλλά το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι οι δημοσκοπήσεις και η εικόνα του.

Γιατί εκνευρίζομαι όταν κουνάν πεφωτισμένοι τηλεοπτικοί σωτήρες το δάχτυλο στα παιδιά, τους νέους και τους φοιτητές για να τους βάλουν στο σωστό συμβιβασμένο δρόμο τους.

Γιατί δεν διανοούμαι να προσλαμβάνονται χωροφύλακες για τα πανεπιστήμια και όχι γιατροί για τα νοσοκομεία.

Γιατί δεν αντέχω ως γιατρός να παλεύω για τη μία ζωή, αλλά συγκεκριμένες πολιτικές να αφαιρούν πολλές περισσότερες.

Γιατί θυμώνω που φωτεινά μυαλά της χώρας, τα νιάτα, οι νέοι επιστήμονες διώχνονται με συγκεκριμένες κυβερνητικές αποφάσεις στο εξωτερικό.

Γιατί σώπασε η λύπη, στέρεψε η απογοήτευση και φούντωσε η οργή.

Γιατί αγωνίζομαι για καλύτερη υγεία, πιο διαλεκτική παιδεία, περισσότερη δημοκρατία, πιο ανθρώπινη κοινωνία, Αγωνίζομαι για δικαιοσύνη, ελευθερία και αλληλεγγύη.

Είμαι εδώ σήμερα γιατί θέλω να είμαι συνεπής με αυτά που πίστευα και πιστεύω, αυτά που έλεγα και έκανα όταν ήμουν μαθητής και φοιτητής, συνεπής με τον τρόπο που ζούσα όταν ήμουν στην ηλικία των νεκρών παιδιών των Τεμπών.

Είμαι εδώ σήμερα γιατί εξοργίζομαι και μελαγχολώ συνειδητοποιώντας ότι τα παιδιά μου μεγαλώνουν σε μια χώρα με πολύ περισσότερα προβλήματα δημοκρατίας και δικαιοσύνης, από αυτή στην οποία μεγάλωσα εγώ τρεις τέσσερις δεκαετίες πριν.

Είμαι εδώ σήμερα γιατί φοβάμαι όλα αυτά που θα γίνουν για μένα χωρίς εμένα.

Γιατί είμαι βέβαιος ότι το οφείλω στους γονείς μου, στην οικογένεια μου, στους συνοδοιπόρος μου, στους φίλους και συντρόφους μου, στους νεκρούς των Τεμπών, στα πιστεύω μου.

Αλλά κυρίως είμαι εδώ σήμερα γιατί θέλω να αγωνιστώ για να έχουν τα παιδιά μου όχι μόνο την ευκαιρία για μια ασφαλή ζωή σε αυτή τη χώρα, αλλά κυρίως για να έχουν μια καλή ζωή με Δημοκρατία κι Ελευθερία, με καλοπληρωμένες δουλειές, με ανταμοιβή των κόπων τους και των κόπων μας. Κι έτσι ίσως μας συγχωρήσουν για τη κοινωνία που τους κληροδοτούμε.

Είμαι εδώ σήμερα γιατί «Κριτές θα μας δικάσουν οι αγέννητοι, οι νεκροί», όπως φωνάζει από τα βάθη του αιώνα ο Παλαμάς

Για αυτά είμαι εγώ εδώ σήμερα. Και παρόλο που δεν ξέρω αν για όλα αυτά είστε κι εσείς εδώ, το βρίσκω πολύ σημαντικό, πολύ ελπιδοφόρο, το γεγονός ότι ενώ σίγουρα δε συμφωνούμε όλοι σε όλα, μπορούμε να συμπορευτούμε όλοι μαζί, να περπατήσουμε στην ίδια πορεία, να φωνάξουμε, να διεκδικήσουμε, να απαιτήσουμε ΜΑΖΙ.

Η απάντηση μας στο σύνθημα έστειλες θα φτάσεις, δεν έφτασες ποτέ, εκδίκηση θα πάρουμε για σένανε μικρέ, η απάντηση μας είναι αυτή η συμμετοχή μας. Η συμμετοχή μας είναι η εκδίκηση μας. Την συμμετοχή μας φοβούνται, αυτήν τρέμουν.

Από εμάς θέλουν να ξεφύγουν. Δεν είμαστε οι Ερινύες τους, αλλά η Νέμεσις μοίρα τους. Η Νέμεσις μοίρα ενός πρωθυπουργού που ήθελε να γίνει βασιλιάς και αποχωρεί με καταισχύνη με όρους αρχαιοελληνικού δράματος, κι ενός συστήματος που ήθελε να μας αποκοιμίσει και κατόρθωσε να μας αφυπνίσει με όρυς πιραντελικού θεάτρου.

Την κάλπη τρέμουν αυτοί, και για αυτό την πηγαίνουν όσο πιο πίσω μπορούν. Θαρρούν ότι θα είμαστε στις δουλειές μας, στις παραλίες, στα καφέ. Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα προσμένουν κάποιο θάμα, αντί να αποχαιρετήσουν την Αλεξάνδρεια που χάνουν. Αλλά με τι τιμή, με πια υποδομή; Πως μπορεί να τους δονήσει ο Βάρναλης και ο Καβάφης μέσα στην κενότητα της αμερικανοτραφείσας κολεγιακής αχρηστίας τους.

Αλλιώς θα μπορούσαν να ακούσουν και αυτοί όπως ακούμε κι εμείς τον πρίγκιπα, τον γνήσιο Πρίγκιπα του ροκ των Εξαρχείων και όχι τους γιαλαντζί πρίγκιπες των βόρειων Προαστίων και του Κολωνακίου, να τραγουδά.

Έχε το νου σου στο παιδί, κλείσε την πόρτα με κλειδί,
ψέματα λένε.
Υπερασπίσου το παιδί, γιατί αν γλιτώσει το παιδί,
υπάρχει ελπίδα.

LimnosNea.gr : Φωτογραφία Αρχείου , από παλιότερη ανάλογη Εκδήλωση στο ΜΑΡΟΥΛΑ

Δείτε περισσότερα

Σχετικά Άρθρα

Back to top button