Περιοδικό
Γληγόρ’δες ! Ατσικιωτ΄κες Ιστορίες του Σταύρου Τραγάρα
ΓΛΗΓΟΡΔΕΣ
Του Αγίου Γρηγορίου σήμερα, 25 Ιανουαρίου, χωρίς χιόνια, αλλά με φωνές. Η μάνα μου είχε γεννηθεί «τ’ αγιο-Γληγόρ το βραδ». Αυτό το έλεγε συχνά. Είναι και τα μόνα γενέθλια που ήξερα, κανενός άλλου, ούτε του πατέρα μου, ούτε των αδερφών μου. Τα έμαθα όταν πέθαναν όλοι, απ’ το πιστοποιητικό θανάτου. Δεν τα γιορτάζαμε παλιά τα γενέθλια.
Εκτός απ’ τον αγιο-Γληγόρη των γενεθλίων της, άλλος Γληγόρης ήταν ένας μεγάλος αδερφός της, που γι’ αυτόν μιλούσε σπάνια, αφού γύρω στα είκοσι είχε κακό και βίαιο τέλος, αφήνοντας ανοιχτές πληγές στη μάνα μου, που ήταν τότε κοριτσάκι.
Μονότραφα με το πατρικό μου ήταν το σπίτι των Αλεξούδηδων, όπου δέσποζε η πληθωρική μορφή του Γρηγόρη Αλεξούδη, ή Τσακίρη, που τον θαύμαζα ως δυναμικό ποδοσφαιριστή στο γήπεδο, και ως σπουδαίο πηγαδά στα νεοανοιγόμενα πηγάδια της Ατσικής.
Γείτονας στα χωράφια ήταν ο Γληγόρης Μουστάκας, ο επονομαζόμενος πειρατής, αφού είχε μόνο ένα μάτι, το άλλο του το είχε βγάλει μια αγελάδα, το κάλυπτε δε με ένα πετσί, σαν πειρατής. Ήταν ρετσπέρης – γεωργός απ’ τους λίγους, με σκοτεινό ύφος αλλά χρυσή καρδιά. Μας άφηνε όλη τη μορλαδία να “παίρνουμε καβαλέρα” στον αραμπά και να στήνουμε παγίδες στα χωράφια που ζοβγάριζε, με δυο μαύρες τεράστιες βοδάρες. Του άρεσε το κονιάκ, και αξημέρωτα παράγγελνε «καφέ κρύγιο που να καιγ’» στον καφετζή πατέρα μου, κρυπτογραφικό για τον καφέ με το κονιάκ.
Στο Κάστρο, τη Μύρινα, υπήρχε ο κύριος Γρηγόρης Χασάπης, διευθυντής τραπέζης, Ατσικιώτης γαμπρός, που ο πατέρας μου υποληπτόταν βαθιά. Αυτός και η γυναίκα του η κυρία Μαίρη, μια άγια γυναίκα, ήταν απ’ τους λίγους που σαν γυμνασιόπαιδα μας καλομιλούσαν, μας αντιμετώπιζαν με αγάπη και μας έβλεπαν σαν ανθρώπους, εν αντιθέσει με τους περισσότερους υπερόπτες και ασυμπαθείς Καστρινούς, που γιαλαμάδες μας ανέβαζαν, γιαλαμάδες μας κατέβαζαν.
Ένα παραγειτονάκι, φίλος αδερφικός του μικρού αδερφού μου Βασίλη, ήταν ο Γληγόρης Αποστολέρης, ή Μπακίρας, λόγω του σκούρου χρώματός του, που πρωτοστατούσε στα γιουρούσια εναντίον περιβολιών και σαθυριών, μην αφήνοντας τζάνερο και βύσσινο σε χλωρό κλαρί, κυριολεκτικά. Δυο γειτόνισσες Μικρασιάτισσες, Στέλιες και οι δυο, τον είχαν βάλει στο μάτι αφού κατακαλόκαιρο δεν άφηνε κανένα χριστιανό να ησυχάσει με τις φωνές του, άσε που ήταν και από άλλο μαχαλά.
Μια μέρα τον περιέλαβε η μια, και καπάκι η άλλη. «Βρε δικέφαλε, βρε μπακίρα, άντε να πας στο σπίτι σου, δγιαόντρου γιε». Δικέφαλο τον έλεγαν γιατί είχε δυο κορφές στο κεφάλι του. Στο Γληγόρη έπεσαν βαριά τα δυο παρανόμια και άρχισε να κλαίει παραπονεμένος. Τότε οι Στέλιες με την καλή Μικρασιάτικη ψυχή τους τον αγκάλιασαν και τον μέρωσαν. «Το αγόρι μου το καλό, που είναι όμορφο, μα τι όμορφο, σαν το δικέφαλο αητό της Αγια Σοφιάς».
ΦΩΤΟ: Η γειτονιά μου στην Ατσική Λήμνου, το Μηχανέ Μπουγάζ.
Μπροστά από το σπίτι του Σταύρου Μαλιάκα, χειμώνας του 1963. Από αριστερά προς τα δεξιά: Νίκος Μουστάκας, Χρήστος Λεκάνης, Διασινιώ Φωτηλάργια, Κατερίνα Μαλιάκα, Νίκος Μπουδρός με το καπέλο, Τασούλα Μουστάκα, ο κύριος Γαλάνης, Στέργιος Βασιλάρας, Λευτέρης Ψυρούκης, Ευγενία Σάλιακα, Σταυρούλα Φωτίου. Τη φωτογραφία μου την έδωσε η Διασινούλα Μαλιάκα – Κωμάκη, που πέθανε πριν μερικούς μήνες.
Πολύχρονοι οι Γρηγόρηδες και οι Γρηγορίες.