Η Γη της Λήμνου ευάμπελος και ο οίνος ηδύποτος
Η Γη της Λήμνου ευάμπελος και ο οίνος ηδύποτος
της Δέσποινας Παπαδοπούλου
«…ο γήλιος έπεσε και τέλεψαν οι Αργίτες τη δουλειά τους
καί στα καλύβια βόδια εσφάζανε, και πήραν και δειπνούσαν
κι είχαν κρασί απ’ τη Λήµνο, που’φεραν πολλά καράβια εκείθε,
σταλμένα απ’ το γιο του Ιάσονα στους Αχαιούς, τον Εύνηο
που ‘ χε γεννήσει στον Ιάσονα το βασιλιά η Υψιπύλη.»
(Ιλιάδα Η, 465-469, μετάφραση Ν. Καζαντζάκη – Ι.Θ. Κακριδή)
Οι τελευταίες μέρες του Αυγούστου και οι πρώτες του Σεπτέμβρη είναι πάντα ιδιαίτερα γλυκές και μυρωδάτες. Νιώθεις πως «μέσα στη μαύρη ρώγα του αμπελιού κοχλάζει ο μούστος κατακόκκινος», όπως λέει ο Ρίτσος, κι ο αέρας μοσχοβολά σταφύλι φρεσκοκομμένο, μόλις τρυγημένο, φορτωμένο σε κοφίνια και τελάρα πάνω στις καρότσες. Κι απ’ το ταρακούνημα της καρότσας ο πολύτιμος χυμός να στάζει λίγο λίγο στο δρόμο διαγράφοντας μια ευωδιαστή γραμμή που οδηγεί κατευθείαν στους ληνούς ή αλλιώς τα πατητήρια των οινοποιείων και των σπιτιών.
Τα αμπέλια και τα κλήματα φορτωμένα τον ευλογημένο καρπό, το σταφύλι, βρίσκονται στην καλή και την γλυκιά τους ώρα. Την μεγάλη ώρα του Τρύγου. Την ώρα που, μικροί και μεγάλοι, άνδρες , γυναίκες και παιδιά με τρελή χαρά, με πανηγυριώτικη, σχεδόν ερωτική διάθεση, ξεχύνονται στ’ αμπέλια για να συλλέξουν τον πολύτιμο καρπό τους. Με αλληλεγγύη και συντροφικότητα ο ένας βοηθά τον άλλον για να βγει η δουλειά την ώρα που πρέπει. Γι’ αυτό ο λαός με την δική του σοφία, είπε την παροιμιώδη πλέον φράση «θέρος, τρύγος, πόλεμος» δίνοντας τις ακριβείς διαστάσεις στις δύο βασικές αγροτικές δραστηριότητες, παρομοιάζοντάς τες με «πόλεμο». Πράγματι είναι ένας γενικός ξεσηκωμός. Μέσα σε τρεις λέξεις μόνο συμπυκνώνεται η αγωνία, η ένταση και η «μάχη» που έχουν να δώσουν αυτοί οι δουλευτές της γης με τον χρόνο και τα στοιχεία της φύσης. Αλλά και ένας «πόλεμος» ενάντια στην ανθρώπινη κούραση και αδυναμία.
Όλη αυτή η κούραση, η αγωνία και η μάχη με τον χρόνο για την καλύτερη στιγμή της ωρίμασης και συλλογής του σταφυλιού, εξαφανίζεται όταν αρχίσει το κρασί να ρέει και να γλυκαίνει τις αισθήσεις. Το κρασί είναι το δώρο του θεού Διόνυσου στον άνθρωπο, ενός θεού ευάμπελου, γενναιόδωρου και λυσιμέριμνου. Απ’ αυτό το πανηγύρι των σταφυλιών, από τις γιορτές στον αρχαίο θεό της χαράς και του γέλιου ας μην ξεχνάμε πως δημιουργήθηκε το αρχαίο δράμα, το θέατρο, ένα δημιούργημα ελληνικό, προσφορά στον υπόλοιπο κόσμο. Ο Βάρναλης γράφει στα «Συμποσιακά» του: «για αμέτρητους αιώνες πίνει ο άνθρωπος το αίμα του αμπελιού για να ευφρανθεί η καρδία του». Και ο Παπαδιαμάντης, ως καλός πότης και εκτιμητής του κρασιού, στο διήγημά του «Τα μαύρα κούτσουρα» γράφει: «…κ’ εφημίσθη μάλιστα το Αλυπιακόν μοσχάτον…ήτο φερωνύμως κατάλληλον διά ν’ ανακουφίζει τας λύπας, τους καημούς και τα βάσανα του κόσμου τούτου». Και στο διήγημα τα «Τραγούδια του Θεού» αναφέρει: «…ήτο ὡραίον ρετσινάτο, όλον άρωμα καὶ πτήσις και αφρός…»
Ο τρύγος στη λογοτεχνία (ενδεικτική αναφορά)
Αυτή η πανάρχαια και παραγωγικότατη διαδικασία του τρύγου, η σχεδόν ιεροτελεστική, ας δούμε πώς αποτυπώνεται ενδεικτικά σε κάποια κείμενα ξεκινώντας από πολύ παλιά, περί τα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ. Γράφει ο Ησίοδος στα «Έργα και Ημέραι» σε μετάφραση του Βασίλη Ρώτα:
«…Κι άμα ο Ωρίων κι ο Σείριοςφτάσουν στη μέση στα ουράνια
κι η ροδοδάχτυλη Αυγούλα ιδεί τον Αρκτούρο, ε, Πέρση1,
τότε καιρός να τρυγήσεις, να πας τα σταφύλια στο σπίτι:
Άπλωσ’ τα του ήλιου μερόνυχτα δέκα, κι ακόμα άλλα πέντε
σ’ ίσκιο συμμάζεφ’ τα κι άδειασε πια μες στ’ αγγειά σου την έχτη,
τα όμορφα δώρα του Διόνυσου του ολοχαρούμενου. Κι όταν
χάνοντ’ οι Πλειάδες κι οι Υάδες πια κι ο ρωμαλέος Ωρίων,
τότε καιρός για να φέρεις στο νου σου και πάλι τ’ αλέτρι
κι όλη η χρονιά να κινήσει και πάνω στη γη ν’ αρμενίσει.»
(1: είναι ο αδερφός του Ησίοδου προς τον οποίο ο ποιητής δίνει συμβουλές και οδηγίες)
Ο Όμηρος στην Ιλιάδα ραψωδία Σ, μετάφραση Καζαντζάκη –Κακριδή,περιγράφοντας την κατασκευή της ασπίδας του Αχιλλέα λέει:
«Κι έβαζε μέγα αμπέλι απάνω του σταφύλια φορτωμένο,
χρυσό, πανέμορφο, κι εκρέμουνταν τσαμπιά από κάτω μαύρα,
κι ως πέρα εστύλωναν τα κλήματα διχάλες ασημένιες.
Κι άνοιξε σμάλτινο ζερβόδεξα χαντάκι, και τρογύρα
από καλάι το φράχτη εσήκωσε· κι ένα ως τ’ αμπέλι μόνο
τραβούσε μονοπάτι, που ‘παιρναν οι αργάτες που τρυγούσαν.
Και κουβαλούσαν το μελόγλυκο καρπό στους ώμους πάνω·
κοπέλες κι άγουροι χαρούμενοι μες σε πλεχτά κοφίνια·
κι αναμεσό τους την ψιλόφωνη κιθάρα κάποιο αγόρι
γλυκά βαρώντας όμορφα έψελνε του Λίνου το τραγούδι
με γάργαρη φωνή· κι οι επίλοιποι στη γη τα πόδια εκρούγαν
ξοπίσω του, πηδούσαν, φώναζαν και τραγουδούσαν όλοι.»
Ο Κώστα Κρυστάλλης, ο γνωστός ποιητής του χωριού και της στάνης γράφει στο ποίημά του « Το τραγούδι του τρύγου»:
«Το λέει ο πετροκότσυφας στο δροσερό τ’ αυλάκι,
το λεν στα πλάια οι πέρδικες, στην ποταμιά τ’ αηδόνια,
το λεν στ’ αμπέλια οι λυγερές, το λεν με χίλια γέλια,
το λέει κ’ η Γκόλφω η όμορφη, το λέει με το τραγούδι
-Αμπέλι μου, πλατύφυλλο και καλοκλαδεμένο,
δέσε σταφύλια κόκκινα, να μπω να σε τρυγήσω,
να κάμω αθάνατο κρασί, μοσκοβολιά γιομάτο.
Μες στα κατώγια τα βαθιά σαν μόσχο να το κρύψω,
να το φυλάξω ολάκαιρες χρονιές, ακέριους μήνες,
ώσπου να ρθεί μιαν άνοιξη, νάρθει ένα καλοκαίρι,
να γύρει από τη μακρινή την ξενιτιά ο καλός μου.
Να κατεβώ μες στην αυλή, να πιάκω τ’ αλογό του,
να τον φιλήσω αγκαλιαστά στα μάτια και στο στόμα,
να τον κεράσω, αμπέλι μου, τ’ αθάνατο κρασί σου,
της ξενιτιάς τα βάσανα να παν, να τα ξεχάσει.»
Για τον Ελύτη το αμπέλι είναι ένα από τα τρία βασικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν την Ελλάδα και το ελληνικό τοπίο. Γράφει ο ποιητής στον « Ήλιο τον Ηλιάτορα»:
«Ε σεις στεριές και θάλασσες
τ’ αμπέλια κι οι χρυσές ελιές
ακούτε τα χαμπέρια μου
μέσα στα μεσημέρια μου»
«Σ’ όλους τους τόπους κι αν γυρνώ
μόνον ετούτον αγαπώ!»
Ο Γιάννης Ρίτσος στο έργο του ο «Αφανισμός της Μήλος» μέσα από τα λόγια των τριών ηλικιωμένων γυναικών κάνει τη δική του αναφορά στον τρύγο και το κρασί:
Α΄ ΓΡΙΑ
«….Και τότες, με τον τρύγο, σα γυρνάγαν απ’ τα πατητήρια οι άντροι μας,
Β΄ ΓΡΙΑ
βαμμένοι ολοσούμπιτοι στο μούστο — πόδια, χέρια, μούτρο, σώβρακα, πουκάμισα,
Α΄ ΓΡΙΑ
κόκκινοι της οργής και της χαράς, κόκκινοι σαν εκείνους τους παλιούς θεούς, που λένε….
….Γ΄ ΓΡΙΑ
Άι, ο τρύγος, με τις ψάθες, τα κοφίνια, τα μαχαίρια· — μοσκοβόλαγε η ρούγα·
Β΄ ΓΡΙΑ
ροδίτη μοσκοβόλαγε ο γιαλός· γλιστράγαν τ’ άλογα στο καλντερίμι·
Α΄ ΓΡΙΑ
μεγάλα, γκαστρωμένα βαρέλια ρουχαλίζαν στο υπόγειο —
ΟΙ ΤΡΕΙΣ
το κρασί
άλλοι το πίναν· — μόχτος και μόχτος — τρύγος, κλάδεμα, πότισμα, σφουγγάρισμα —
κοκάλωσαν τα γόνατά μας· …»
Ο Νίκος Καζαντζάκης στο έργο του «Αναφορά στον Γκρέκο» κάνει την δική του αναφορά στον «Άγιο Αύγουστο» και στον τρύγο μέσα από την παιδική του ματιά (απόσπασμα) :
«Ο Αύγουστος ήταν για μένα, όταν ήμουν παιδί, κι είναι ακόμα, ο πιο αγαπημένος μου μήνας· αυτός φέρνει, μαθές τα σταφύλια και τα σύκα, τα πεπόνια, τα καρπούζια· τον ονομάτισα Άγιον Αύγουστο· αυτός ο προστάτης μου, έλεγα, σε αυτόν θα κάνω την προσευκή μου· όταν θέλω τίποτα, από αυτόν θα το ζητώ, κι αυτός θα το ζητήσει από το Θεό, κι ο Θεός θα μου το δώσει. Και μια φορά πήρα νερομπογιές και τον ζωγράφισα: Έμοιαζε πολύ του παππού μου του χωριάτη· τα ίδια κόκκινα μάγουλα, το ίδιο φαρδύ χαμόγελο, μα ήταν ξυπόλυτος μέσα σ’ ένα πατητήρι και πατούσε σταφύλια, και τα πόδια του ως τα γόνατα κι ως πάνω στα μεριά τα ‘χα ζωγραφίσει κόκκινα από το μούστο· κι είχα στεφανώσει το κεφάλι του με κληματόφυλλα…
Από τη στιγμή που τον ζωγράφισα και στερέωσα το πρόσωπο του, στερεώθηκε και μέσα μου η εμπιστοσύνη μου σε αυτόν, και κάθε χρόνο τον περίμενα να ‘ρθει, να τρυγήσει τ’ αμπέλια της Κρήτης, να πατήσει τα σταφύλια και να κάμει το θάμα του, να βγάλει από τα σταφύλια κρασί. Γιατί, θυμούμαι, το μυστήριο τούτο με τυράννησε πολύ —πώς μπορεί να γίνει το σταφύλι κρασί· μονάχα ο Αγιος Αύγουστος μπορούσε να κάμει ένα τέτοιο θάμα· κι έλεγα: Αχ, να τύχαινε να τον συναπαντήσω μια μέρα στο αμπέλι που είχαμε απόξω από το Μεγάλο Κάστρο και να τον ρωτήσω να μου πει το μυστικό. Τι ‘ναι το θάμα τούτο δεν καταλάβαινα. Η αγουρίδα γίνεται σταφύλι, το σταφύλι γίνεται κρασί, το κρασί το πίνουν οι ανθρώποι και μεθούνε· γιατί μεθούνε; Όλα αυτά μου φαίνουνταν μυστήρια φοβερά, και μια φορά που ρώτησα τον πατέρα μου, αυτός μάζεψε τα φρύδια: «Μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρνουν!», μου αποκρίθηκε.
Τον Αύγουστο ξάπλωναν και στους οψιγιάδες τα σταφύλια, να τα ξεράνει ο ήλιος να γίνουν σταφίδα. Μια χρονιά είχαμε πάει στο αμπέλι μας και μέναμε στο εξοχικό μας σπιτάκι· ο αγέρας μύριζε, η γης καίγουνταν, τα τζιτζίκια καίγουνταν κι αυτά, σα να κάθουνταν απάνω σε κάρβουνα αναμμένα.
Τη μέρα εκείνη, της Κοίμησης της Παναγιάς, 15 Αυγούστου, οι εργάτες δε δούλευαν κι ο πατέρας μου κάθουνταν στη ρίζα μιας ελιάς και κάπνιζε· είχαν έρθει γύρα οι γειτόνοι, που είχαν απλώσει κι αυτοί τη σταφίδα τους, κάπνιζαν πλάι στον πατέρα μου, αμίλητοι. Φαίνουνταν στενοχωρημένοι. Όλοι είχαν καρφώσει τα μάτια σ’ ένα συννεφάκι που ‘χε προβάλει στον ουρανό, κατασκότεινο, βουβό, και προχωρούσε. Είχα καθίσει κι εγώ κοντά στον πατέρα μου και κοίταζα το σύννεφο· μου άρεσε· σκούρο μολυβί, χνουδάτο, κι ολοένα μεγάλωνε, άλλαζε πρόσωπο και κορμί, πότε σα γεμάτο ασκί, πότε σα μαυροφτέρουγο όρνιο και πότε σαν τον ελέφα που είχα δει ζωγραφιά· κουνούσε την προβοσκίδα του κι έψαχνε ν’ αγγίξει κάτω της γης. Αεράκι χλιαρό φύσηξε, τα φύλλα της ελιάς ανατρίχιασαν. Ένας γείτοναςπετάχτηκε όρθιος, άπλωσε το χέρι κατά το σύννεφο που προχωρούσε.
— Ανάθεμά το, μουρμούρισε, ο Θεός να με βγάλει ψεύτη, φέρνει τον κατακλυσμό!
— Δάγκασε τη γλώσσα σου, του ‘καμε ένας γέρος θεοφοβούμενος, δε θα το αφήσει η Παναγιά· σήμερα είναι της χάρης της.
Ο πατέρας μου έγρουξε μα δεν έβγαλε άχνα· πίστευε στην Παναγιά, μα δεν πίστευε πως η Παναγιά μπορεί να κουμαντάρει τα σύννεφα.
Εκεί που μιλούσαν, ο ουρανός σκεπάστηκε· οι πρώτες στάλες, χοντρές, ζεστές, άρχισαν να πέφτουν. Τα σύννεφα χαμήλωσαν, κίτρινες βουβές αστραπές καταξέσκιζαν τον ουρανό.
— Παναγιά μου, φώναξαν οι γειτόνοι, βοήθεια!
Όλοι πετάχτηκαν απάνω, κατασκόρπισαν, καθένας έτρεχε κατά το αμπέλι του, όπου είχε απλώσει τη σταφίδα της χρονιάς· κι ως έτρεχαν, ολοένα και σκοτείνιαζε ο αγέρας, κρεμάστηκαν μαύρες πλεξούδες από τα σύννεφα, ξέσπασε η μπόρα. Γέμισαν τ’ αυλάκια, πήραν να τρέχουν οι δρόμοι σαν ποταμοί, φωνές ακούστηκαν γοερές από το κάθε αμπέλι. Άλλοι βλαστημούσαν, άλλοι φώναζαν την Παναγιά να τους λυπηθεί, να βάλει το χέρι της, και στο τέλος θρήνος ξέσπασε πίσω από τις ελιές στο κάθε αμπέλι.
Ξέφυγα από το σπιτάκι, έτρεξα μέσα στη νεροποντή, παράξενη χαρά με είχε συνεπάρει, σα μεθύσι….
Είχα φτάσει ως το δρόμο, δεν μπόρεσα να τον περάσω, ήταν ποταμός, και στάθηκα και κοίταζα: Μαζί με τα νερά κυλούσαν αγκαλιές αγκαλιές τα μεσοξεραμένα σταφύλια, ο μόχτος της χρονιάς, έτρεχαν κατά τη θάλασσα και χάνουνταν. Ο θρήνος δυνάμωνε, μερικές γυναίκες είχαν χωθεί ως τα γόνατα μέσα στα νερά και μάχουνταν να περισώσουν λίγη σταφίδα· άλλες, όρθιες στην άκρα του δρόμου, είχαν βγάλει τις μπολίδες τους και συρομαδιούνταν.
Είχα γίνει μουσκίδι ως το κόκαλο· πήρα δρόμο κατά το σπιτάκι και μάχουμουν να κρύψω τη χαρά μου· βιάζουμουν να δω τι θα ‘κανε ο πατέρας μου· θα ‘κλαίγε, θα βλαστημούσε, θα φώναζε; Περνώντας από τον οψιγιά είδα πως όλη μας η σταφίδα είχε φύγει.
Τον είδα να στέκεται στο κατώφλι, ακίνητος, και δάγκανε τα μουστάκια του. Πίσω του, όρθια, η μητέρα μου έκλαιγε.
— Πατέρα, φώναξα, πάει η σταφίδα μας!
— Εμείς δεν πάμε, μου αποκρίθηκε· σώπα!
Ποτέ δεν ξέχασα τη στιγμή ετούτη· θαρρώ μου στάθηκε στις δύσκολες στιγμές της ζωής μου μεγάλο μάθημα· αναθυμόμουν τον πατέρα μου ήσυχο, ασάλευτο, να στέκεται στο κατώφλι, μήτε βλαστημούσε μήτε παρακαλούσε μήτε έκλαιγε· ασάλευτος κοίταζε τον όλεθρο κι έσωζε, μόνος αυτός, ανάμεσα σε όλους τους γειτόνους, την αξιοπρέπεια του ανθρώπου.»
Το δημοτικό τραγούδι και η δημοτική ποίηση ύμνησε την γλυκιά ιεροτελεστία του τρύγου. Η Δόμνα Σαμίου τραγούδησε ένα επτανησιακό συγκεκριμένα από την Κέρκυρα:
«Στον τρύγο εγεννήθηκα πο ’χει πολλά γραμμένα
θέλετε να τα μάθετε, να σας τα πω ένα, ένα.
Αγάπησα κι εγώ ορφανή ένα παλικαράκι
μ’ αυτός σκληρός και άστατος, το ’ριχνε στο κρασάκι.
Ωραίος που ’να ο τρύγος μας με κόκκινο σταφύλι
που έχει το χαμόγελο και το γλυκό στα χείλη.
Εγώ κρασί δεν έπινα, ούζο για να μεθύσω
τώρα τα πίνω και τα δυο για να σε λησμονήσω.»
Τέλος, ένα απόσπασμα από την παραλογή «Ο γυρισμός του ξενιτεμένου» . Είναι η σκηνή της αναγνώρισης όπου η γυναίκα ζητά σημάδια από τον ξένο για να τον αναγνωρίσει ως άντρα της:
«… –Κόρη μου, εγώ είμαι ο άντρας σου, εγώ είμαι κι ο καλός σου.
–Ξένε μου, αν είσαι ο άντρας μου, αν είσαι κι ο καλός μου,
δείξε σημάδια της αυλής και τότες να πιστέψω.
–Έχεις μηλιά στην πόρτα σου και κλήμα στην αυλή σου,
κάνει σταφύλι ραζακί και το κρασί μοσκάτο,
κι όποιος το πιη δροσίζεται και πάλι αναζητά το….»
( «Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού» του Ν.Γ. Πολίτου)
Το μόνο που μένει λοιπόν, ας ευχηθούμε καλή δύναμη, καλή κι ευλογημένη σοδειά στους αμπελουργούς του νησιού μας.
Δέσποινα Παπαδοπούλου 31/8/20