2025
Περιοδικό

Η γιαγιά Αφροδίτη

Η γιαγιά Αφροδίτη

Γράφει η Χριστινα Μαραγκού

Ο πατέρας της γιαγιάς Αφροδίτης έφυγε από τον Κορνό αγοράκι οκτώ χρονών και πήγε με το καράβι στην Αίγυπτο για να δουλέψει. Κατάφερε και άνοιξε παντοπωλείο και παντρεύτηκε, έκανε μια κορούλα, την Μαριάνθη, αλλά η γυναίκα του δυστυχώς πέθανε. Ξαναπαντρεύτηκε την Θεοδώρα, έκαναν δύο κορούλες, την γιαγιά Αφροδίτη και την αγαπημένη της αδελφή την Μερόπη, αλλά έχασε και πάλι την γυναίκα του. Καθώς ήταν πολύ μικρούλες όταν έφυγε η μαμά τους, ο πατέρας τους τις έστειλε, μαζί με την μεγαλύτερη, την Μαριάνθη, να μείνουν με την οικογένειά του στον Κορνό. Εκεί «η Μαριάνθη μας», όπως έλεγε η γιαγιά Αφροδίτη, έφυγε από την ζωή, και έμειναν μόνο οι δύο αχώριστες αδελφούλες. Άρχισαν να πηγαίνουν σχολείο, αλλά βοηθούσαν και στις δουλειές στο σπίτι. Η γιαγιά θυμόταν ότι πήγαιναν πισωκάπουλα με γαϊδουράκι κάθε Σάββατο στα Θέρμα να κάνουν μπάνιο. Πήγαν άλλη μια φορά οι δύο αδελφούλες, καμιά πενηνταριά χρόνια μετά, το καλοκαίρι γύρω στο 1970 νομίζω, να μείνουν μερικές μέρες στα Θέρμα, να θυμηθούν τα παλιά…

 

Ο πατέρας τους ξαναπαντρεύτηκε και οι αδελφούλες γύρισαν στην Αίγυπτο μαζί του και με την καινούργια «μητέρα» όπως την έλεγαν, πάντα με σεβασμό και αγάπη. Αργότερα, η γιαγιά Αφροδίτη παντρεύτηκε τον Χρήστο που έφυγε κρυφά με το άλογό του από την Κωνσταντινούπολη, μόλις πήρε το δίπλωμα του φαρμακοποιού για να μην υπηρετήσει στον τουρκικό στρατό (ήταν η εποχή της γενοκτονίας των Αρμενίων) και ήρθε στη Αίγυπτο. Έκαναν δυό κόρες και δυό γυιούς. Τον Δημητράκη της τον έχασε όταν ήταν δύο χρονών, και την Λούλα της στα δεκαέξη της, λίγο μετά αφού έμεινε ξαφνικά χήρα…

 

Όταν ήρθε να μείνει μαζί μας στην Αλεξάνδρεια, πρέπει να ήμουν τεσσάρων, πάντως λιγότερο από πέντε χρονών. Την έβαζα να μου διαβάζει παραμύθια, πολλές φορές της ζητούσα να επαναλαμβάνει το ίδιο παραμύθι ξανά και ξανά, και έτσι έμαθα να διαβάζω, πριν πάω σχολείο: κάποια στιγμή την ρώτησα: «έτσι λέει εδώ γιαγιά;» «Ναι, παιδί μου»… Θυμάμαι ότι στις δυό πρώτες τάξεις του δημοτικού έγραφα τα μυστικά μου σε ένα χαρτάκι και το έκρυβα μέσα στο βάζο με τα λουλούδια πάνω στο τραπεζάκι στο πράσινο δωμάτιό της… Μια μέρα βρήκε ένα χαρτάκι με μυστικό, την παρακάλεσα αγκαλιάζοντάς την να μην το πει σε άλλον, μου το υποσχέθηκε… Η γιαγιά έπλεκε με το βελονάκι ρουχαλάκια και στολίδια για τις κούκλες μου. Είχα μάθει να παίζω χαρτιά «πάστρα» από την γιαγιά Αριστέα, την μητέρα του πατέρα μου, και μετά έπαιξα μια φορά με την γιαγιά Αφροδίτη, νομίζω ότι ίσως πήγα να την μπερδέψω για να κερδίσω…

 

Όταν φύγαμε από την Αίγυπτο και ήρθαμε στην Ελλάδα, η γιαγιά φρόντιζε να μαγειρεύει εκείνη πεντανόστιμα γεύματα και γλυκά για όλη την οικογένεια. Σηκωνόταν νωρίς το πρωί να ετοιμάσει το πρωινό, τσάι και φετούλες ψωμί που τις έψηνε στο μάτι της κουζίνας. Όπως και όλα τα άλλα, τα Χριστουγεννιάτικα φοινίκια της ήταν αμίμητα.. Διηγόταν και την ιστορία τους, από πού πήραν το όνομά τους: όταν η Παναγία με τον μικρό Ιησού και τον Ιωσήφ έφυγαν για την Αίγυπτο για να γλυτώσουν από τον Ηρώδη, στον δρόμο για την Αίγυπτο είχε φοινικιές (χουρμαδιές). Η Παναγία έφαγε χουρμά, της άρεσε, και είπε «Ώ, τί γλυκύς καρπός!». Από τότε, έλεγε η γιαγιά, το κουκούτσι των χουρμάδων έχει πάνω του σχέδιο ένα Ο.

 

Σε κάθε καινούργιο φεγγάρι, η γιαγιά έκοβε μόνη τα μακριά μαλλιά της. Όταν τα έλουζε, τα ξέβγαζε στο τέλος με τσάι για να γκριζάρουν, και τους έβαζε χυμό από λεμονόκουπα για να κρατούν την «μπούκλα» με τα χτενάκια και τον κότσο, όπως την πείραζε αδερφούλα της η Μερόπη.  Το καλοκαίρι στη Λήμνο, ο πατέρας και η μητέρα μου ήθελαν η γιαγιά να έχει παρέα την αδελφή της. Έμεναν στο ίδιο δωμάτιο, ήταν αχώριστες, πήγαιναν για μπάνιο νωρίς το απόγευμα στα Ρηχά Νερά, έρημα τότε, πήγαιναν στο Τερέν το βραδάκι, στην Αγία Τριάδα για τη λειτουργία και τις παρακλήσεις της Παναγίας. Η γιαγιά αγαπούσε πολύ τα λουλούδια, που φύτευε ο πατέρας μου στον κήπο.

 

Πέρασαν χρόνια και ήρθε η αρρώστια, η γιαγιά δεν θυμόταν πιά τα τελευταία χρόνια, ερχόταν νωρίς το πρωί και με τραβούσε από το πόδι να ξυπνήσω για να πάμε μαζί σχολείο, το βράδυ με ρωτούσε με αγωνία «Εσύ τα ετοίμασες τα μαθήματά σου;». Στο σαλόνι ερχόταν εκεί που καθόμουν και με ρωτούσε ψιθυρίζοντας «πότε θα πάμε σπίτι;», της έλεγα «σήμερα θα μείνουμε εδώ», «ά, καλά». Στη Λήμνο, μια φορά είχε κόψει μερικά λουλούδια, τα έβαλε σε ένα μικρό κουβαδάκι για τα παιχνίδια στην αμμουδιά και στόλισε το παράθυρο του μπάνιου…

 

Έφυγε από την Λήμνο το τελευταίο καλοκαίρι επειγόντως για το νοσοκομείο στην Αθήνα. Μετά από μέρες οι γιατροί την άφησαν να γυρίσει στο σπίτι. Έλεγε: «να πονάω, αλλά όχι τόσο..».  Της έλεγα γιαγιά, πιστεύεις, κάνε την προσευχή σου, παρακάλεσε την Παναγία…  και άρχισε να λέει «Ευλογημένη, ευλογημένη σύ εν γυναιξί…». Κοίταζε σαν κάποιος να στεκόταν μπροστά στα πόδια της, στην άκρη του κρεβατιού, έβλεπε σαν να μπαίνουν κάποιοι από το παράθυρο… περίμενε…  Ήμουν μαζί της μέχρι τη μέρα που έπρεπε να φύγω από την Αθήνα για τις σπουδές μου, την αποχαιρέτησα, της το εξήγησα, κούνησε το κεφάλι της, κατάλαβε.. Τρεις μέρες μετά έφυγε…

 

Η γιαγιά Αφροδίτη μένει τώρα μόνιμα στη Λήμνο, κοντά στην Αγία Τριάδα, μαζί με την κόρη της και τον γαμπρό της, τους γονείς μου…

Δείτε περισσότερα

Σχετικά Άρθρα

Back to top button