Η Λήμνος και το Άγιο Όρος
Η Λήμνος και το Άγιο Όρος
Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης
Ένα ακόμη πλοίο κρουαζιέρας, η “Παναγία Εγγυήτρια”, προστέθηκε πρόσφατα για την ακτοπλοϊκή σύνδεση που συνδέει την Ουρανούπολη με το Άγιο Όρος, λόγω του αυξανόμενου ενδιαφέροντος που υπάρχει για προσκυνηματικό τουρισμό.
Το Άγιον Όρος αποτελεί έναν πραγματικό τουριστικό μαγνήτη και το επισκέπτονται κατά μέσο όρο ετησίως χιλιάδες άνθρωπο – άντρες, γιατί η είσοδος στις γυναίκες δεν επιτρέπεται.
Καθένας για το δικό του λόγο. Οι περισσότεροι είναι οι λεγόμενοι προσκυνητές και ανήκουν στον λεγόμενο προσκυνηματικό ή θρησκευτικό τουρισμό. Δηλαδή πηγαίνουν να προσκυνήσουν με ευλάβεια.
Άλλοι, πάλι, κυρίως οι ξένοι που είναι αλλόδοξοι (όχι Ορθόδοξοι), πηγαίνουν για να θαυμάσουν τις μονές, που αποτελούν Παγκόσμιο Μνημεία Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO (η οποία χρηματοδοτεί τη συντήρηση τους) και την όμορφη παρθένα φύση, το Περιβόλι της Παναγιάς όπως ονομάζεται.
Μερικοί, που αντέχουν τα πόδια τους, συνδυάζουν τα παραπάνω με ορειβασία στον Άθω, το βουνό με τα 2.030 μέτρα υψόμετρο.
Τέλος, χιλιάδες είναι κι εκείνοι, άντρες και γυναίκες, που το επισκέπτονται με καραβάκι, που κάνει μια μικρή κρουαζιέρα-περίπλου της χερσονήσου.
Η “Παναγία Εγγυήτρια” που εγκαινιάστηκε πρόσφατα θα πραγματοποιεί το δρομολόγιο Ουρανούπολη – Δάφνη Αγίου Όρους και έχει μεταφορική ικανότητα 520 ατόμων και 16 φορτηγών – αυτοκινήτων.
Ο πλοιοκτήτης δήλωσε:
“Έχουμε φέρει το πλοίο για να βελτιώσουμε τη γραμμή λόγω της αυξημένης ζήτησης αλλά και στα πλαίσια αναβάθμισης τόσο της ποιότητας και όσο και της ασφαλούς μεταφοράς των προσκυνητών”. Yπάρχει αύξηση των προσκυνητών και διαφοροποίηση της προέλευσης των προσκυνητών.
Σίγουρα οι Έλληνες κρατούν τα σκήπτρα, όμως τα τελευταία χρόνια βλέπουμε σημαντική αύξηση από χώρες όπως η Βουλγαρία, η Ρουμανία και η Σερβία.
Oι προσκυνητές ξεπερνούν τους 250.000 ετησίως και όσον αφορά την εμπορική κίνηση, φορτηγά και αυτοκίνητα ξεπερνούν τις 10.000, τα οποία βοηθούν στη διακίνηση των εμπορευμάτων“.
Με αφορμή τη δρομολόγηση αυτού του πλοίου, ήλθε στην επικαιρότητα η πρόταση να δρομολογηθεί ένα ανάλογο πλοίο και από τη Λήμνο προς το Άγιο Όρος. Η απόσταση δεν είναι μεγάλη, μόλις 38 ν.μ. και το πρώτο μοναστήρι που θα περιπλέει η κρουαζιέρα θα είναι της Μεγίστης Λαύρας, στη συνέχεια τα Καυσοκαλύβια, τα Καρούλια, Αγίου Παύλου, Διονυσίου, Γρηγορίου, Σίμωνος Πέτρα, Ξηροποτάμου, Παντελεήμονος (Ρώσικο), Ξενοφώντος και Δοχειαρίου.
Πολλά από αυτά τα μοναστήρια κατά το παρελθόν διατηρούσαν μετόχια στη Λήμνο, είναι δε γνωστές οι εμπορικές συναλλαγές Αγίου Όρους με τη Λήμνο, κυρίως σε αγροτικά προϊόντα και ξυλεία.
Φέτος από τον Ιούνιο μέχρι και το Σεπτέμβριο η Αγιορείτικη Φωτοθήκη της ιεράς μονής Σιμωνόπετρας σε συνεργασία με το Ξενοδοχείο Varos Village Hotel & Residences παρουσίασαν την Έκθεση Φωτογραφιών και Χαλκογραφιών του Αγίου Όρους στον πολυχώρο «Πολιτεία» του Ξενοδοχείου, στη Λήμνο στο χωριό Βάρος.
Η εκλεκτή αυτή, παγκόσμιας εμβέλειας Έκθεση, παρουσιάστηκε στη Λήμνο για πρώτη φορά, ως επιλεγμένος σταθμός ενός ταξιδιού παγκόσμιων παρουσιάσεων (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Βρυξέλλες, Μόσχα, Βελιγράδι, Μπουργκάς, Βηρυτό, Βενετία κ.α.) και αποτελούνταν από 50 πίνακες με φωτογραφίες από το Άγιον Όρος και Χαλκογραφίες.
Το Ξενοδοχείο Varos Village Hotel & Residences, εορτάζοντας τα 10 χρόνια λειτουργίας στη Λήμνο και διατηρώντας την πολιτιστική διαδρομή που έχει χαράξει εξαρχής με σκοπό την αναβίωση και την ανάδειξη της Λημνιακής πολιτιστικής κληρονομιάς και παράδοσης στην ελληνική και παγκόσμια ιστορία, υποδέχτηκε με τιμή και φιλοξένησε με ευλάβεια την εκπληκτική αυτή έκθεση, η οποία προβάλλει τη χιλιόχρονη σχέση της Λήμνου με τον Άθω, τα ιερά σκηνώματα και τους μοναχούς του.
Η Λήμνος, λοιπόν, είχε πάντα μια ιδιαίτερη σχέση με το Άγιο Όρος.
Από νωρίς αγιορείτες άγιοι συνδέθηκαν με το νησί, όπως ο άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης, που από την Λήμνο αντίκρυσε πρώτη φορά τον Άθω και αποφάσισε να εγκατασταθεί σε αυτόν. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς έζησε στην Λήμνο εξόριστος για μία τριετία, ασκώντας εκεί τα καθήκοντα επισκόπου ως τοποτηρητής. Ο λαός του νησιού τον αγάπησε πολύ, ήθελε να τον κρατήσει για πάντα και με πολλή θλίψη τον αποχωρίστηκε.
Μετά τα 60 χρόνια λατινοκρατίας, τα αγιορειτικά μετόχια, ως φορείς πολιτισμού και καλλιτεχνικής παραγωγής, διαδραμάτισαν έναν σημαντικό ρόλο στην επανασύνδεση της Λήμνου με το βυζαντινό παρελθόν της και την επανένωση του πληθυσμού της με την αυτοκρατορία. Από την περίοδο αυτήν και εντεύθεν, με δωρεές αυτοκρατόρων και αξιωματούχων της δυναστείας των Παλαιολόγων, αλλά και αγορές, οι αθωνικές ιδιοκτησίες αυξάνονται ακόμη περισσότερο. Οι αυτοκράτορες ακολουθούν την πολιτική των δωρεών σημαντικών γαιών προς τα μετόχια, με σκοπό την αύξηση της παραγωγικότητας. Για τον ίδιο σκοπό παρέχουν φοροαπαλλαγές και οικογένειες παροίκων για την καλλιέργεια των εκτάσεων αυτών.
Ήδη από τον 13ο αιώνα τα περισσότερα αγιορειτικά μοναστήρια κατέχουν εξαιρετικά εκτεταμένες ιδιοκτησίες, ελέγχοντας τον οικονομικό και κατ’ επέκταση τον κοινωνικό βίο του νησιού. Αναφέρονται ενδεικτικά οι μονές Μεγίστης Λαύρας, Βατοπεδίου, Ιβήρων, Διονυσίου, Δοχειαρίου, Αγίου Παύλου, Καρακάλλου, Κουτλουμουσίου, Κωνσταμονίτου, Αγίου Παντελεήμονος, Παντοκράτορος, Φιλοθέου, Σίμωνος Πέτρας και Ξενοφώντος.
Πέρα από τις οικονομικές δραστηριότητες, τα μετόχια διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην άμυνα και προστασία της Λήμνου, επιλέγοντας θέσεις με φυσική οχύρωση ή κοντά σε κάστρα, όπως π.χ. τα λαυριώτικα μετόχια του Γοματιού και του Κοντιά, και οικοδομώντας πύργους, που χρησιμοποιούνται παράλληλα και ως αποθηκευτικοί χώροι. Οι πύργοι αποτελούσαν ασφαλή καταφύγια για τους γύρω κατοίκους σε περιπτώσεις πειρατικών επιδρομών, αλλά ταυτόχρονα συγκροτούσαν, μαζί με τα κάστρα και οχυρά της περιοχής, ένα δίκτυο επικοινωνίας και προστασίας για τον αποτελεσματικό έλεγχο των ακτογραμμών.
Έτσι τα μετόχια αποτέλεσαν σημαντικό παράγοντα δημογραφικής ανάπτυξης και σταθερότητας στο νησί, καθώς συντελούσαν στην δημιουργία κλίματος μεγαλύτερης ασφάλειας και στην συγκράτηση του πληθυσμού, εμποδίζοντας την ερήμωση και την κατάληψη από εχθρικές δυνάμεις.
Όλα τα αγιορειτικά μετόχια στη Λήμνο βρίσκονταν σε εύφορες περιοχές, συχνά παραθαλάσσιες, κοντά σε λιμάνια, για να διευκολύνεται η μετακίνηση και επικοινωνία με το Άγιον Όρος. Τις περισσότερες εκτάσεις κατείχε στη βυζαντινή περίοδο η μονή Μεγίστης Λαύρας, για τις οποίες εμφανίζεται σε βυζαντινή πηγή η υπερβολική πληροφορία ότι κατελάμβαναν το 1/3 του νησιού. Μέχρι το τέλος του 14ου αι. η Λαύρα κατείχε τρία μετόχια, του Γομάτου, της Παναγίας Κακαβιώτισσας και το παλαιοκάστελλον του Κοντιά.
Στα μέσα του 15ου αιώνα, δηλαδή στην τελευταία περίοδο της βυζαντινής κυριαρχίας στο νησί, υπολογίζεται ότι περίπου το 1/10 της συνολικής έκτασης της Λήμνου ήταν αρόσιμες γαίες των αγιορειτικών μονών, δηλαδή περίπου 45 τετρ. χλμ. από τα 477 συνολικά.. Δώδεκα από τις είκοσι μονές του Άθω είχαν τουλάχιστον κάποια χρονική περίοδο από το 1261 μέχρι το 1453 μετόχι στο νησί.
Η Λήμνος, κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας συνέχισε να αποτελεί περιοχή που ευνοούσε την ανάπτυξη σχέσεων με το Άγιον Όρος, όχι μόνο λόγω της γεωγραφικής εγγύτητος, αλλά και λόγω της οικονομίας της, καθώς διέθετε σιτάρι και άλευρα, σταφύλια και κρασί από τα πολλά αμπέλια της, ζωοτροφές, χόρτο, κριθάρι, βρώμη, τυρί από τα κοπάδια της, και επιπλέον μεγάλα ζώα (υποζύγια), απαραίτητα στο Άγιον Όρος για τις μεταφορές. Από την άλλη μεριά το Άγιον Όρος, ως περιοχή ορεινή και δασοσκεπής, μπορούσε να προμηθεύει το νησί με άφθονη ξυλεία για οικοδομές, περιφράξεις, θέρμανση κ.λπ., την οποία η Λήμνος στερείται σχεδόν παντελώς, καθώς διαθέτει ελάχιστες δασοσκεπείς εκτάσεις. Η πλούσια παραγωγή του νησιού σε δημητριακά και η εκτροφή προβάτων κατέστησαν την Λήμνο χώρο προμήθειας βασικών ειδών διατροφής για τους Αγιορείτες.
Μετά την απελευθέρωση της Λήμνου, που έγινε σχεδόν ταυτόχρονα με αυτήν του Αγίου Όρους (1912), η γενική κρατική πολιτική απαλλοτρίωσης της μοναστηριακής περιουσίας είχε ως στόχο, όπως και στην Μακεδονία, την απαλλοτρίωση και των τελευταίων μετοχίων, που είχαν καταφέρει να επιβιώσουν μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα. Οι απαλλοτριώσεις των αγιορειτικών κτημάτων στην Λήμνο, όπως και στην κοντινή της νήσο Θάσο, ήταν αποτέλεσμα του ειδικότερου πολιτικού προγράμματος του τότε υπουργού Γεωργίας Αλεξάνδρου Παπαναστασίου, με σκοπό την αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών.
Συμπερασματικά σε σχέση με τα αγιορειτικά μετόχια στη Λήμνο μπορούμε να επισημάνουμε τα εξής.
Οι Βυζαντινοί χρησιμοποίησαν την παραχώρηση κρατικών γαιών στις αθωνικές μονές ως μέρος μιας πολιτικής για την οικονομική και δημογραφική αναζωογόνηση του νησιού, όπως έκαναν και σε άλλες περιοχές. Οι μονές είχαν λάβει χέρσες γαίες, τις οποίες καλούνταν να τις καλλιεργήσουν, μεταφέροντας προς τούτο και αγρότες. Έτσι θα μπορούσαν να ισχυροποιήσουν το στρατηγικά νευραλγικό νησί της αυτοκρατορίας. Η γειτνίασή του με την αθωνική χερσόνησο και η παραγωγική δυνατότητά του έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ανταπόκριση των μοναχών στο κρατικό κάλεσμα
Οι μονές απέκτησαν και διατήρησαν στο νησί και αστικά ακίνητα, παρ’ όλο που ο κύριος όγκος των μετοχίων αντιπροσώπευε αγροτικές και κτηνοτροφικές εκτάσεις. Ο κτηνοτροφικός χαρακτήρας του νησιού επηρέασε και τη μορφή των μετοχίων, αφού τα μαντριά, ειδικά στη χερσόνησο του Φακού, αποτέλεσαν σταθερό τμήμα της σύνθεσής τους, όπως επίσης και λιβαδότοποι σε άλλα σημεία της Λήμνου.
H εκ μέρους των μονών συστηματικοποίηση των γεωργικών καλλιεργειών (ειδικότερα της αμπελοκαλλιέργειας) και της κτηνοτροφίας είχαν ως αποτέλεσμα την οικονομική ανάπτυξη, τη συγκράτηση των χριστιανικών πληθυσμών, αλλά και περαιτέρω τη δημογραφική ανάκαμψη. Μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού της Λήμνου ζούσε από την καλλιέργεια και την βόσκηση των μετοχιακών κτημάτων. Σημαντική ήταν επίσης η πνευματική προσφορά των μετοχίων, με την συνήθεια της μεταφοράς τιμίων λειψάνων από τις μονές, την παρουσία θαυματουργών εικόνων, την καλλιέργεια της πνευματικής ζωής από τους μοναχούς – οικονόμους και διακονητές, την ανάδειξη νεομαρτύρων, όπως ο Λημνιός οσιομάρτυς Αθανάσιος Λαυρεώτης (+1846), το μαρτύριο των οποίων είχε σημαντικό αντίκτυπο στην ζωή των χριστιανών της Λήμνου, την στήριξη και επιβοήθηση του έργου της τοπικής Μητρόπολης κ.ά. Ταυτόχρονα οι ντόπιοι δεν έπαυσαν να προσφέρουν στις αγιορειτικές μονές ό,τι μπορούσαν με διάφορους τρόπους, όπως αφιερώσεις ακινήτων, συνδρομή των μονών σε περιόδους οικονομικής δυσπραγίας τους μέσω ζητειών, ανάληψη της καλλιέργειας των κτημάτων επ’ ενοικίω σε περιόδους λειψανδρίας, επιτροπεία και επίβλεψη των μετοχίων κ.λπ.
Η χιλιετής αγιορειτική παρουσία άφησε στο νησί σημαντικά κατάλοιπα υλικού πολιτισμού: ναούς, παρεκκλήσια, οχυρωματικούς πύργους, μύλους, κειμήλια, βυζαντινά αρχιτεκτονικά μέλη, τα οποία, μετά τις απαλλοτριώσεις του 20ού αιώνα, είτε μεταφέρθηκαν στις αθωνικές μονές, εάν αυτό ήταν δυνατό, είτε παρέμειναν στο νησί ως αδιάψευστα τεκμήρια της αθωνικής πολιτισμικής κληρονομίας, που παραμένει έντονη μέχρι τις ημέρες μας.
Όμως, εκτός από αυτά, η σημαντικότερη σφραγίδα που έχουν αφήσει τα αγιορειτικά μετόχια στη Λήμνο είναι ασφαλώς η πνευματική, την οποία περιγράφει χαρακτηριστικά ο Αρχιμανδρίτης Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης ως εξής:
«Μυσταγωγικοί οι χώροι των μετοχίων· πολλοί και εις αυτούς συγκομίζονται, ευρίσκοντες την Εκκλησίαν τόσον κοντά τους· και εκεί, όπως και εν τη Μονή, γεννήσεις και αναγεννήσεις. Φεύγοντες εκείθεν οι φίλοι, οι πιστοί, οι αμαρτωλοί, έκαστος νιώθει τα ίδια: “η ζωή μου φως όψεται. Ιδού πάντα ταύτα εργάται ο ισχυρός Θεός”. Όλη η ζωή των συγκεντρούται εν τω φωτί και αινούν τον μέγαν συγκομιστήν».
Βιβλιογραφία – πηγές
Φ.Π. Κοτζαγεώργης, «Τα Αγιορείτικα Μετόχια στη Λήμνο», στο Λήμνος, Εκκλησιαστική Κληρονομιά, επιμ. Γ. Κωνσταντέλλης, τόμ. Α΄, Αθήνα 2010, 108-129. Ιερομόναχος Μύρων, Σιμωνοπετρίτες πατέρες που βρήκαμε και αγαπήσαμε (1973 – 1997), Άγιον Όρος: Ι. Μονή Σίμωνος Πέτρας, 2013.
Γ. Νάκος, «Εξελικτική πορεία των μεταβυζαντινών μετοχίων εκτός του Αγίου Όρους: ενδεικτικές αναφορές απαλλοτριωτικών αποφάσεων μετοχίων της Θάσου», Πρακτικά Θ΄ Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου Η εξακτίνωση του Αγίου Όρους στον ορθόδοξο κόσμο: τα Μετόχια, Θεσσαλονίκη: Αγιορειτική Εστία, 2015, 161-175.
Θ. Παλαμηδά-Ευθυμιάδη, Η Ιερά Μητρόπολη Λήμνου κατά τον τελευταίο αιώνα της τουρκοκρατίας (1800-1912), Αλεξανδρούπολις 2007.
Κ. Παυλικιάνωφ, «Η αθωνική μονή Σιμωνόπετρα από το 1800 έως και το 1830», Ηπειρωτικά Χρονικά 43, Ιωάννινα 2009, 357-492.