Περιοδικό

Ιωνάς, ο Γλάρος της “Αντρωνιάτικης” παραλίας της ΑγιοΒαρβάρας –

Επίκαιρο Διήγημα  της Βαρβάρας Βαγιάκου  Βλαχοπούλου

απο το Βιβλιου της : ΨΙΤ ΨΙΤ ΑΚΟΥΕΙ  ΚΑΝΕΙΣ;

 

 

Εις την ψυχήν βαθειά εκεί,

είν´ εκκλησιά ερημική

το σημαντρό της δε χτυπά.

Δεν έχει ψάλτη ούτε παπά.

Είχε όμως ένα τεράστιο για το μπόι της κλειδί,σαν αυτό της Παναγίας των  Παρισίων η Αγία Βαρβάρα της ψυχής μου που μου χάρισε το όνομά της.

Μ´αυτό το κλειδί ανοίγω τη σκηνοθεσία και σκηνογραφία του μικρού μου διηγήματος από το βιβλίο μου ΨΙΤ ΨΙΤ ΑΚΟΥΕΙ  ΚΑΝΕΙΣ;

 

Είναι το ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΜΟΥ για τις πάμπολλες γλυκιές τρυφερές ευχές και τα Χρόνια πολλά

 

ΙΩΝΑΣ

Ξεροτράχαλο θα τον έλεγες το λοφίσκο. Ξεροτράχαλο ,με μια πράσινη κορδέλα στο κατάξανθο καλοκαιρινό του ρούχο. Τριγύρω όλο ξεροχόρταρα καψαλιασμένα από το καλοκαιρινό λιοπύρι και στην πλαγιά, καμιά τριανταριά κλήματα , με χρυσαφιά εγγλέζικα σταφύλια κάτω από κληματόφυλλα γεμάτα ολοζώντανες καταπράσινες φλέβες.

Το αμπελάκι του Αγοραστού. Στη δεξιά πλευρά των συνόρων του ένα  καλαμόπλεχτο καλύβι φιλοξενούσε δυο τζαπιά, μια τσουγκράνα, ένα  κλαδευτήρι και έναν τσίγκινο κάδο δεμένο με καραβόσκοινο , πεσμένο καταγής , σα κουλουριασμένο φίδι, έτοιμο να απλωθεί , να τινάξει έντεχνα τον κάδο στο πηγάδι και να αρδεύσει το κρυστάλλινο νερό.

Πάνω στα πετρόχτιστα γκριζωπά πηγαδόχειλα , πλένονταν μέσα στον κουβά τα φρεσκοκομμένα ολόχρυσα τσαμπιά για τους συχνούς επισκέπτες ,συγγενείς φίλους και περαστικούς …μα πρωτίστως για το Μαρουλιώ του.Το αμπελάκι του Αγοραστού ήταν η όαση της περιοχής και το Μαρουλιώ,η όαση της ζωής του.

 

Σε μια γωνιά του αμπελιού φύτευε πάντα για το χατήρι της ξανθομαλλούσας ανηψιάς του πέντ έξ ρεβυθόριζες.Της άρεσε να σπάζει το φουσκωτό περίβλημα του ρεβυθιού σα να έσκαγε τσιχλόφουσκα ,να βγάζει τον πρασινωπό καρπό και να γεύεται την ξυνίλα του.Ω πόσο της άρεζε! Και τα σταφύλια αγουρωπά της άρεζαν της Μαρουλιώς του. Η πολύ γλύκα,

της κάθονταν λέει στο λαιμό.

Από τότε που έχασε τον πατέρα της …μίσησε τα γλυκά. Της θύμιζαν τις μικρές ζαχαρωμένες ροζ καραμελίτσες αυτές τις «ραντεβού» Τις έφερνε τα βράδια ο πατέρας μέσα σε ενα χάρτινο χωνί,αγορασμένες από το περίπτερο του Χρήστου, που πουλούσε τα τσιγάρα και τους νυχοκόφτες .Οι θύμισες τη μελαγχολούσαν και σαν αυτοτιμωρία ,μίσησε τα γλυκά κι αγάπησε τα ξυνά. Η πολλή ευτυχία πονά όταν τη χάσεις και η Μαρούλα έβρισκε τρόπους να δραπετεύει από τον πόνο .

 

Το χειμώνα το αμπέλι άλλαζε φορεσιά. Σαν τον χαμαιλέοντα προσαρμοζόταν  στο γρίζο της εποχής .Τα κλήματα έχαναν τη φυλλωσιά του κι απόμεναν κούτσουρα και κληματσίδες ,ως να κλαδευτούν κι αυτές.

Την αλλαγή επέβαλε η παγωμένη τραμουντάνα, που ξεσπούσε όλη τη λύσσα του θεριού της θάλασσας πάνω στα γουβωμένα βράχια της Αγίας Βαρβάρας, που οριοθετούσαν από δεξιά τον πιο όμορφο κολπίσκο του Ρωμαίικου γυαλού με την ωραιότερη αμμουδιά στις αποχρώσεις που καλλιτεχνούσε η σκιερή παλέτα της μελαγχολικής φύσης

Ναι ..τα δειλινά της φάνταζαν επιβλητικά .

Ένα  φιμέ γκριζωπό πέπλο ,φιλτράριζε τούτη την ώρα τη μαγεία .Την έλουζε με την ευωδιά του λιβανιού που υψώνονταν ιερό θυμίαμα προσευχής, μπρος το εικόνισμα της Αγιάς Βαρβάρας. Ήταν το συνοριακό με το αμπελάκι του Αγοραστού ξωκλήσι ,που ακουμπούσε την παραδείσια αμμουδιά των παιδικών απολαύσεων .

Από καρσί έφταναν τα αλληλούια των εσπερινών του Αγιονόρους με συνοδευτικούς ψαλμούς τις λυγμολαλιές των γλάρων που καλούσαν το ταίρι τους στο βραδινό τους κοίτασμα στη επιλεγμένη ζεστή φωλιά των βράχων .Θύμιζαν κατακόμβες στολισμένες με κατάλευκα δαντελιά που σκορπούσαν τα αφρισμένα κύματα πάνω στη λυσσομανιά τους .

Δε φοβόταν τους καιρούς ο Αγοραστός .Ήταν  ψαράς .

Φοβόταν τους ανοιξιάτικους αγέρηδες μη ταράξουν την επικονίαση της ταξιανθίας στις ασπροσυκιές του. Τα σύκα ήταν μαζι με τα σταφύλια,το καλοκαιρινό τρατάρισμα των επισκεπτών του .Ήταν  ιδιαίτερα νόστιμα γιατί η φύση σαν καλή νοικοκυρά ,στη συνταγή της επικονίασης έριχνε πάντα μια πρέζα αλάτι από τους αφρούς της θάλασσας που τα νότιζε .

 

Τη βάρκα του την είχε τραβηγμένη στο προσωπικό του καρνάγιο, δίπλα στην παράγκα της κυρα Σεβαστής. Της είχε  κάμει στέγαστρο καλό και ξεχειμώνιαζε εκεί κουκουλωμένη με σκληρό καραβίσιο μουσαμά.Τη μηχανή και το πηδάλιο τα κουβαλούσε με το κάρο του Αθανή ,στο σπίτι του στο χωριό .Δε φοβόταν μη του την κλέψουν.Τη σκουριά φοβόταν.Ήταν  δώρο του μεγάλου του αδερφού που ζούσε στην Ιμπραϊμια και τη φύλαγε σα τα μάτια του.

Στις καλοσύνες του χειμώνα, εκειδά κοντά στα ξεφυχίσματα των παλουκοκαυτωμάτων του Μάρτη ,ο Ιωνάς τον ξεσήκωνε.Κάθε που πήγαινε μια βόλτα στον γυαλό ο Αγοραστός ,τον έβρισκε καθισμένο πάνω στην πλώρη .Τον περίμενε. Του άρπαζε μέσα από την παλάμη την τροφή και άκουγε τα ψυθιρίσματά του.

« Καιρός δεν είναι να τη ρίξεις αφεντικό;»

« Κάτσε πρώτα να δούμε τα σημάδια της συκιάς .»

Και μόλις αυτή έσκαγε το πρώτο της το μάτι ,ξεσκέπαζε τη «Μαρούλα» του.

Ξεκινούσε με το πέτσωμα ,ακολουθούσε το καλαφάτισμα για τη στεγανοποίηση του σκαριού. Ο Ιωνάς φτερούγιζε γύρω του.Ένιωθε  να βαριέται Είχε χάσει τη βολή του.Επιθυμούσε σα τρελός τους καλαματιανούς γύρω από την καλάδα ,τα τσακίσματα του μπάλου για να βουτήξει τα ξέφτια της ψαριάς.Αποζητούσε το πανηγύρι του ψαρέματος .Βιαζόταν να το ζήσει.

« Τελείωνε καμιά φορά αφεντικό..φλόμωσε λινέλαιο και μίνιο ο γυαλός.»

« Μη βιάζεσαι Ιωνά .Η καλή δουλειά αργεί να γίνει .Το κακό καλαφάτισμα θα ξεράσει.Είναι σα ρόδα με σαμπρέλα δίχως βίδα»

Ακολουθούσε το βάψιμο .Θαλασσί της γαλανόλευκης όλο το σκαρί κι ενα κατακόκκινο οριζόντιο ζωνάρι διπλοβαμμένο ,λίγο κάτω από την κουπαστή. Α…ήταν μερακλής ο Αγοραστός. Πολλές φορές δε σταματούσε ούτε για κολατσιό. Το Μαρουλιώ σαν έβλεπε την ώρα να περνά έδενε σε μια πετσέτα υφαντή με μπλε ρίγες το ψωμοτύρι , ή τη στριφτή κολοκυθόπιτα της Αριστώς και το κατέβαζε στο γυαλό. Πάντα υπολόγιζε και τον Ιωνά.

Ο Αγοραστός πιότερο από το κολατσιό , χόρταινε με το θαυμασμό που έβλεπε στα μάτια της ψυχοκόρης  του .

«Σ´αρέσει Μαρουλιώ μου»

« Κούκλα την έκαμες θειέ» και το μάτι της έπεφτε στο αριστερό πλευρό της πλώρης Χαίρονταν που έβλεπε το άνομά της καλλιγραφημένο απέριτα με φανταχτερά κόκκινα γράμματα ΜΑΡΟΥΛΑ Ετσι την είχε βαφτίσει από την αρχή. Ήταν η ιέρειά του.

Εμπιστεύονταν την καλλιγραφία του ανιψιού του του Βασίλη γιο της αδερφής του πρωτοξαδέρφι της Μαρουλιώς .

Τότε γύρναγε φάτσα στο ξωκλήσι κι έκαμνε το σταυρό της .

«Καλοτάξιδο και καλές ψαριές νάχει Αγιά Βαρβάρα μου»ψυθίριζε πάντα.Ναι φοβόταν τις φουρτούνες ….

 

Τη τελευταία μέρα έβαζε το πηδάλι ,την προπέλα και την ατμομηχανή με τον ιμάντα Φόρτωνε τα δίχτυα και παρέα με τον σγουρό ξανθομάλλη ανηψιό Βασίλη ξεκινούσαν για την καλάδα Η χαρά του Ιωνά κορυφώνονταν .Φτερούγιζε τριγύρω από το σκαρί και ο πρώτος μεζές ήταν  πάντα δικός του.

Μόλις που προλάβαιναν την εποχή της σμαρίδας.

 

« Πως τον αναγνωρίζεις θείε τον Ιωνά;»

« Εκείνος με γνωρίζει και τρέχει να με προϋπαντήσει. Μαρουλιώ μου Εγώ τον ξεχωρίζω από το σταχτί του φτέρωμα μα και από το πεταγμά του ακόμα.Είναι χαρούμενο .Πλανάρει όλο χάρη πριν ακουμπήσει την πουπαστή. Όταν είναι ορεξάτος διαλέγει για αποκούμπι τον δεξί μου ώμο. Ποτέ τον αριστερό. Δεν τον ρώτησα ποτέ γιατί.

« Γιατί;»έκανε το Μαρουλιώ.

«Γιατί γνωρίζω την απάντησή του»

«Τι δηλαδη ;»

«Δίνουμε μαθές χειραψία με το χέρι το αριστερό αφεντικό;» Αυτό θα μου πει .

Το Μαρουλιώ χαμογέλασε. Είχε  πια καταλάβει πως ο θειός της δε περιφερόταν μονάχος στα κατάγιαλα όπως  πίστευε ως τα τώρα. Είχε  παρέα ζηλευτή , μαντατοφόρα. Αν κάτι του συνέβαινε θα τους έφερνε το μαντάτο στο χωριό.

« Ξέρεις Μαρουλιώ ,αν κάποιος άλλος τον ακολουθήσει ,τον αποδιώχνει επιθετικά.Είναι ζηλιάρης σα γυναίκα»

« Και γιατί τον είπες Ιωνά;»

« Ξέρω κι εγω …κάτι είχε πάρει το αυτί μου από έναν διαβασμένο στον καφενέ…για έναν γλάρο Ιωνάθαν ,και μόλις τον είδα …Βρε καλώς τον Ιωνά μου ,είπα και του έμεινε .Μέχρις εκεί θυμώμουνα Μου ξέφυγε η τελευταία συλλαβή .Εξ άλλου τα πουλιά και τα ζώα γενικά δεν ακούνε στα μακριά ονόματα .Στα κοντά ακούνε …τα δισύλλαβα .

Πάνε πολλα χρόνια τώρα… μα πολλά σου λέω. Είμαστε φιλαράκια από τότε που φύτευα το αμπέλι.Εγω όργωνα κι αυτός τσιμπολογούσε τα σκουλίκια της γης .Από τότε νοιώσαμε φίλοι

« Νοιώθουν τα πουλιά φιλία θείε Αγοραστέ;»

« Τι είναι φιλία Μαρουλιώ μου; Αγάπη είναι .

Εδώ  τη νοιώθουν τα θεριά και ημερεύουν, γιατί να μη νιώθουν τα πουλιά;»

«Τα ζώα αντιδρούν θετικά στην αγάπη όταν νιώσουν ασφαλή και αποβάλουν το φόβο τους Τα πουλιά έχουν φτερά ,τι να φοβηθούνε;

« Την κακία. Αυτή τη φοβούνται όλα του κόσμου τα ζωντανά,μικρά μεγάλα»

« Κι ο αετός;»

Προβληματίστηκε ο Αγοραστός.

« Δε ξέρω για τον αετό ,πετά ψηλά,δεν τον πιάνουν τα βόλια , μα τα γλαρόνια δε φτάνουνε τα ύψη των αετών. Ακολουθούνε τα θαλασσινά σκαριά γιατί θέλουν συντροφιά…και μόλις δούνε πέλαγο ανοιχτό παρατούνε τις ρότες και γυρνούνε πίσω στη στεριά. Τι  σημαίνει αυτό ; Θέλουν τη σιγουριά της γης»

Η Μαρούλα έμεινε σκεφτική.Είχε δίκιο ο θείος της . Όλο εδωνά κοντά στους αφρούς τα βλέπει να πετούνε και να  παίρνουν τις βάρκες καταπόδι σα να πηγαίνουνε σε πανυγήρι,να φάνε να πιούνε και να χορέψουνε…

Και στα οργώματα ακολουθούνε τις αυλακιές,περισυλλέγοντας της γης τα μεζελίκια.Ολα για το φαΐ .

 

Ήταν  η αγαπημένη του ανηψιά η Μαρούλα.Κόρη του μικρού του αδερφού.Καθώς εκείνος πέθανε από την καταραμένη της εποχής  αρρώστια ,τη φθίση ,πήρε τη θέση του πατέρα της ο Αγοραστός .Εκείνος παιδιά δεν είχε .Η γυναίκα του το Αριστώ έφτιαχνε τις ωραιότερες πίτες του χωριού και στόλιζε μοναδικά τους δίσκους με τα κόλυβα ,αλλά παιδιά δεν κατάφερε να του φτιάξει. Έτσι η Μαρούλα μετά το θάνατο του πατέρα της,βρέθηκε με δυο μάνες κι έναν θείο,στη θέση του γονιού πια.

Την έβλεπε να τρέχει ανάμεσα στα κλήματα ,να κόβει τα τσαμπιά,να διαλέγει τα ώριμα σύκα,να μασουλάει τους ρεβυθοκαρπούς κι ένιωθε το νόημα της ζωής υπέρλαμπρο αγαθό του πλάστη .Είχε αδυναμία σε ενα και μοναδικό κλήμα που έφτιαχνε εκείνο το Λημνιό πυκνορωγάτο κόκκινο σταφύλι ,το καλαμπάκι όπως το έλεγαν κι αν δε το τρυγούσε όλο δεν ησύχαζε . Ποτέ δε τρατάριζε καλαμπάκι σε κανέναν. Κράταγε όλα τα τσαμπιά για το Μαρουλιώ του .

«Δοξασμένο το όνομα σου Αγία Βαρβάρα μου που μου την έφερες στη ζωή μου έστω κι έτσι»έλεγε  μπρος το είκονισμά της,καθώς της άναβε κάθε απομεσήμερο το καντηλάκι.

Βιολογική και θετή αγάπη διπλή ,που έμελε να πονέσει σα θάνατος όταν το τυχερό της βγήκε στη μακρινή Αφρική. Ζάμπλουτος ο γαμπρός με φυτείες καφέ στο μακρυνό Κογκό .Την είδε ,την αγάπησε ,της την ζήτησε.

Πόσα όνειρα είχε  κάνει για το Μαρουλιώ του.

Ονειρευόταν  να τη δει νυφούλα ολοστόλιστη από την κορφή ως τα νύχια ,σαν την αμυγδαλιά του κήπου τους.Να τη δει μανούλα να μεγαλώνει τα εγγόνια του.Να χαίρεται κι ο ίδιος με τα παιδιά της ,να τα κανακεύει ,να τους παίρνει μαζι στο πυροφάνι ,να τους

μάθει τη θάλασσα και πως να ονειρεύονται.

Όνειρα να κάνουν,όνειρα για τη ζωή και να τα πλουτίζουν.Κι αν δε τους βγουν να μη τα παρατάνε να κάνουν άλλα,στα μέτρα τους .Να τους μάθει τη ζωή!

Πως τα φέρνει η ρημάδα! Πλανάρισε τη σκέψη του ,την κατακάθησε !

 

« Τι λες Ιωνά; Σηκώνει το κλίμα του Κογκό τα γλαρόνια;»

Τα ανήσυχα μάτια του Ιωνά τον λοξοκοίταξαν .

« Τι με κοιτάς; Αντέχουν τα φτερά σου ως εκεί να της πηγαίνεις τα μαντάτα μας και τα σ´αγαπώ μας;»

Κατέβασε ταπεινά τα φτερά του ο Ιωνάς. Παραδεχόταν την ανεπάρκειά του, σα νάξερε πως τα γλαρόνια είναι  πουλιά θαλασσινά και στην Αφρική ζούνε θηρία και φίδια .Οχι σαν κι αυτες τις άκακες νεροφίδες που έρχονταν τ´απομεσήμερα στο πηγάδι να ξεδιψάσουν .Τα φίδια της Αφρικής ήταν οι βόες,που μπορούσαν να καταπιούν ένα ολόκληρο ζωντανό .

Τα έλεγαν στον καφενέ οι κοσμογυρισμένοι καλοκαιρινοί επισκέπτες και ο Αγοραστός τέντωνε τ´αυτιά του και κάθε μέρα περίμενε τον ταχυδρόμο .

« Είναι  η ώρα του ,πρέπει να πάω σπίτι να τον περιμένω»

« Φοβάσαι τους βόες ;» τον κογιονάριζαν τα πειραχτήρια .

« Φοβάμαι τα χρόνια που περνούν και φεύγουν δίχως να τη βλέπω να μασουλά τα ρεβύθια που φυτεύω για χάρη της» ψιθύρισε στον εαυτό του .Αν το έλεγε δυνατά θα τον περνούσαν για τρελό .Μόνο ο Ιωνάς τον καταλάβαινε κι όταν έβλεπε κάποιον περαστικό να ορεξεύετε τις καταπράσινες ρεβυθιές ,τον χυμούσε σαν έχιδνα .

Πόσο τον καταλάβαινε!

Μόλις τον έβλεπε ν´ανηφορίζει  τον λοφίσκο ,ασπρομάλλης πια ,με στηριχτήρι μια γκλίτσα στο δεξί του χέρι , έτρεχε καθόταν στο πετροχτισμένο χείλος του πηγαδιού και τον περίμενε.Τίναζε χαρμόσυνα τα φτερά του και του κρατούσε το παραθύρι του Αιγαίου ανοιχτό για να απολαύσουν παρέα το αιμοσταγές ηλιοβασίλεμα που φλόγιζε τους εσπερινούς του Αγιονόρος τέτοια ώρα.Όσα μοναστήρια ,τόσοι Εσπερινοί.Όσοι  Εσπερινοί ,τόσα αλληλούια στ´αυτιά τους ,ως το λουμίνι του καντηλιού της Αγίας Βαρβάρας να αφήσει τον τελευταίο του αναστεναγμό και να γυρίσει στο κονάκι του θλιμένος.

«Μη θλίβεσαι αφεντικό.Εγω είμαι πάντα εδώ και αγναντεύω.Κάποια μέρα θα πετάξω ίσαμε τα μακρυνά μετερίσια του λιμανιού να προϋπαντήσω το καράβι της γραμμής που θα σου τη φέρει. Έχω  γλαρίσιο μάτι και διαίσθηση εγώ .Νιώθω πως …σύντομα θα ρθεί .

Πόσο είναι το σύντομα των γλάρων ,που καθώς έρχονται στη ζωή ξεχνούνε να πεθάνουν ;

« Οι άνθρωποι δεν είναι γλάροι Ιωναααά.Μακάρι να πηγαίναμε στα χρόνια σας»

 

Το μόνο που είχε μείνει απείραχτο πάνω στον λοφίσκο ,ήταν  το ξωκλήσι  της Αγίας Βαρβάρας και το αμπελάκι του Αγοραστού .Το συντηρούσαν για «ατραξιόν». Μόνο που ο λοφίσκος δε χρύσιζε πια από τις ξερολιθιές.  Όλα τα τραφώματα καταπράσινα .Φυτέματα λογής λογής ,μανώλιες αγιοκλήματα γιασεμιά ,νυχτολούλουδα περικοκλάδες …πολλές περικοκλάδες με μωβ χωνένια λουλούδια σκέπαζαν τα διάσπαρτα πέτρινα μπανγκαλόους

 

Στο διπλανό χωριό ,ένας ασπρισμένος γέροντας πίσω από τον πάγκο του μπακάλη πουλούσε παστούς κολιούς και σαρδέλες,αλεύρι λάδια,φυτίνες και θρεψίνες.

Στο μοναδικό σιδερένιο τραπέζι της γωνιάς ,ουζόπινε η φτωχολογιά τα κεράσματα της ευγνωμοσύνης.

Δεν είχε οικονομικές ανάγκες πια ο Αγοραστός.Τα χρήματα που πήρε από τους Ελβετούς για την πώληση του αμπελιού του ήταν πολλά ,όσα και οι πιέσεις που δέχτηκε για να το δώσει Είχε αγοραστεί όλη η περιοχή από μια Ελβετική κατασκευαστική εταιρία για να χτιστεί πολυτελές ξενοδοχείο.

Το τσεκ που έστελνε το Μαρουλιώ από το Κογκό ήταν επίσης ικανοποιητικό και μηνιαίο .Είχε άνεση ,μα τον κούραζε το καθισιό.Άνοιξε το μπακαλικάκι να περνά την ώρα του και να νιώθει χρήσιμος

Τη «ΜΑΡΟΥΛΑ ΤΟΥ» όμως  την κρατούσε ιερό κειμήλιο θαρρείς Ήταν  το καμάρι του. Την κανάκευε όσο μπορούσε και με τα πρώτα σημάδια της συκιάς την καλαφάτιζε με τη βοήθεια του ανιψιού του του Βασίλη και παρέα του την έριχνε στο γυαλό ετσι για το γούστο του .

«Όσο ζω θα την κατέχω κι ύστερα θα την κάμεις δική σου» του έλεγε

Πολλές φορές του τη ζήτησαν να την πουλήσει.

« Να την πουλήσει;» Ήταν  σα να υπέγραφε το κηδειόχαρτό του Θεός φυλάξει .

Και που θα συναντιόταν με τον Ιωνά του;

Ήταν  το στέκι τους και το καπηλιό τους.Εκεί του πήγαινε τα μεζελίκια του,εκεί πάνω στην καραβοπανοσκεπασμένη του πλώρη στήνονταν το καπηλιό τους, αγνάντευαν το πέλαγο ,χαίρονταν ταξίδια ολόκληρα πάνω στα αφρισμένα κύματα κι έκαναν προσευχές στο Αγιονόρος.Πότε πότε τους έκανε παρέα και η κυρα Σεβαστή και τους γιηγόταν πως ένοιωσε όταν αντίκρυσε τους Γερμανούς να τουφεκίζουν τα παλικάρια της εθνικής αντίστασης .

Να εκειδά μέσα στο κύλωμα του λόφου στημένους στον τράφο ,είκοσι μέτρα από την παράγκα της…

Φύλαγαν τη μέρα της Χάρης της οι κερατάδες .Τέσσερις του Δεκέμβρη της Αγιά Βαρβάρας Δάκρυζαν τα μικροσκοπικά γουβωμένα της ματάκια και το σκυλάκι της που την ακολουθούσε λυγμογαύγιζε προστατευτικά.Δεν ήθελε να τη βλέπει λυπημένη .

Ακόμα και ο Ιωνάς πετάβριζε τα φτερά του πάνω κάτω και γύρναγε σπασμωδικά το κεφάλι του πότε πάνω στο μαυροφορεμένο της ρούχο ,πότε πάνω στο θολό μάτι του αφεντικού του .

Τους κερατάδες ήθελε να κράξει, να ακουστεί στην κουφή οικουμένη.

«Γι αυτό μαυροφορέθηκες κυρά μου ; Από τότε που σε ξέρω μαύρα ρούχα φοράς;»

« Γι αυτό μαυροφορέθηκα Ιωνά μου.Γι αυτό σταυροκοπιέμαι δις την ώρα .Τα λιβανίσματα που σας κοιμίζουν μές τα βράχια ,είναι δικά μου.Για τα παλικάρια που κοίτονται κειδά…και για τη χάρη της που φυλά τα ιερά τους κόκκαλα»

Γυρνούσε από βορειοανατολική μεριά κι έκανε μακρόσυρτους σταυρούς

«Αιώνια να είναι η μνήμη σας ήρωες ,παλικάρια»

 

Άλλοτε πάλι τους έλεγε για την ψυχική της καταρράκωση όταν έβλεπε το γερμανικό καμιόνι να ξεφορτώνει βαριοσήκωτα σακιά και να τα φορτώνει στα επιταγμένα καΐκια .Σώματα άψυχα τουφεκισμένων παλικαριών  που τα άδειαζαν στα ανοιχτά του Πέτασου ,άψαλτα ,μακρυά από της μάνας το δάκρυ ,φυλαχτό απαραίτητο για το τελευταίο αλόγιστο ταξίδι .

Οι διηγήσεις της έβαφαν φρίκη την περιοχή κι εκείνη έπαιρνε την όψη της θυμωμένης ανθρωπότητας .

 

Δε φτάνει που έδωσε το αμπελάκι του ,να δώσει και τη βάρκα;  Και τι θα έβρισκε το Μαρουλιώ σα θα γυρνούσε μια μέρα; Με τι θα πήγαινε βαρκάδες τα εγγόνια του .Το έλεγε και γλύκαινε ολόκληρος.Μ´ αυτή την προσμονή ζούσε κι αυτός και η κυρά του.

 

« Να δεις άντρα που όσο να ρθούνε δε θα μπορώ πια ν´ανοίγω  φύλλο για τις πίτες» έλεγε με παράπονο το Αριστώ και σκούπιζε το δάκρυ …Πως γίνεται να τρέχει μόνο το δεξί; Μπου!

« Την άλλη βδομάδα θα ρθεί λένε στο νοσοκομείο γιατρός για τα μάτια.Ετοιμάσου να σε πάω» γυαλιά θα θες» έκανε ο Αγοραστός.

« Σα ´ρθει το Μαρουλιώ θα στερέψει» είπε κι αδιαφόρεσε…Δεν ήθελε γυαλιά,περνούσε ακόμα την κλωστή στη βελόνα. Χαρά ήθελε.

 

Ήταν  νύχτα όταν το πουλμανάκι του ξενοδοχείου,τους κατέβασε στην γυάλινη πόρτα της ρεσεψιόν.

Στα ρουθούνια της Μαρούλας έπαιξε βιολί η γνωστή αρμυρή αύρα που τόσα χρόνια είχε στερηθεί .

Πήραν τα κλειδιά του μπάγκαλοους που θα φιλοξενούσε τις διακοπές τους στο νησί και περπατιστοί ακολούθησαν τον υπάλληλο του ξενοδοχείου.Το δρομάκι ήταν κατηφορικό Ο φωτισμός ειδυλλιακός ,οι ευωδιές των νυχτολούλουδων μεθυστικές και η μουσική που έρχονταν από το χώρο της πισίνας ήταν απαλή .Ολα έδειχναν πολυτέλεια ,άνεση ,ατμοσφαιρική ηδονή.

Ό,τι  μπάγκαλος είχαν συναντήσει στη μικρή τους διαδρομή ,ήταν  πέτρινο σα τα γνωστά μαντριά του νησιού της.Ένα  τέτοιο ήταν και το δικό τους.Απαλή λιτή η επίπλωση των δυο δωματίων και του χώρου υποδοχής.

Τα ξύλινα παντζούρια ήταν  ανοιχτά.Είχαν  προβλέψει .Το αιρκοντίσιον δούλευε .

Η Μαρούλα το έκλεισε και άνοιξε το τζάμι.Στάθηκε πίσω από τη σίτα Μπροστά της χόρευαν τρελλούς ρυθμούς τα έντομα .Προσπάθησε να προσανατολιστεί.Δε κουράστηκε καθόλου. Η ευωδιά του λιβανιού της ερέθισε τη μνήμη και η ματιά της έπεσε στο μικρό ημικυκλικό παραθύρι που τρεμόπαιζε η φωτιά του καντηλιού. Έδινε την εντύπωση πως ξεψυχούσε από λεπτό σε λεπτό, άνοιξε την πόρτα και πετάχτηκε έξω βιαστική Ο φωτισμός του μονοπατιού ήταν  αρκετός για να την οδηγήσει εκεί που νοσταλγούσε .Το τεράστιο κλειδί της μικρής ξυλόπορτας βρισκόταν πάνω στην κλειδαριά.Παλιά το φύλαγε η κυρα Σεβαστή. Τώρα το βρήκε πάνω στην μεγάλη κλειδαρότρυπα.  Πάντα της έκανε εντύπωση το μέγεθος του σε σχέση με την μικρή ταπεινή πορτούλα. Θαρρείς και αμπάρωνε την Παναγία των Παρισίων Το γύρισε,άνοιξε.Η ευωδιά μοναδική ,ίδια με του θεού. Το καντηλάκι της ξαψυχούσε πάνω στο φυτιλάκι του.  Έψαξε το λάδι ,γέμισε το γυαλί ,πήρε ανάσα το λουμίνι ,συνέχισε να φωτίζει το γνωστό εικόνισμα,με τη γλυκειά μορφή της όμορφης κόρης Βαρβάρας που την έσφαξε ο ίδιος της ο πατέρας γιατί ασπάστηκε τον Χριστιανισμό.Έκαμε μακρύ σταυρό και έπεσε στα γόνατα μετά το δάκρυ της .Είχε προλάβει να την προσκυνήσει πρώτο.

Σ´ευχαριστω Αγία Βαρβάρα μου που με αξίωσες.

Μάζεψε τα συναισθήματα της και γύρισε στο πέτρινο σπιτάκι να περιμένει την αυγή.Τώρα ήξερε καλά που βρισκόταν ακριβώς και τι την περίμενε αύριο .

 

Μάτι δεν έκλεισε όλη τη νύχτα.Το χάραμα τη βρήκε ντυμένη.Ο συντροφός της και τα παιδιά κοιμόταν .Βγήκε στην πρωινή αρμυρή δροσιά ,άνοιξε τα πνευμόνια της με μια βαθειά εισπνοή απ´αυτές τις ζωογόνες της πατρίδας που είχαν προστατευτικό κουκούλι τα παιδικάτα της φλουριά,έκαμε το σταυρό της προς την κατεύθυνση του ξωκλησιού και γύρισε αριστερά.Δε πίστευε στα μάτια της .Τη φόβιζε η ανατροπή. Δεν άντεχε να την αντικρύσει.´Ηταν κι ο λόγος της απόφασής της να μη μπει καθόλου στο χωριό.Δεν άντεχε τα αραχνιασμένα σπίτια και τους μαυροφορεμένους καθρέφτες εκείνους που κράταγαν φυλακισμένες τις εφηβικές της κοκετιές .

Ευτυχώς το νεκροταφείο ήταν κοντά στο ξενοδοχείο,έξω απο το χωριό .Εκεί θα πήγαινε αργότερα .Προς το παρόν περπατούσε ανάμεσα στο στενό δρομάκι το νοτισμένο με την θαλασσινή αρμύρα μπλεγμένη με την ευωδιά του νυχτολούλουδου που κρατούσε ακόμα ,πριν οι αχτίδες του ήλιου ξεμυτίσουν και την ασφαλίσουν στα πέταλα των λουλουδιών τους που κλίνουν ερμητικά για να ξανανοίξουν τη νύχτα. Ήταν η πρώτη φορά που διερωτήθηκε γιατί τα νυχτολούλουδα φοβούνται το φως ; Μπου!!!

Έριξε το βλέμμα της μπροστά και ω του θαύματος τα κλήματα στη θέση τους.Τα τσαμπιά τους χρύσιζαν στο πρώτο χρώμα της αυγής και οι ασπροσυκιές φορτωμένες καρπούς έσταζαν τα μελωμένα τους δάκρυα .Το μόνο που έλειπε ήταν το αγκαθωτό συρματόπλεγμα και οι ρεβυθιές .

Ένας νεαρός ,υπάλληλος του συγκροτήματος πλησίασε με ενα καλάθι κι ενα κλαδευτήρι.

« Good morning lady»

« Καλημέρα»απάντησε η Μαρούλα.

« Μπορείτε να κόψετε ότι θέλετε .Εγώ  θα κόψω για τον πρωινό μπουφέ.»

« Πως και ξέμεινε το αμπελάκι αυτό;»

« Ήταν  μέσα στη συμφωνία του πωλητή με τον αγοραστή Ήθελε λέει να το βρει η κόρη του και τα εγγόνια του όταν κάποτε γυρίσουν από την ξενητειά.Βόλεψε στον αγοραστή.Το χαίρονται οι πελάτες .Κόβουν μόνοι τους σταφύλια και σύκα και το ευχαριστιούνται .Και σεις μπορείτε να κόψετε».

Έριξε τη ματιά της στη γνωστή γωνιά

« Ρεβυθιές δε φυτεύετε πια;»

Την κοίταξε περίεργα.Να δεις θα είναι η κόρη του σκέφτηκε Μόνο αυτή γνώριζε τις ρεβυθιές .Είστε από τα μέρη μας; ρώτησε πλαγίως.

« Ναι κάπου από δω κοντά» Δεν είχε νόημα το περισσότερο.Ήταν  πολύ νέος για να θυμάται.

« Δε θυμάμαι να φυτέψαμε ποτέ.Οι ξένοι δεν τα τρώνε ,τους φαίνονται ξυνά»

Γιατί να θυμάται;.Ποιός ήταν για να θυμάται; Ποιός ήταν για να γνωρίζει την ιστορία του αμπελιού; Πως να ξέρουν οι ξένοι τι ήταν οι καραμέλες «ραντεβού» που αντικαταστάθηκαν με τα ξυνορέβυθα για να μη θυμίζουν πατρική αγκαλιά;»

Έψαξε το κλήμα με το Λημνιό καλαμπάκι που της άρεζε.Ήταν στη θέση του. Ένα και μοναδικό ,το φύλαγε σα τα μάτια του ο Αγοραστός για τη Μαρούλα του,που τις άρεσαν τα ξυνοστάφυλα, τα καλαμπάκια.

«Πλύνε τα καλά της έλεγε.Έτσι πυκνές που είναι οι ρώγες τους αραχνιάζουν. Πρόσεχε μη φας καμιά αραχνούλα

Έκοψε ενα τσαμπί, χαιρέτισε τον νεαρό έφυγε .

 

Είχε άλλη μια διαδρομή να κάμει.Την κατηφόρισε.Ήταν προετοιμασμένη να αντικρύσει το σκαρί της «Μαρούλας» σε αποσύνθεση .Την τρόμαζε η ιδέα .Καλλίτερα να μην υπήρχε καθόλου.Και γιατί να υπήρχε ; Τι νόημα θα είχαν τα καραβοτσακισμένα του όνειρα μέσα σε τούτη την πολυτέλεια;

Κι ο Ιωνάς; Λένε πως είναι  αιωνόβιοι οι γλάροι ,αντέχουν στο πένθος.

Τίποτα δεν είχε αγαπήσει πιότερο στη ζωή της από τη θάλασσα που είχε φωλιάσει στην αγκαλιά ετούτη του νησιού .

Λαχταρούσε να ξαναχαϊδέψει τα αυτιά της η φωνή του γνωστού πρωινού κύματος της γαλήνης της.Ω τι απαλό χάδι! Πόσο της είχε λείψει;.Να χαρεί τα παιχνιδίσματά του με τα λευκά ολόλευκα της δαντελιά ,που αφρόπαιζαν σα μισοφόρια κάτω από το φόρεμά της το γαλάζιο! Να στριμώξει τη ματιά της στο βαθύ μπλε της δεξιάς γωνιάς που επέβαλαν οι σκιές των γουβωμένων βράχων .Κι ύστερα να την απλώσει στο απέραντο το θαλασσί, που ο βασιλιάς καθώς όδευε προς το θρόνο της ολοήμερης εξουσίας του σκορπούσε αποχρώσεις της αρεσκείας του τούτη την ώρα.

Να πλανευτεί,να ονειρευτεί να αφεθεί στα ταξίδια της φαντασίας της αυτά τα βιωμένα και τα αβίωτα.Ήταν η μόνη που είχε την ικανότητα να πάρει από πάνω της την κακιά ενέργεια…να την ηρεμήσει ,να τη στολίσει ,να της χαρίσει όρεξη για όποια ήθελε να συμβούν μέσα στη μέρα.

« Θάλασσα δε σε έβγαλα ποτέ μέσα από το μυαλό μου»

Οι πρώτοι κρωγμοί των αγουροξυπνημένων γλάρων συμμάζεψαν τα αχαλίνωτα συναισθήματα της .Τα μάτια της έψαξαν.

Ω ναι !Το σκαρί ήταν  εκεί.Στου γυαλού τα ήσυχα νερά καθρέφτιζε τις πρωινές του κοκετιές Καθώς έπεφταν πάνω του οι πρώτες ηλιαχτίδες της Ανατολής ,το άλυκο περιβραχιόνιο του σκαριού ζωντάνευε μέσα στα γαλήνια νερά του μικρού λιμανίσκου της Αγίας Βαρβάρας και οι κατακόκκινες συλλαβές της «Μαρούλας»τρεμόπαιζαν μές τον καθρέφτη των νερών

Δε πρόφτασε να συμμαζέψει τα συναισθήματά της όταν ένιωσε το πλανάρισμα του Ιωνά δίπλα της .Κάθισε στο δεξί της πλευρό ,έσκυψε στ´αυτί και της ψιθύρισε

« Άργησες Μαρουλιώ»

« Καλέ μου Ιωνά ,είχε δίκιο ο θείος που σε είχε διαλέξει για τον καλύτερο του φίλο .Νάχε διάβα να σε δει καθισμένο στον ώμο μου;Μόνο σε κείνον χάριζες τούτες τις σκερτσόζικες χαρές» ψυθίρισε το Μαρουλιώ και γύρισε την παλάμη της ανάποδα να σκουπίσει τη σταγόνα που κατρακυλούσε.

 

« Ήρθατε πολύ νωρίς κυρία.Στις 11 ξεκινούνε οι εκδρομές μας» ακούστηκε πίσω της η φωνή του καπετάνιου με το λοξό μαύρο κασκέτο να σκεπάζει το δεξί αυτί.Στο μέτωπό του το γνωστό ξανθό φούντωμα επαναστατούσε στη πρωινή θαλασσινή δροσιά.

«Βασίλη !!!»

« Μαρούλα !!!»

Ο Ιωνάς πέταξε πάνω από τα αγκαλιάσματά τους και τους άφησε να χορταστούνε ….

Η μόνη αγκαλιά που ήλπιζε να την υποδεχτεί ήταν εκεί ,καλοπληρωμένος καπετάνιος του καϊκιού που έκανε θαλασσινές εκδρομές για τους πελάτες του ξενοδοχείου

«Α…είναι διακριτικός ο μπαγάσας .Μόνο το αφεντικό του ζήλευε» είπε ο ξαδερφός της καθώς η ματιά του ακολούθησε το πέταγμα του γλάρου

Ο Βασίλης έλυσε τον κάβο ,τράβηξε το σκαρί εκεί που σκα το κύμα.Εβαλε γόνατο .

«Μπρος πήδα πάνω να πάμε μια βόλτα στα παλιά.»

«Μια βόλτα στο όνειρο» …. με τον Ιωνά να πετά πάνω τους και να σιγοτραγουδά…

«Όταν πετάς από ψηλά μοιάζει η γη με ζωγραφιά»🎶🎶🎶🎶

 

Δείτε περισσότερα

Σχετικά Άρθρα

Back to top button