Καραντίνα και ψάρια !
Καραντίνα και ψάρια
Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης
Τα τελευταία 25 χρόνια τα ψάρια στις θάλασσες μας μειώνονται συνεχώς, κυρίως εξαιτίας της υπεραλίευσης. Εντούτοις, ουδέν κακόν αμιγές καλού, όπως έλεγαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι. Η καραντίνα φαίνεται ότι εξελίσσεται σε μια μεγάλη ευκαιρία για την ανάκαμψη του αριθμού των ψαριών στις ελληνικές θάλασσες.
Αν και η ανάκαμψη των αποθεμάτων θα φανεί πρακτικά στις ψαριές του 2021, του 2022 και του 2023, εντούτοις υπάρχουν οι πρώτες ενδείξεις που δείχνουν ότι η περίοδος της πανδημίας ωφέλησε. Κι αυτό οφείλεται στο ότι λόγω πανδημίας το ποσοστό ψαριών που αλιεύεται κυμαίνεται μόλις στο 10% αυτών που θα ψαρεύονταν. Εκεί που θα ψάρευε όλος ο ελληνικός αλιευτικός στόλος για να καλύψει τη ζήτηση στην αγορά, αυτό δεν έγινε. Άρα τα αποθέματα έχουν μια ευκαιρία να επανακάμψουν σε ένα σημείο που δεν μπορούμε να το εκτιμήσουμε αριθμητικά πόσο θα είναι, αλλά σίγουρα η κατάσταση θα είναι πολύ βελτιωμένη σε σχέση με τις προηγούμενες χρονιές.
Η περίοδος της καραντίνας συνέπεσε και με την περίοδο αναπαραγωγής πολλών ψαριών, κι αυτό βοήθησε ακόμη περισσότερο στην ανάκαμψη του θαλάσσιου πληθυσμού.
Επίσης, οι περιορισμοί εξαιτίας της πανδημίας μείωσαν και τη ζήτηση στην κατανάλωση των ψαριών, αφού είχαμε μειωμένο τουρισμό και γενικά μικρότερη κατανάλωση. Ήταν η εποχή που η χώρα κανονικά θα φιλοξενούσε εκατομμύρια τουρίστες, αρκετοί από τους οποίους θα απολάμβαναν ψάρια και ψαρομεζέδες σε μια από τις χιλιάδες ελληνικές ταβέρνες. Η απουσία τους βοήθησε στην αύξηση των αλιεύματων όπως και το γεγονός ότι τα εστιατόρια ήταν κλειστά καθ’ όλη τη διάρκεια της Σαρακοστής όπου συνήθως τρώμε ψάρι. Αλλά και ο περιορισμός των, μετακινήσεων μείωσε κι αυτός τις αγορές ψαριών από τους καταναλωτές στις ψαραγορές.
Η φετινή απρόσμενη αύξηση των αλιευμάτων παρατηρείται μετά από 25 χρόνια ακριβώς. Η τελευταία χρονιά που η Ελλάδα είχε καλή αλιευτική απόδοση ήταν το 1995.
Η χώρα μας είναι ναυτική. Για αιώνες οι Έλληνες έζησαν σε σημαντικό βαθμό με πλούτο που παρήγαγαν στην θάλασσα, είτε κάνοντας εμπόριο, είτε αλιεύοντας τον τεράστιο αλιευτικό πλούτο που είχε το Αιγαίο και οι θάλασσες που περιβάλλουν την χώρα μας.
Για πολλές δεκαετίες στον 20ο αιώνα η χώρα μας είχε έναν από τους μεγαλύτερους αλιευτικούς στόλους στη Μεσόγειο και ίσως και στον κόσμο. Ακόμα και σήμερα διαθέτει τον μεγαλύτερο αλιευτικό στόλο στην ΕΕ. Οι Έλληνες αλιείς ήταν και είναι γνωστοί σε όλη την υφήλιο όπως και οι Έλληνες ναυτικοί.
Η μείωση, πάντως, των ιχθυοαποθεμάτων τα τελευταία χρόνια είναι πολύ μεγάλη και ανησυχητική. Υπήρχε και εξακολουθεί να υπάρχει η άποψη σε πολλούς επαγγελματίες ψαράδες ότι, όσο περισσότερο ψαρεύουν τόσο περισσότερο κερδίζουν, ενώ στην πραγματικότητα αυτή η σχέση είναι μεν σωστή, αλλά μόνο βραχυπρόθεσμα, μέχρι ένα σημείο. Από κει και πέρα ψαρεύεις και βγάζεις λιγότερο. Αλλά επειδή βγάζεις λιγότερα, ψαρεύεις περισσότερο.
Πάνω από το 80% των ψαριών στις ελληνικές θάλασσες υπεραλιεύεται και το νούμερο μπορεί να φτάνει μέχρι το 90-95% συνολικά στη Μεσόγειο για τα εμπορικά είδη. Ο μπακαλιάρος παραμένει ένα από τα πιο γνωστά εμπορικά είδη που γνωρίζουμε και βρίσκεται σε χειρότερη κατάσταση, χωρίς πάντως να κινδυνεύει να εξαφανιστεί σαν είδος. Αυτός ο μπακαλιάρος μπορεί να φτάσει το ένα μέτρο σε μήκος, και βάσει της νομοθεσίας επιτρέπεται να ψαρεύεται από τα 20 εκατοστά και πάνω. Αυτό όμως που τρώμε, δηλαδή το μπακαλιαράκι στις ταβέρνες, συνήθως είναι βία-βία 15-17 εκατοστά, το οποίο σημαίνει ότι και παράνομο είναι και κακό κάνει στο απόθεμα.
Σε καλύτερη κατάσταση από ότι δείχνουν τα τελευταία νούμερα είναι οι γαρίδες και οι γάμπαρες. Από το 2016 ανακάμπτει σταθερά και ο γαύρος και, πιθανώς, και η σαρδέλα.
Αν και η θαλάσσια ζωή δεν σφύζει σε κανένα πέλαγος της χώρας έτσι όπως γνώριζαν τις θάλασσες οι άνθρωποι που σήμερα είναι 80 χρονών, εντούτοις το Βόρειο Αιγαίο με το Θρακικό πέλαγος και τον Θερμαϊκό Κόλπο παραμένουν το μεγαλύτερο αλιευτικό πεδίο της χώρας. Είναι οι περιοχές στις οποίες βγαίνουν τα περισσότερα ψάρια. Κυρίως αυτό οφείλεται γιατί εδώ βγαίνει το 80% της παραγωγής του γαύρου και της σαρδέλας, τα οποία είναι και τα είδη που ψαρεύονται περισσότερο στην Ελλάδα.
Στη χώρα μας φαίνεται ότι δεν θέλουμε να δούμε το πρόβλημα κατάματα. Για παράδειγμα, αν και το αλιευτικό εργαλείο, η βιντζότρατα, έχει απαγορευτεί σε πανευρωπαϊκό επίπεδο από το 2006, η Ελλάδα, είτε με το πρόσχημα ότι εκκρεμεί η επιστημονική έρευνα πάνω στο εργαλείο, είτε ότι λείπουν επαρκή στοιχεία τα οποία και θα πρέπει να συγκεντρωθούν, κατάφερνε να παίρνει συνέχεια παρατάσεις για αρκετά χρόνια με παραθυράκια.
Φυσικά μερίδιο στην ευθύνη για τη μείωση, λιγότερο βέβαια, έχουν ο συχνά ελλιπής έλεγχος του λιμεναρχείου, η παράνομη αλιεία κ.ά.
Πάντως, από το 2003 μέχρι σήμερα ο ελληνικός αλιευτικός στόλος έχει μειωθεί σημαντικά, στα πλαίσια της εφαρμογής των κανόνων της Κοινής Ευρωπαϊκής Αλιευτικής Πολιτικής, κυρίως μέσω της εφαρμογής του μέτρου της οριστικής παύσης των αλιευτικών δραστηριοτήτων, με οικονομική ενίσχυση, από τα Επιχειρησιακά Προγράμματα Αλιείας.
(Πηγή: ΕΘΝΟΣ 15-5-20)
Στη Σουηδία πριν από 8 χρόνια παρατήρησαν ότι τα ψάρια τους στη Βόρεια Θάλασσα είχαν μειωθεί σημαντικά, στο 20%. Απαγόρεψαν τότε το ψάρεμα ουσιαστικά για 2 χρόνια, με ταυτόχρονη μεγάλη οικονομική στήριξη των ψαράδων. Νομοταγείς όπως είναι, κανείς ψαράς δεν βγήκε να ψαρέψει, εξάλλου υπήρχε – και εξακολουθεί να υπάρχει – δορυφορικός έλεγχος της κίνησης όλων των αλιευτικών σκαφών. Αποτέλεσμα: Πολύ μεγάλη αύξηση των ιχθυοαποθεμάτων.
Σε μας εδώ στην Ελλάδα φαίνεται ότι μπορούμε να περιμένουμε κάτι ανάλογο να συμβεί – σε μικρότερη βέβαια κλίμακα – λόγω των περιοριστικών μέτρων της πανδημίας.