Κώστας Βάρναλης, 46 χρόνια από τον θάνατό του
Κώστας Βάρναλης, 46 χρόνια από τον θάνατό του
Της Δεσπ. Παπαδοπούλου (Καθηγήτρια, φιλόλογος)
«Μ’ αστροφεγγιές ολόβαθες , τριανταφυλλιά χαράματα
με φεγγαρομαλάματα
κι όταν σιγά κι αγάλι
βρέχει ουρανός σε μια μεριά κι ηλιοφωτάει στην άλλη»
(από το Φως που καίει)
Γεννήθηκε στον Πύργο της Ανατολικής Ρωμυλίας το 1884 και στις 16 Δεκεμβρίου 1974 έφυγε από τη ζωή πλήρης ημερών ο ποιητής, χρονογράφος και δημοσιογράφος Κώστας Βάρναλης. Ήταν την ημέρα που η ΕΣΗΕΑ τον τίμησε με το χρυσό εύσημο της δημοσιογραφίας. Εκείνος όμως, όντας ασθενής, αδυνατούσε να παρευρεθεί στην τελετή και το εύσημο του επιδόθηκε στο σπίτι από αντιπροσωπεία. Η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε δυο ώρες αργότερα και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, όπου στις 10 το βράδυ της 16ης Δεκεμβρίου 1974, ημέρα Δευτέρα, άφησε την τελευταία του πνοή. Η κηδεία του στις 18 Δεκεμβρίου, πέντε μήνες μετά την πτώση της δικτατορίας, πήρε διαστάσεις παλλαϊκής εκδήλωσης.
Ο Βάρναλης είναι ο ποιητής με την μακροβιότερη λογοτεχνική παρουσία στα ελληνικά γράμματα του 20ου αιώνα. Μια παρουσία που διήρκεσε εβδομήντα χρόνια, από το 1904, με τη δημοσίευση των πρώτων ποιημάτων στο περιοδικό «Νουμάς», μέχρι το τελευταίο του ποίημα τον Οκτώβρη του 1974, που δημοσιεύτηκε στη μεταθανάτια συλλογή του «Οργή λαού». Σ’ αυτά τα εβδομήντα χρόνια δεν ασχολήθηκε μόνο με την ποίηση, αλλά αγκάλιασε όλους σχεδόν τους τομείς του γραπτού λόγου: πεζογραφία, μετάφραση, κριτική, χρονογράφημα, δημοσιογραφία, θέατρο. Η πιο δημιουργική δεκαετία αυτής της εβδομηντάχρονης πορείας είναι η δεκαετία 1922-1933, αλλά ταυτόχρονα και η πιο «πολεμική» θα λέγαμε, αφού, εξ αιτίας του έργου του, θα απολυθεί από τη Μέση Εκπαίδευση και αργότερα θα εξοριστεί. Αν παρακολουθήσουμε κάποιους σταθμούς της λογοτεχνικής του παραγωγής, ιδίως την ταραγμένη περίοδο 1917 έως 1936 θα δούμε και τον αντίκτυπο που αυτή είχε στην ζωή του ποιητή:
Χρονολόγιο
–Τον Σεπτέμβριο του 1917 τοποθετείται στο Α΄ Γυμνάσιο Πειραιώς. Την χρονιά αυτή δημοσιεύει, ποιήματα στο περιοδικό «Λόγος», δίνει διάλεξη στον «Παρνασσό» για τον Βιζυηνό που προκαλεί τον έπαινο του Παλαμά αλλά και διαμαρτυρίες των υπερασπιστών της καθαρεύουσας που τον κατηγορούσαν για «ακόλαστον φανατισμόν» προς την μαλλιαράν».
–Τον Οκτώβριο του 1918 συμμετέχει σε διαγωνισμό εκπαιδευτικών που προκήρυξε το Υπουργείο Παιδείας, όπου κερδίζει την μοναδική υποτροφία για μετεκπαίδευση στο Παρίσι στον κλάδο της νεοελληνικής φιλολογίας.
–Τον Φεβρουάριο του 1921 επιστρέφει στην Αθήνα και τοποθετείται στο Γ΄ Γυμνάσιο Πειραιώς. Το καλοκαίρι θα βρεθεί στην Αίγινα όπου θα αρχίσει να γράφει «Το φως που καίει».
–Το 1922 στο περιοδικό «Νεολαία» της ΟΚΝΕ δημοσιεύει το ποίημα «Μοιραίοι». Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς εκδίδει στην Αλεξάνδρεια από το περιοδικό «Γράμματα» την ποιητική σύνθεση «Το φως που καίει» με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας.
–Το 1923 συνεργάζεται με τον «Ριζοσπάστη» ως Δήμος Τανάλιας, δημοσιεύει στο «Νουμά» το ποίημα «Στο πέρασμά σου», ενώ στην Αλεξάνδρεια εκδίδει , από τα «Γράμματα», τη συλλογή διηγημάτων «Ο λαός των μουνούχων» με το παραπάνω ψευδώνυμο.
–Το καλοκαίρι του 1924 επιστρέφει στην Αθήνα από το Παρίσι προσκεκλημένος από τον Δημήτρη Γληνό να αναλάβει την διδασκαλία της νεοελληνικής λογοτεχνίας στη νεοσύστατη Παιδαγωγική Ακαδημία της οποίας διευθυντής είναι ο Γληνός. Το Νοέμβριο του ίδιου έτους η «Εστία» δημοσιεύει άρθρα εναντίον της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης εστιάζοντας την κριτική της σε στίχους από το «Φως που καίει» που τους χαρακτηρίζει «αντιπατριωτικούς». Κι ενώ ο Αλέξανδρος Δελμούζος, διευθυντής του Μαρασλείου παίρνει θέση υπερασπιζόμενος την ελευθερία συνείδησης των εκπαιδευτικών, κάποιος στέλνει στον πρωθυπουργό (Ανδρέα Μιχαλακόπουλο) ένα αντίτυπο του Φωτός που καίει. Έτσι δρομολογείται υπηρεσιακή έρευνα.
–Στα τέλη Μαρτίου του 1925 καταδικάζεται σε εξάμηνη παύση, απόφαση που επιφέρει διαμαρτυρίες των λογίων και πολιτικών της Αθήνας. Ακολουθούν διαμαρτυρίες των λογίων της Αλεξάνδρειας και με την υπογραφή του Κ.Π.Καβάφη, και των λογίων της Μυτιλήνης. Την ίδια χρονιά εκδίδει την μελέτη «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική», συνεργάζεται με το περιοδικό «Φιλική Εταιρεία» του Φώτη Κόντογλου όπου προδημοσιεύει τμήμα των «Σκλάβων Πολιορκημένων», με το ψευδώνυμο Κώστας Γιαβής. Με την λήξη της εξάμηνης παύσης του μετατίθεται δυσμενώς στα Χανιά όπου αρνείται να παρουσιαστεί.
–Το 1926 καλείται σε απολογία για την μη ανάληψη υπηρεσίας και απολύεται οριστικά τον Φεβρουάριο τιμωρούμενος, όπως έγραψε ο ίδιος αυτοσαρκαζόμενος, «ως δημόσιος υπάλληλος ενώ είχε φταίξει ως ποιητής». Ως συνεργάτης της εφημερίδας «Πρόοδος» μεταβαίνει στο Παρίσι. Επιστρέφει στην Ελλάδα όπου παίρνει απορριπτική απάντηση στην αίτησή του για συνταξιοδότηση.
–Το 1927 εκδίδει την ποιητική του σύνθεση «Σκλάβοι πολιορκημένοι» με το πραγματικό του όνομα.
–Το 1928 συνεχίζει να δημοσιεύει άρθρα και ποιήματα σε διάφορα περιοδικά της εποχής, ενώ καλείται από την Ιερά Σύνοδο να απολογηθεί για διάδοση « αθεϊστικών θεωριών, πρόσκληση την οποία αγνοεί.
–Στο τέλος του 1929 εκδίδεται εγκύκλιος της Ιεράς Συνόδου για το «κύμα ασεβείας και αθείας» με ευθεία επίθεση ονομαστικά στον ποιητή.
–Το 1930 δουλεύει τη δεύτερη έκδοση της σύνθεσης «Το φως που καίει», τον Φεβρουάριο δημοσιεύει το ποίημα «Οδηγητής», που είναι μέρος της σύνθεσης, στο περιοδικό «Πρωτοπόροι» και στις 13 Δεκεμβρίου υπογράφει έκκληση διανοουμένων για τη σωτηρία των κομμουνιστών φαντάρων στο Καλπάκι.
–Στο τέλος του 1931 εκδίδει το βιβλίο του «Η αληθινή απολογία του Σωκράτη».
–Το 1933 κυκλοφορεί τα «Δώδεκα διαλεχτά παραμύθια διαφόρων λαών», ενώ είναι ιδρυτικό μέλος της «Αντιχιτλερικής Επιτροπής Βοήθειας» στα θύματα του ναζισμού.
–Το 1934 είναι ιδρυτικό μέλος της «Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών». Μαζί με τον Γληνό συμμετέχει ως αντιπρόσωπος των Ελλήνων συγγραφέων στο 1ο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων στη Μόσχα και τις εντυπώσεις του τις δημοσιεύει στον «Ριζοσπάστη» και στον «Ελεύθερο Άνθρωπο».
–Το 1935 εξορίζεται μαζί με τον Γληνό και άλλους αριστερούς διανοούμενους στον Αη Στράτη από τον Οκτώβριο έως τον Δεκέμβριο. Τότε αναπτύσσεται ένα διεθνές κίνημα αλληλεγγύης, Γάλλοι διανοούμενοι συγκεντρώνουν 80.000 υπογραφές για την απελευθέρωση των εκτοπισμένων. Την ημέρα των Χριστουγέννων αποφυλακίζεται και επιστρέφει στην Αθήνα. Αρχίζει να δημοσιεύει τις εντυπώσεις του από την εξορία στον «Ανεξάρτητο».
Ακολουθούν τα δύσκολα χρόνια της Μεταξικής Δικτατορίας και του πολέμου.Το 1957 τιμήθηκε με το Βραβείο Λένιν για την ειρήνη. Η δικτατορία του 1967 τον ταράζει βαθιά και βρίσκει καταφυγή στην ποίηση.
Ο Βάρναλης, μείζων ποιητής του καιρού του, κατάφερε να κυριαρχήσει στην ελληνική πνευματική ζωή του μεσοπολέμου αφήνοντας ένα πλούσιο έργο που προκαλεί έντονο θαυμασμό αλλά και επιθέσεις. Άλλωστε αυτό το είχε διαβλέψει ο Κ. Παλαμάς με αφορμή το έργο «Αληθινή απολογία του Σωκράτη». Έγραψε λοιπόν ο Παλαμάς στο Βάρναλη: «Με τα γραμμένα σου μου φαίνεται, πως δυο κλίκες ζεσταίνεις, εκείνους που θέλουνε να σ’ αφορίσουν, κι εκείνους που ζητάνε να σε φιλήσουν…»
Δέσποινα Παπαδοπούλου 16/12/2020