Κόβουν τις Παπαρούνες το Σύμβολο του Α Παγκοσμίου Πολέμου
Το Γκρέιντερ του Επαρχείου κόβει χόρτα και παπαρούνες κατά μήκος του οδικού μας δικτύου, από το Αεροδρόμιο μέχρι το Συμμαχικό Νεκροταφείο του Μουδρου, από όπου θα περάσουν οι “επίσημοι”, Έλληνες και Αυστραλοί, για τις Εκδηλώσεις Μνήμης της Εκστρατείας της Καλλίπολης.
Κόβουν τις Παπαρούνες εν όψει μιας Επετείου του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου όταν οι Παπαρούνες ήταν το Σύμβολο των Συμμάχων εκείνου του Πολέμου.
Το δημοσίευμα της Δέσποινας Παπαδοπούλου που ακολουθεί είναι, με βάση τα παραπάνω, συγκλονιστικό !
Η ΠΑΠΑΡΟΥΝΑ
Σύμβολο του Α Παγκοσμίου Πολέμου
«Κι έξω στο φως οι παπαρούνες θα ξεκουφαίνουνε τον κόσμο με τις κόκκινες ζητωκραυγές τους»
Γιάννης Ρίτσος
της Δέσποινας Παπαδοπούλου
Στην αποτυχημένη οκτάμηνη εκστρατεία της Καλλίπολης (25 Απριλίου1915—9 Ιανουαρίου 1916), ένα θλιβερό κεφάλαιο στο αιματοβαμμένο βιβλίο του Α΄παγκοσμίου πολέμου, η Λήμνος έπαιξε σημαντικό ρόλο στις πολεμικές επιχειρήσεις για την κατάληψη της χερσονήσου της Καλλίπολης. Η Λήμνος, λόγω της σημαντικής θέσης της, ήταν το κύριο ορμητήριο των συμμάχων. Ο κόλπος του Μούδρου αποτελούσε ασφαλές λιμάνι για τα πολεμικά πλοία, ενώ στην χερσόνησο του Πορτιανού αναπτύχθηκαν στρατόπεδα ανάπαυσης και εξάσκησης των στρατιωτών και στήθηκαν νοσοκομεία εκστρατείας. Οι κάτοικοι της Λήμνου σε όλη αυτήν την περίοδο στάθηκαν βοηθοί και παρείχαν φιλοξενία και προστασία στους στρατιώτες με όποιον τρόπο μπορούσαν.
Η παπαρούνα καθιερώθηκε ως σύμβολο μνήμης των πεσόντων ύστερα από τη φονική μάχη που έλαβε χώρα στην κοιλάδα των παπαρούνων στη Φλάνδρα του Βελγίου. Παπαρούνες άνθισαν στο πεδίο της μάχης λίγες μέρες μετά την μεγάλη καταστροφή…
Για την ιστορία αναφέρουμε πως στην επιλογή της ως συμβόλου έπαιξε ρόλο το ποίημα που έγραψε ο Καναδός γιατρός στρατιώτης John McCrae με τίτλο «Στα λιβάδια της Φλάνδρας» (In Flanders Fields). Την προηγούμενη ημέρα, ένας φίλος και συμπολεμιστής του είχε πέσει στην δεύτερη μάχη της Φλάνδρας κοντά στο Ypres μαζί με χιλιάδες άλλους στρατιώτες -θύματα της παράνοιας που γεννά ένας πόλεμος. Αξίζει να αναφερθεί ότι στη μάχη αυτή έγινε για πρώτη φορά επιτυχημένη χρήση αερίων από τις γερμανικές δυνάμεις εναντίον των συμμάχων προκαλώντας ρήγμα στις γαλλικές θέσεις μήκους δεκαπέντε χιλιομέτρων περίπου. Η παπαρούνα έγινε από τότε σύμβολο της θυσίας και επιμνημόσυνο ανάθεμα στους τάφους των νεκρών στρατιωτών.
Στο μυθιστόρημα «Η Ζωή εν τάφω» ο μεγάλος μας πεζογράφος από τη Συκαμιά της Λέσβου Στρατής Μυριβήλης (1892-1969) καταγράφει τις οδυνηρές εμπειρίες του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου (1914-1918), ενός πολέμου που όχι μονάχα στοίχισε εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες, αλλά πρόσθεσε και μια άλλη πικρή εμπειρία, που προερχόταν από τη μακροχρόνια παραμονή των στρατιωτών στα χαρακώματα της πρώτης γραμμής. Ας μην ξεχνάμε πως ο συγγραφέας έζησε τον πόλεμο των χαρακωμάτων στο Μακεδονικό Μέτωπο (στην περιοχή Μοναστηρίου της Σερβίας) ως εθελοντής. Αξίζει να δούμε πώς περιγράφει ο συγγραφέας αυτό τον πόλεμο της «ακινησίας», τον πόλεμο των χαρακωμάτων:
« ..Είναι ο πόλεμος στο χαράκωμα που δουλεύει έτσι αργά και σίγουρα. Ο Πόλεμος, που προτού να τσακίσει το κορμί αποσυνθέτει πρώτα λίγο-λίγο κι αλύπητα την ψυχή μες στην απομόνωση της υπόγειας ζωής. Η αδιάκοπη τρομάρα που κατοικεί μαζί σου μέσα στ’ αμπρί…»(αμπρί: καταφύγιο, όρυγμα στο εσωτερικό τοίχωμα του χαρακώματος)
Και συνεχίζει παρακάτω:
«…Είναι, βλέπεις, μια παράξενη και μπερδεμένη δουλειά τούτος ο πόλεμος, που πρέπει να τη μάθεις με την αράδα. Είμαστ’ εδώ στην πρώτη γραμμή. Προκόβοντας και μαθαίνοντας θα προβιβαζόμαστε ως την πρώτη.Οι αξιωματικοί μας είπανε—τι σιγά και μυστηριώδικα!—πως αυτή τη φορά δεν είναι βαλκανικοί πόλεμοι. Εδώ δε χρειάζεται ενθουσιασμός, μήτε φασαρία κι «αέρα». Η ελληνική τρέλα εδώ είναι ελάττωμα. Γίνετ’ εδώ ένας πόλεμος υπόγειος. Όσο πιο καλά κρύβεσαι, τόσο πιο καλός στρατιώτης είσαι. Οι πολεμιστές δε φαίνουνται πουθενά, δεν ακούγουνται. Σκάβουν όλοι λαγούμια κάτ’ από τη γη. Μονάχα νιώθεις παντού τη μηχανική ενέργεια τεντωμένη χωρίς θόρυβο στο κατακόρυφο. Οι καλύτερες πολεμικές αρετές είναι τούτη τη φορά η αλεπουδίστικη πονηριά, η επιμονή του μερμηγκιού, η υπομονή του γαϊδάρου, το πείσμα της κατσίκας…»
Το εξώφυλλο του βιβλίου κοσμεί η παπαρούνα, έργο του μεγάλου ζωγράφου Σπύρου Βασιλείου (πρώτη έκδοση 1924), ο οποίος φιλοτέχνησε τα πρωτογράμματα και τις εικόνες του βιβλίου. Η παπαρούνα λοιπόν, έρχεται να υπενθυμίσει την ισχυρή παρουσία της ζωής ακόμη και σ’ ένα χώρο, όπως είναι τα πεδία των μαχών, στον οποίο ο Θάνατος μοιάζει να έχει πάντα τον πρώτο λόγο.
Η παπαρούνα συμβολίζει την ελπίδα για το μέλλον, την ελπίδα για την επιστροφή σε μια κατάσταση ειρήνης και ζωής, όπου θα διαλυθούν οι εικόνες της φονικής δράσης του πολέμου και όπου ο θάνατος θα υποχωρήσει. Εκεί που μέχρι πρότινος ο θάνατος αποτελούσε την κυρίαρχη παρουσία, η παπαρούνα φέρνει ένα μήνυμα ζωής και χαράς, προσφέροντας μια πολύτιμη συναισθηματική στήριξη στον κλονισμένο αφηγητή. Ο συγγραφέας σε δύο κεφάλαια του έργου του αναφέρεται στην παπαρούνα, στο δέκατο και στο εικοστό έβδομο με τίτλο « Ο λόφος με τις παπαρούνες» και « Η μυστική παπαρούνα» αντίστοιχα. Αξίζει να παραθέσουμε το σχετικό απόσπασμα από τη «Μυστική παπαρούνα» με τις μοναδικές ρεαλιστικές και συγχρόνως λυρικές περιγραφές:
«Το πόδι απόψε το νιώθω πολύ καλύτερα.
Μου ‘ρχεται να σηκωθώ σιγά σιγά, να προχωρέσω μέσα στο σιωπηλό χαράκωμα. Είναι πολύ παράξενο το χαράκωμα με τόσο φως. Φέγγει σαν μέρα και όμως δεν έχει φόβο. Το φεγγαρόφωτο από μακριά, σα δεν αντιλαμπίζει σε γυαλιστερό μέταλλο, δεν ξεσκεπάζει τίποτε. Μπορώ το λοιπόν να περπατώ λεύτερα κάτω από τον αχνό πέπλο του που προστατεύει σαν ασημί σκοτάδι.
Για μια στιγμή πάλι μου περνά η ιδέα πως ετούτη η μοναξιά είναι αληθινή. Πως τάχα σηκώθηκαν όλοι και φύγανε και μ’ αφήσαν μονάχον, ολομόναχον εδώ πάνω. Τότες μια κρυάδα περνά, λεπίδι, την καρδιά μου. Θα προτιμούσα να ξέρω πως ζούνε γύρω μου κρυμμένοι άνθρωποι, κι ας ήτανε μόνο οχτροί.
Προχώρεσα ως την άκρη του χαρακώματος του λόχου μας. Ως την έβγαση των συρματοπλεγμάτων. Εκεί είναι μια μυστική πόρτα που σφαλνά μ’ ένα αδράχτι οπλισμένο με αγκαθωτά τέλια. Επειδή το μέρος είναι ένα νταμάρι όλο πέτρα και δε σκάβεται, σήκωσαν ένα προκάλυμμα με γεώσακους. Έτσι λένε κάτι σακιά μεγάλα με χώμα που μ’ αυτά οχυρώνουν τα πετρώδικα χαρακώματα. Τα τσουβάλια αυτά κείτουντ’ εδώ χρόνον – καιρό έτσι. Θα φάγαν υγρασίες, βροχάδες, χιόνια και ήλιους. Ήρθαν και σάπισαν από τα νερά, ο ήλιος τα τσουρούφλισε και τα ‘καψε. Τραβώ το δάχτυλο μου πάνω τους. Λιώνει η λινάτσα. Σαν τα ξεθαμμένα ρούχα των πεθαμένων που ξεφτάνε, σταχτωμένα, με το πρώτο άγγιγμα. Είναι τσουβαλάκια φουσκωμένα-κάργα, όπως τα πρωτογέμισαν. Άλλα πάλι κρεμάζουν σαχλά, μισοαδειανά. Κάτου από το δυνατό φεγγάρι μοιάζουν με ψοφίμια σκυλιών, άλλα πρησμένα κι άλλα ξαντεριασμένα, σωριασμένα τόνα πάνου στ’ άλλο.
Από δω το θέαμα θα ‘ναι πιο όμορφο. Τώρα το κρυμμένο ποτάμι ακούγεται καλύτερα όπως φωνάζει μακριά, μες από τη βαθιά κοίτη του. Θέλω να βγάλω το κεφάλι ψηλά από το προπέτασμα, να ιδώ πέρα. Αν μπορούσα μάλιστα θα καβαλίκευα το χαράκωμα. Ακουμπώ το μπαστούνι στο τοίχωμα, σηκώνουμαι στη μύτη της αρβύλας του γερού μου ποδιού και γαντζώνω τα δάχτυλα στους γεώσακους που ‘ναι πάνω πάνω. Ένας απ’ αυτούς λιώνει με μιας κι αδειάζει τον άμμο του πάνω μου. Λοιπόν τότες έγινε μιαν αποκάλυψη! Μόλις ξεφούσκωσε αυτό το σακί, χαμήλωσε η καμπούρα του και ξεσκέπασε στα μάτια μου μια μικρήν ευτυχία. Αχ, μου ‘καμε τόσο καλό στην ψυχή, λίγο ακόμα και θα πατούσα μια τσιριξιά χαράς.
Ήταν ένα λουλούδι εκεί! Συλλογίσου. Ένα λουλούδι είχε φυτρώσει εκεί μέσα στους σαπρακιασμένους γεώσακους. Και μου φανερώθηκε έτσι ξαφνικά τούτη τη νύχτα που ‘ναι γιομάτη θάματα. Απόμεινα να το βλέπω σχεδόν τρομαγμένος. Τ’ άγγισα με χτυποκάρδι, όπως αγγίζεις ένα βρέφος στο μάγουλο. Είναι μια παπαρούνα. Μια τόση δα μεγάλη, καλοθρεμμένη παπαρούνα, ανοιγμένη σαν μικρή βελουδένια φούχτα.
Αν μπορούσε να τη χαρεί κανένας μέσα στο φως του ήλιου, θα ‘βλεπε πως ήταν άλικη, μ’ ένα μαύρο σταυρό στην καρδιά, με μια τούφα μαβιές βλεφαρίδες στη μέση. Είναι καλοθρεμμένο λουλούδι, γεμάτο χαρά, χρώματα και γεροσύνη. Το τσουνί του είναι ντούρο και χνουδάτο. Έχει κι έναν κόμπο που δεν άνοιξε ακόμα. Κάθεται κλεισμένος σφιχτά μέσα στην πράσινη φασκιά του και περιμένει την ώρα του. Μα δεν θ’ αργήσει ν’ ανοίξει κι αυτός. Και θα ‘ναι δυο λουλούδια τότες! Δυο λουλούδια μέσα στο περιβόλι του Θανάτου. Αιστάνουμαι συγκινημένος ξαφνικά ως τα κατάβαθα της ψυχής.
Ακουμπώ πάνω στο προπέτασμα σαν να κουράστηκα ξαφνικά πολύ.
Από μέσα μου αναβρύζουν δάκρυα απολυτρωτικά. Στέκουμαι έτσι πολλήν ώρα, με το κεφάλι όλο χώματα, ακουμπισμένο στα σαπισμένα σακιά. Με δυο δάχτυλα λαφριά, προσεχτικά, αγγίζω την παπαρούνα. Ξαφνικά με γεμίζει μια έγνοια, μια ζωηρή ανησυχία πως κάτι μπορεί να πάθει τούτο το λουλούδι, που μ’ αυτό μου αποκαλύφθηκε απόψε ο Θεός. Παίρνω τότες στη ράχη ένα γερό τσουβάλι (δαγκάνω τα χείλια από την ξαφνική σουβλιά του ποδιού), και τ’ ακουμπώ με προφύλαξη μπροστά στο λουλούδι. Έτσι λέω θα ‘ναι πάλι κρυμμένο για όλους τους άλλους. Χαμογελώ πονηρά. Κατόπι σηκώνουμαι ξανά στα νύχια κι απλώνω το μπράτσο έξω. Ναι. Το άγγισα λοιπόν πάλι! Τρεμουλιάζω από ευτυχία. Νιώθω τα τρυφερά πέταλα στις ρώγες των δαχτύλων. Είναι μια αναπάντεχη χαρά της αφής. Μέσα στο χέρι μου μυρμιδίζει μια γλυκιά ανατριχίλα. Ανεβαίνει ως τη ράχη. Είναι σαν να πεταλουδίζουν πάνω στην επιδερμίδα τα ματόκλαδα μιας αγαπημένης γυναίκας. Φίλησα τις ρώγες των δαχτύλων μου. Είπα σιγά σιγά:
– Καληνύχτα… καληνύχτα και να ‘σαι βλογημένη.
Γύρισα γρήγορα στ’ αμπρί. Ας μπορούσα να κάμω μια μεγάλη φωταψία… Να κρεμάσω παντού σημαίες και στεφάνια! Άναψα στο λυχνάρι τέσσερα φιτίλια και τώρα πασχίζω να τη χωρέσω εδώ μέσα, μέσα σε μια τόσο μικρή γούβα, μια τόσο μεγάλη χαρά. Η ψυχή μου χορεύει σαν μεγάλη πεταλούδα. Χαμογελώ ξαπλωμένος ανάσκελα. Κάτι τραγουδάει μέσα μου. Τ’ αφουγκράζουμαι. Είναι ένα παιδιάστικο τραγούδι:
Φεγγαράκι μου λαμπρό…»
Ολοκληρώνουμε την αναφορά μας στην παπαρούνα και τη σχέση της με τον ΑΠΠ με δύο ποιήματα: το «Στις πεδιάδες της Φλάνδρας» του Καναδού γιατρού-στρατιώτη John McCrae και ένα ποίημα της δικής μας Μαρίας Λαμπαδαρίδου Πόθου που το έγραψε τον Μάη του 2015 με τίτλο: «Όταν το άδικο γίνεται ιστορία των λαών»:
«Στις πεδιάδες της Φλάνδρας» (Σε ελεύθερη απόδοση )
«Στις πεδιάδες της Φλάνδρας, παπαρούνες ανθίζουν
Ανάμεσα στους σταυρούς σειρά με σειρά,
Την δικιά μας θέση έτσι θυμίζουν.
Κορυδαλλοί θαρραλέα πετώντας,
αψηφούν των όπλων την κλαγγή
σπάνια κελαηδίσματα τραγουδώντας.
Είμαστε οι νεκροί. Πριν λίγες μέρες,
ζήσαμε, νιώσαμε την αυγή και είδαμε την ομορφιά της δύσης.
Αγαπήσαμε και αγαπηθήκαμε, και τώρα κειτόμαστε
στις πεδιάδες τις Φλάνδρας.
Κράτα αυτό που έμεινε από την μάχη μας με τον εχθρό.
Σε σένα τ’ αδύναμά μας χέρια παραδίδουν τον πυρσό.
Κάνε τον δικό σου, κράτα τον ψηλά.
Και αν η πίστη σου καμφθεί για μας που ‘χουμε πεθάνει
δεν θα κοιμηθούμε ποτέ, όσο φυτρώνουν παπαρούνες
στις πεδιάδες της Φλάνδρας».
«Όταν το άδικο γίνεται ιστορία των λαών»
Σε είδα που πέρασες μπρος στα μάτια μου
κι ας ήταν εκατό χρόνια μετά
I
«Είδα την κίνηση του χεριού σου
τη νιότη σου που έγερνε αβοήθητη
Ποια ήταν η Καλλίπολη και γιατί
διέσχισες δύο ωκεανούς για να την φτάσεις
να πεθάνεις εκεί σε μια γη ξένη
άξενη
δεκαεφτά χρονώ παιδί
Είδα τον τρόμο στα μεγάλα μάτια σου
καθώς οι ριπές των όπλων τα σημάδευαν
Πού πήγε τόση σκοτωμένη νιότη
Πώς χώρεσε στην άνοιξη
Κι αν σε ρωτήσει; Τι του λες;
Για ποια γλυκιά πατρίδα σκοτώθηκε;
Για ποια ιδέα;
Γλυκιά μόνο η γη που σε αγκάλιασε νεκρό
που σε νανούρισε στον κόρφο της
της Λήμνου η αγαπημένη γη
που σας ονόμασε παιδιά της.
II
Ονόματα χαραγμένα πάνω στην πέτρα
που μόνο οι αύρες οι θαλασσινές τα θωπεύουν
τις νύχτες τις έρημες
όταν το φεγγαρόφωτο κάνει αβάσταχτη την ομορφιά
και πάνω στη σιωπή σου σαν δάκρυ κυλάει
το έρημο υγρό φεγγαρόφωτο
που κάνει αβάσταχτη την ομορφιά
ώσπου να βγει το άστρο της αυγής
στο μέτωπο να σε φιλήσει
και σαν παιδί να γείρεις
πα΄στην ασάλευτη σιωπή
πάνω στο Άδικο που πάντα περισσεύει
να γείρεις δίχως όνειρα
στη γη που σε αγκάλιασε
που έγινε μάνα κι αδερφή στον ύπνο σου
και αγαπημένη
III
Σε είδα που πέρασες μπρος στα μάτια μου
κι ας ‘ήταν εκατό χρόνια μετά
ως η ημέρα η εχθές
στον άπειρο χρόνο της μοναχικής στιγμής
όταν η ψυχή κλαίει για το άδικο
όταν το Άδικο Γίνεται Ιστορία Των Λαών.
Μάης του 2015 από μια ταινία που είδα,
Καλλίπολις ή ANZAC
Εκατό χρόνια μετά.»
Δέσποινα Παπαδοπούλου 28 Απρίλη 2023