Περιοδικό

Μια Γερμανίδα γόησσα του 1930. Ένας Λημνιός μεταπτυχιακός φοιτητής στη Νυρεμβέργη. Έτσι έγινε η αρχη

Δημοσιεύτηκε στο Ημερολόγιο του Αρχιπελάγους που βγάζουν καθε χρόνο οι γνωστες  εκδόσεις Φιλιππότη

Γράφει η ΦΩΤΕΙΝΗ ΚΑΡΑΜΑΛΟΥΔΗ

ΜΟΥΣΕΙΟ ΠΑΙΔΙΚΟΥ ΠΑΙΧΝΙΔΙΟΥ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΥ  ΣΤΗ ΛΗΜΝΟ

«Οι άνθρωποι που έχουν εξοστρακίσει τα παιχνίδια και τις ιστορίες απ’ τις ζωές τους είναι επικίνδυνοι».

Νυρεμβέργη 1978. Ένα παλαιοπωλείο, μια Γερμανίδα γόησσα του 1930. Ένας νεαρός, μεταπτυχιακός φοιτητής της αρχαιολογίας, μαγεμένος, αγγίζει με δέος το μαύρο μεταλλικό κορμί της. Το πολύτιμο αυτό λάφυρο, η παλιά ατμομηχανή του τραίνου, όνειρο του κάθε αγοριού, μικρού και μεγάλου, γίνεται το κτήμα του, το στολίδι του, το παιχνίδι του, το πρώτο συλλεκτικό του κομμάτι.  Στα χρόνια που ακολούθησαν το μικρό μαύρο τραινάκι αποκτούσε διαρκώς όλο και καινούργιους φίλους. Καραβάκια, μολυβένιοι στρατιώτες, κουρδιστά ζωάκια, πορσελάνινες και πάνινες κούκλες, αυτοκινητάκια, κουμπαράδες, κλόουν, μαριονέτες, αεροπλανάκια, τραινάκια, σβούρες, μπίλιες, σφυρίχτρες, σφεντόνες,  πιστολάκια, ξύλινα αλογάκια, κατασκευές,  View master, φωτεινοί παντογνώστες,  ξύλινα τουβλάκια και τόσα άλλα παλιά  παιχνίδια, ήρθαν να προστεθούν στη συλλογή του αρχαιολόγου μας, που έβρισκε συνάμα λεπτές χαραμάδες χρόνου η ψυχούλα του για να σταλάξει στο  χαρτί τα πιο όμορφα, τρυφερά και ονειρικά παραμύθια. Τα παιχνίδια του απλώθηκαν τώρα πια ολούθε και κατακυρίευσαν το διαμέρισμα των Εξαρχείων. Άλλα καμάρωναν  στα ράφια, άλλα χώθηκαν σε κασόνια, σε συρτάρια, στο πατάρι του σπιτιού του, αλλά τρύπωσαν και στην κουζίνα, κρύφτηκαν στη ντουλάπα, το μπάνιο, παντού, μα παντού! Κάποια, δεν άντεξαν το στρίμωγμα  και πήραν  το καράβι για το σπίτι του στη Λήμνο, όπου και εκεί όμως σύντομα έγινε το αδιαχώρητο! Και όλα, μα όλα τα παιχνίδια περίμεναν πως και πως τη μέρα εκείνη που θα έμπαιναν σε μία βιτρίνα και δυο πελώρια  παιδικά ματάκια θα καρφώνονταν επάνω τους με περιέργεια και θαυμασμό.

Ο μαγικός κόσμος του Μουσείου Παιχνιδιών της Νυρεμβέργης, έπλασε ένα όνειρο στην ψυχή και το μυαλό του αρχαιολόγου μας, ένα όνειρο που σιγά σιγά μεγάλωνε και απλωνόταν όπως και η συλλογή του και έπαιρνε τα χρώματα του νησιού μας, το γαλάζιο της θάλασσας, το γκριζωπό των βράχων του, το χρυσαφί από τα στάχυα του, και τα μεθυστικά αρώματά  του, το θυμάρι, τη ρίγανη και το χαμομήλι. Το όνειρο του αγαπημένου μας Χρήστου Μπουλώτη, γιατί για αυτόν μιλάμε, ήταν να φτιαχτεί ένα μουσείο παιδικού παιχνιδιού στη γενέτειρα του, τη Λήμνο. «Η ιδέα για ένα τέτοιο μουσείο στη γενέτειρά μου Λήμνο» λέει ο ίδιος, «έμοιαζε τότε πρόκληση φιλόδοξα ουτοπική, που ξεπερνούσε κατά πολύ τις δυνατότητές μου, οικονομικές και άλλες. “Όμως αυτή ακριβώς η δυσθεώρητη πρόκληση αποτέλεσε συνάμα και μια δυναμική κινητήρια δύναμη, ένα προσωπικό στοίχημα με την αδηφάγο, χρονοβόρο πραγματικότητα και τις συχνά ατελέσφορες συνθήκες της. Το στοίχημα πάση θυσία έπρεπε να κερδηθεί. Μου είχε γίνει πλέον εμμονή. Από τη φύση μου παιδιόθεν έμαθα να μην παρατάω εύκολα τα οράματά μου. Η ακονισμένη αρχαιολογική μου ακαδημαϊκή ιδιότητα στάθηκε πολύτιμος αρωγός στη συλλεκτική, καταδρομική θα έλεγα δραστηριότητά μου, στους χώρους του παιδικού παιχνιδιού και βιβλίου».

Ο Χρήστος γεννήθηκε στη Μύρινα της Λήμνου- το παλιό Κάστρο- στα Μαῐτιανά του Τούρκικου γιαλού, όπως τον λέμε εμείς, στη συνοικία της Νέας Μαδύτου επισήμως, όπου εγκαταστάθηκαν και οι καταγόμενοι από τη Μάδυτο[1] γονείς του. Ο εμβληματικός γκριζωπός όγκος του βενετσιάνικου παλίμψηστου κάστρου, ο επιβλητικός μυστηριακός Άθως και η καταγάλανη θάλασσα με τη χρυσαφένια αμμουδιά που απλωνόταν μπροστά στην πόρτα του σπιτιού του, ήταν οι πρώτες του παιδικές, πολύτιμες παραστάσεις. Εδώ λοιπόν, «στον γραφικό γιαλό της Νέας Μαδύτου, την προσφυγική γειτονιά που στάθηκε παραδοσιακά μία από τις πολύβουες σκηνές της Μύρινας, όπου ο ντόπιος παιδόκοσμος αναλώθηκε δημιουργικά ακονίζοντας την αγία παιδοσύνη του, την κοινή πατρίδα όλων των ανθρώπων απανταχού της Γης” […] γεννήθηκε και επιτέλους πραγματώθηκε μετά από τέσσερις δεκαετίες το Μουσείο Παιδικού Παιχνιδιού και Βιβλίου Λήμνου». Δεν ήταν μια καθόλου εύκολη υπόθεση η πραγμάτωσή του. Πήρε πολλά χρόνια, τεράστιες προσπάθειες κυρίως από τη μεριά του, παλινωδίες, πικρίες και αγώνες, να διατεθεί πρώτα ο χώρος και μετά από άλλα τόσα βάσανα να λειτουργήσει επιτέλους έστω και σταδιακά, αυτό το μικρό αιγαιοπελαγίτικο διαμαντάκι, κόσμημα, όχι μόνο για το νησί της Λήμνου. Ο πλούτος των εκθεμάτων, ο σκηνογραφικός τρόπος της ανάδειξής τους, ο στόχος των θεματικών εκθέσεων και  εκπαιδευτικών προγραμμάτων και ιδιαιτέρως η συλλογή και έκθεση μεγάλου αριθμού παιδικών αναγνωσμάτων, καθιστούν το μουσείο μοναδικό στην Ελλάδα.

Τρία κτήρια παραχωρήθηκαν για να στεγάσουν ένα μεγάλο μέρος από τον πλούτο της συλλογής του που αριθμεί 10.000 αντικείμενα. Το κύριο σώμα των παλιών παιχνιδιών εκτίθεται σε ένα πανέμορφο ισόγειο κτήριο του 1906, το οποίο πρωτολειτούργησε ως Οθωμανικό διδακτήριο κατά την τελευταία Οθωμανική περίοδο του νησιού[2]. Τα εκθέματα της σχολικής ζωής στεγάζονται στο κτήριο του πρώην κτηνιατρείου  και  οι θεματικές εκθέσεις και τα εκπαιδευτικά προγράμματα. στο παρακείμενο πρώην κτήριο της Λέσχης Αξιωματικών. Στην είσοδο του κήπου του κεντρικού κτηρίου καλωσορίζει τον επισκέπτη η μπρούτζινη σύνθεση «Παίζοντας και διαβάζοντας», που φιλοτέχνησε ο γλύπτης Αλτίν Πατσέλης, δωρεά του Συλλόγου Φίλων του Μουσείου.

Η τοποθέτηση των παιχνιδιών δεν έγινε ούτε τυχαία ούτε στεγνά εκθεσιακά. Ειδικοί μουσειολόγοι, με τη συνδρομή εθελοντών από τους Φίλους του Μουσείου και  με την ολοήμερη επίβλεψη του Χρήστου Μπουλώτη, δούλεψαν ακαταπόνητα, μέσα σε ένα ζεστό παρεΐστικο κλίμα, με χαρά, με φωνές, χωρίς φωνές, με αγωνία, με αυταπάρνηση, με απογοητεύσεις, με όλη τη γκάμα των συναισθημάτων της ψυχής των ανθρώπων που τους συνδέει το κοινό πάθος και ο κοινός πόθος, για να υπάρξει αυτό το θαυμαστό αποτέλεσμα.

Δυο είναι οι βασικές αρχές που διέπουν τη λογική του Μουσείου:

α) να μην υποβαθμιστεί ο θαυμαστός κόσμος του παιδικού παιχνιδιού σε άψυχα μουσειακά εκθέματα,

και β) το παιχνίδι να είναι σταθερά παρόν στην ευρύτερη έννοιά του ως κινητήριου παράγοντα για τη δημιουργία πολιτισμού.

Το Μουσείο ο Χρήστος Μπουλώτης το ονειρεύτηκε σαν έναν «ζωντανό» οργανισμό. Σαν έναν χώρο όπου ο επισκέπτης θα παίρνει μέρος σε δραστηριότητες, θα μπορεί να βρίσκει σπάνιες εκδόσεις,  μέσα από τα παιχνίδια  θα αντιλαμβάνεται την εξέλιξη του χρόνου και θα ανακαλύπτει τις ιστορίες των παιχνιδιών που άλλαξαν πολλά χέρια μέχρι να πάρουν τη θέση τους εδώ. Σαν έναν χώρο στον οποίο θα ανταλάσσονται γνώσεις, θα ακούγονται απόψεις, θα εκκολάπτονται ιδέες, θα συνλειτουργούν  οι άνθρωποι σε ημερίδες και συνέδρια.

Γνώμονας στο στήσιμο της συλλογής, όπως αναφέρεται, ήταν η ανάδειξη της ελληνικής πραγματικότητας. Από το αστικό και μεγαλοαστικό παιχνίδι έως το ευτελές πανηγυριώτικο ή αυτοσχέδιο παιχνίδι, εικονογραφείται όλη η κοινωνική διαστρωμάτωση με τη συναφή ιδεολογία. Η διαδρομή στον χρόνο που σηματοδοτούν τα παιχνίδια κινείται πάνω σε δύο βασικούς άξονες. Ο  ένας, σύμφωνα πάντα με τον Χρήστο Μπουλώτη, είναι η κυμαινόμενη ηλικιακή ταυτότητα του ατόμου, από το βρεφικό και νηπιακό του στάδιο μέχρι την έναρξη της εφηβείας. Ο δεύτερος άξονας αφορά στην κοινωνική και ιστορική διάσταση των παιχνιδιών και τις πολιτισμικές μεταβλητές τους από περίοδο σε περίοδο.

Αν και στην εποχή μας δεν υπάρχουν στεγανά και πολλά παιχνίδια παίζονται ταυτόχρονα από αγόρια και κορίτσια, τα εκθέματα του Μουσείου αρθρώνονται σύμφωνα με τις παραδοσιακές αρχές της διάκρισης των παιδιών βάσει του φύλου και του κοινωνικού ρόλου που θα κληθούν να αναλάβουν στην ενήλικη ζωή τους, σε αγορίστικα και κοριτσίστικα. Η πληρέστερη τεκμηρίωση όλων των παιχνιδιών έχει γίνει μέσα από την εύρεση παλιών χαρακτικών, ζωγραφικών έργων, καρτ-ποστάλ, φωτογραφικών αποτυπώσεων και κείμενων. Ξεχωριστή είναι η θέση των λαϊκών αυτοσχέδιων κατασκευών και των παραδοσιακών παιχνιδιών του δρόμου από τη Λήμνο. Πέρα από την ιστορία των παιχνιδιών θέση στο μουσείο έχει και η ιστορία του παιδικού βιβλίου, που εκπροσωπείται από εκατοντάδες παλιά παιδικά βιβλία, κάποια μάλιστα σε εξαιρετικά σπάνιες εκδόσεις. Το Μουσείο στη Λήμνο οφείλει πολλά και στους ανθρώπους που αποχωρίστηκαν με χαρμολύπη το παιχνιδάκι τους ή το βιβλιαράκι τους, ανάμνηση του καιρού που ήταν παιδιά, και το δώρισαν στο Μουσείο για να το χαίρονται και οι καινούργιες γενιές. Η μοίρα των παιχνιδιών είναι να ξεπερνιούνται από τα πιο σύγχρονα. Και αυτό  είναι μία αέναη σπείρα. Η ουσία όμως, που είναι η ανάγκη του ανθρώπου για παιχνίδι υπάρχει σε όλες τις κοινωνίες. Γιατί το παιχνίδι είναι χαρά, είναι μάθηση, είναι κοινωνικοποίηση. Είναι παράγοντας δημιουργίας πολιτισμού, και καθρέφτης της εξέλιξης του πολιτισμού και της τεχνολογίας.

 

Το παιχνίδι είναι πάνω από όλα φαντασία και δημιουργικότητα. «Μια φλούδα πεύκου που μοσχοβολάει ρετσίνι, μία σελίδα σχολικού τετραδίου διπλωμένη επιδέξια στα τέσσερα και ξαναδιπλωμένη ή ένα κουτί τσιγάρων με μπηγμένο ένα κλαδάκι πάνω του για κατάρτι και –ιδού!– έτοιμο το πλεούμενο να ξεκινήσει ταξίδι στο νερό, τόσο απλά, τόσο ανέξοδα».

 

 

Ο εμπνευστής και ιδρυτής του Μουσείου:

Ο Χρήστος Μπουλώτης γεννήθηκε το 1952 στη Μύρινα της Λήμνου, ένα νησί του βορειοανατολικού Αιγαίου, απέναντι ακριβώς από την Τροία. Σπούδασε Ιστορία, Αρχαιολογία και Συγκριτική Γλωσσολογία στα Πανεπιστήμια της Αθήνας και του Wrůzburg (Γερμανία), όπου και εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή το 1980. Έχει ειδικευτεί στον Μινωικό και Μυκηναϊκό Πολιτισμό. Δίδαξε Αρχαιολογία στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο (Κέρκυρα) και στα μεταπτυχιακά τμήματα της Φιλοσοφικής Σχολής  του Πανεπιστημίου Αθηνών, καθώς επίσης Ιστορία της Αιγαιακής Τέχνης στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Από το 1985 είναι αρχαιολόγος-ερευνητής στην Ακαδημία Αθηνών. Διεξάγει ανασκαφές στην Κρήτη, την Σαντορίνη, την αρχαία Ήλιδα καθώς επίσης στην γενέτειρά του, τη Λήμνο. Με την παιδική λογοτεχνία ασχολείται συστηματικά από το 1987. Μέχρι τώρα έχει εκδώσει τριάντα περίπου βιβλία. Το πρώτο του παιδικό βιβλίο, Η παράξενη αγάπη του αλόγου και της λεύκας, τιμήθηκε το 1989 από το Πανεπιστήμιο της Padova με το πρώτο ευρωπαϊκό βραβείο παιδικής λογοτεχνίας “Pier Paolo Vergerio”. Το βιβλίο του Με τα φτερά του Πήγασου τιμήθηκε το 1994 από τον Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου. Το 2000 για το βιβλίο του Το άγαλμα που κρύωνε απέσπασε τρία βραβεία:  το κρατικό βραβείο παιδικής λογοτεχνίας και τα αντίστοιχα βραβεία του περιοδικού ΔΙΑΒΑΖΩ και του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου. Ο ίδιος έχει πει : «Ήταν ένα ευχάριστο ταξίδι και μια ακόμη μεγαλύτερη ευθύνη. Γράφω ιστορίες από τότε που ήμουν παιδί. Ένιωθα την ανάγκη να δημιουργήσω σκηνές γύρω μου, να δημιουργήσω μια σύνθεση από σύμβολα, πράγματα, πραγματικότητες. Τώρα, οι ιστορίες έχουν γίνει ανάγκη για μένα». Σε μια απ’ αυτές  βάζω τον ήρωα να πει: “Φοβάμαι τους μεγάλους που δεν διαβάζουν ιστορίες. Οι άνθρωποι που έχουν εξοστρακίσει τα παιχνίδια και τις ιστορίες απ’ τις ζωές τους είναι επικίνδυνοι».

 

[1]  Η Μάδυτος, το σημερινό Ετζέαμπατ  (Eçeabat) βρίσκεται στον Μαρμαρά, στην ανατολική ακτή της χερσονήσου της Καλλίπολης στα στενά των Δαρδανελίων. Η πόλη αναφέρεται για πρώτη φορά ως Μάδυτος ή Μάδις από τον Πτολεμαίο κατά τον οποίο ήταν αποικία των Αθηναίων, ιδρυμένη  τον 6ο αιώνα π.Χ. . Από την Μάδυτο κατάγονταν η οικογένεια των Φιλαϊδών απόγονος της οποίας ήταν ο ιστορικός Θουκυδίδης.

[2] Το νησί απελευθερώθηκε το 1912 από τον ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη.

Google NewsΑκολουθήστε το LimnosNea.gr - ΡάδιοΆλφα στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσειςαπό την Λήμνο και τον κόσμο.

Δείτε περισσότερα

Σχετικά Άρθρα

Back to top button