Λημνος: Ο Ρ. Κοψίδης για την, σαν σήμερα στις 9/9/1939, “Μεγάλη συμφορά”
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ
Ο δικός μας μεγάλος ζωγράφος Ράλλης Κοψίδης στο βιβλίο του ” Κάστρο Ηλιόκαστρο” (Αθήνα 1980) αναφέρεται και στην μεγάλη τραγωδία που έζησε το νησί μας, σαν σήμερα στις 9/9/1939. Με τίτλο “Η μεγάλη συμφορά” και με εμφανώς έντονες τις παιδικές του μνήμες ο Ράλλης Κοψίδης, που τότε ήταν δέκα χρονών, αφηγείται:
” Ήρθε κι ένας “ομιλών” (καθώς λέγαν), κινηματογράφος. Ήταν αυτό ανήκουστο θέαμα για τον τόπο μας. Πρώτη φορά ερχόταν τέτοιο πράγμα. Στο κέντρο της αγοράς είχε ένα παλιό τζαμί, κι εκεί θα γινόταν η παράσταση. Την πρώτη βραδιά θα έπαιζε το “Άβε Μαρία”. Τι νάταν αυτό άραγε; Θέλαμε όλοι να πάμε να το δούμε.
Αλλά ο παππούς μου πάτησε πόδι να μην πάω, όπως ζητούσα με φωνές και κλάματα. Ας παίξει μια μέρα και την άλλη πας! είπε. Αυστηρός ανατολίτης ήταν, γίνηκε το δικό του, κι αυτό στάθηκε η σωτηρία μου. Γιατί εκείνη την πρώτη, την αξέχαστη βραδιά, έπιασε ο κινηματογράφος φωτιά. Από νωρίς είχαν καρφώσει με λαμαρίνες τα παράθυρα του τζαμιού για να μην βλέπουν οι τζαμπατζήδες. Ο κόσμος δεν μπόρεσε να βγει ούτε απ’ την πόρτα που άνοιγε προς τα μέσα και το πλήθος έπεσε απάνω της και την έκλεισε. Έτσι κάηκαν οι πιο πολλοί που ήταν μέσα, κι άλλοι βγήκαν μισοκαμένοι και πέθαναν σε λίγες μέρες στο νοσοκομείο.
Απ’ το σπίτι μας βλέπαμε ένα ουρανό όλο σπίθες και πετιόνταν τα αναμμένα ξύλα και φόβος μέγας έπιασε τον κόσμο γιατί όλα σχεδόν τα σπίτια ήταν ξυλένια και δεν ήταν δύσκολο ν’ αρπάξουν κι αυτά και να καούν.
Εκείνη τη νύχτα κανείς δεν κοιμήθηκε. Το πρωί που μαθεύτηκε η μεγάλη συμφορά, θρήνος γίνηκε σ’ όλον τον κόσμο, κι ο αέρας μύριζε κάψιμο και τα κάρα κουβαλούσαν καρβουνιασμένους ανθρώπους, που με ανατριχίλα τους έβλεπα….
Κάηκε κι ο έπαρχος με την γυναίκα του. Γιατροί με τα παιδιά τους, δάσκαλοι, έμποροι, πολύς λαός, άδειασε το Κάστρο….
Για καιρό μου τάραξε τον ύπνο η φριχτή εκείνη εικόνα των καμένων. Επί βδομάδες πολλά σπίτια βγάζαν μυρουδιά απ’ την φορμόλη και τα μυρουδικά που ριχναν στα φέρετρα. Παντού στεφάνια και νεκρώσιμα αγγελτήρια… κλάματα ακουγόταν από μισάνοιχτες πόρτες. Κάηκε κι η κόρη η όμορφη και μονάκριβη ενός βαθύπλουτου απ’ την Αίγυπτο. Λίγες μέρες πριν είχαν δώσει λόγο να την αρραβωνιασουν μ’ έναν ναύαρχο. Του δίναν, όπως λέγαν, είκοσι χιλιάδες λίρες προίκα!
Όταν έμαθε η μάνα της πως κάηκε, τρελάθηκε. Παράγγειλε κουφέτα και μπομπονιέρες για γάμο. Και στον κόσμο που πήγε στην κηδεία έλεγε με χαρά: “παντρεύω σήμερα το παιδί μου!”. Ύστερα απ’ την κηδεία πήγε στο σπίτι της, φόρεσε το πιο φανταχτερό φουστάνι της και βγήκε και κάθισε αμέριμνη στη βεράντα της σε μια σαιζλόνγκ.
Κάηκε κι ένα παιδί απ’ τη γειτονιά μας, που μια δυο μέρες πριν μου χάρισε ένα αυγό από γλάρο.”
Δέσποινα Παπαδοπούλου 9/9/2021