Να μη ξεχνάμε τον παππού και τη γιαγιά. Γιατί φέτος ολα ειναι διαφορετικά
Να μη ξεχνάμε τον παππού και τη γιαγιά
Επιμέλεια Θ. Δημητριάδη
Τώρα με την καραντίνα ακούμε πολύ συχνά νέους στην ηλικία να λένε: «Δεν αντέχω άλλο την κλεισούρα. Μου έλειψαν οι φίλοι, η καφετέρια, το μπαράκι».
Εύλογες ανάγκες, αλλά από ανθρώπους που φοβούνται λιγότερο, που βλέπουν καθημερινά κόσμο, που βγαίνουν έστω και για λίγο, που έχουν παιδιά ή φίλους για να μιλήσουν από κοντά ή μέσω διαδικτύου.
Όμως, αυτές τις μέρες μήπως θα πρέπει να δούμε τα πραγματικά «θύματα» αυτής της κατάστασης στην οποία βρισκόμαστε;
Ασφαλώς η ανθρώπινη ζωή, η υγεία, είναι πάνω από όλα. Όμως, μήπως υπάρχει και κάτι που ξεχνάμε μέσα στην δοκιμασία της καθημερινότητας που μας έχει ρίξει ο κοροναϊός;
Είναι οι παππούδες και οι γιαγιάδες όλων μας. Αυτοί που ζουν μακριά, σε κάποιο χωριό της επαρχίας και θα στερηθούν φέτος τη γιορτή με τα παιδιά και τα εγγόνια τους.
Αλλά και τους απόμαχους της ζωής που βρίσκονται κλεισμένοι σε κάποιο διαμέρισμα μεγάλης πόλης, συχνά πολύ κοντά στους συγγενείς τους, αλλά και τόσο μακριά.
Όσοι έχουν καταγωγή από την επαρχία, τώρα με τα απαγορεύεται που έβαλε το Υπουργείο Υγείας, ξέρουν τι στερούνται το επόμενο τριήμερο. Το σπίτι στο χωριό, το γεμάτο μυρωδιές από κουλούρια και τσουρέκια. Τον παππού να προετοιμάζει τη σούβλα και να κάνει τις παραγγελίες για το αρνί.
Και τη γιαγιά με το τσεμπέρι να παίρνει τα εγγόνια από το χέρι και να πηγαίνει να τα φιλέψει. Που ζύμωσε, που μαγείρεψε τις αγαπημένες νοστιμιές.
Θα λείψουν το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής στην εκκλησία το «Άρατε πύλας» και το κάψιμο του Ιούδα, το Μεγάλο Σάββατο οι τελευταίες ετοιμασίες, η Ανάσταση, η μαγειρίτσα.
Πάντοτε ο παππούς με τη γιαγιά ήταν εκεί, να περιμένουν τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους με μια ζεστή αγκαλιά και να φτιάχνουν το τραπέζι της Κυριακής.
Αλλά και στην πόλη, το ίδιο πάνω – κάτω σκηνικό. Κάθε παππούς και γιαγιά έχουν μια ζεστή αγκαλιά για όλους, έστω κι αν είναι στη διπλανή πολυκατοικία.
Όμως, φέτος όλα έχουν αλλάξει. Όλα έχουν ανατραπεί, τα πάντα έχουν παγώσει. Άραγε, μήπως άλλαξαν και οι καρδιές μας;
«Γιαγιά, σε ποιο μέρος του κόσμου κάνει το περισσότερο κρύο; Στην ψυχή του ανθρώπου παιδί μου», λέει μια παλιά παροιμία.
Ο κοροναϊός πάγωσε τα πάντα, αλλά θα νικήσει αν παγώσει και τις ψυχές μας. Και αυτό θα φανεί μόνο με τη στάση μας αυτές τις ημέρες απέναντι σ’ αυτούς που πράγματι έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη.
Είναι οι παππούδες και οι γιαγιάδες στην επαρχία που δεν έχουν skype για να δουν τους δικούς τους. Αλλά κι αυτούς που ζουν στα 50 τετραγωνικά της απρόσωπης και απάνθρωπης Αθήνας και των άλλων πόλεων.
«Πήγα να χαιρετίσω τον παππού και τη γιαγιά στην είσοδο της πολυκατοικίας, από μακριά και χωρίς αγκαλιές. Κλάματα, συγκίνηση ευχές ’’και του χρόνου όλοι μαζί’’. Βγήκαν όλοι στο μπαλκόνι και χαιρετούσαν, χτυπούσαν τα κουδούνια για χρόνια πολλά. Χαρά και λύπη, μια πρωτόγνωρη κατάσταση».
Αυτή είναι μια εικόνα από μια γειτονιά της Αθήνας, από ένα εγγονάκι που πήγε να δει τους δικούς του.
Χωρίς αγκαλιά, χωρίς φιλιά, με επαφή πίσω από ένα τζάμι, με δάκρυα συγκίνησης για ανθρώπους που μπορεί του χρόνου να μη ζουν. Που μπορεί το «χρόνια πολλά» να μην τους λέει κάτι. Που η κάθε μέρα είναι μια ζωή και που θέλουν να τη ζουν χωρίς να την στερεί κανείς.
Υπομένουν κι ελπίζουν. Καρτερικά, χωρίς θυμό, χωρίς να σπάνε την καραντίνα και να γράφουν στα παλιά τους τα παπούτσια τις εντολές. Από αυτούς πρέπει να παραδειγματιστούμε.
Οι παππούδες και γιαγιάδες ζουν τώρα μεγαλύτερο δράμα από το δικό μας.
Η σταύρωσή τους είναι χειρότερη από τη δική μας, η ανάστασή τους αργεί περισσότερο από τη δική μας. Τα αισθήματά τους είναι πολύ πάνω από τις δικές μας κακίες, μικρότητες και εγωισμούς. Γι’ αυτό, λοιπόν, τις μέρες αυτές ας μη τους ξεχνάμε. Το έχουν περισσότερο ανάγκη.
Πηγαίνετε. Μιλήστε τους από μακριά, στείλε τους αέρινα φιλιά και ζεστές αγκαλιές. Ξέρουν αυτοί, ξέρετε κι εσείς.
Τηλεφωνήστε τους στο χωριό. Δώστε τους κουράγιο κι ευχές: «Του χρόνου μαζί, πάντα μαζί».
«Του παιδιού μου το παιδί, δύο φορές παιδί μου», λένε και το αισθάνονται βαθιά στην ψυχή τους.
Οι παππούδες και οι γιαγιάδες είναι αυτή την περίοδο ευάλωτοι. Πονάνε περισσότερο από εμάς. Ο κοροναϊός τους έχει τσακίσει ψυχολογικά.
Έστω κι αν ξέρουν ότι αυτοί κινδυνεύουν περισσότερο, έστω κι αν ο φόβος τους έχει καταβάλλει, η απώλεια της ζεστής αγκαλιάς του παιδιού και του εγγονιού δεν αντικαθίσταται.
Οι ηλικιωμένοι, λοιπόν, δεν είναι απλά νούμερα της στατιστικής. Δεν είναι οι «τελειωμένοι» που δεν έχει κανένα νόημα να ασχοληθούμε μαζί τους.
Είναι οι δικοί μας άνθρωποι, τους χρωστάμε.
Βγείτε, λοιπόν, στις γειτονιές με ασφάλεια και τηρώντας τα μέτρα. Χτυπήστε τα κουδούνια, πάρτε τηλέφωνο, μιλήστε.
Η αγάπη πάντα κερδίζει στο τέλος. Και τις διαφορές, και τις συγκρούσεις και τις αρρώστιες και τις παγωμένες ψυχές.
Αυτό το Πάσχα είναι διαφορετικό, σκοτεινό, καταθλιπτικό. Όσοι έχουν τους δικούς τους ανθρώπους, τους παππούδες και τις γιαγιάδες, ξέρουν ότι έχουν μια ευκαιρία να είναι ξανά μαζί. Να ξανακερδίσουν τη ζωή τους, να ξανανοίξουν τις αγκαλιές τους, να ξαναμυρίσουν τα σπίτια τους.
Ένας γέρος πάντοτε παραμένει ένα παιδί με παρελθόν. Μπορεί να μη μας το λέει. Δεν θέλει «να φορτώσει τις έγνοιες και τις ανάγκες του στα παιδιά», αλλά στην πραγματικότητα περιμένει. Περιμένει από εμάς ένα λόγο αγάπης, ενδιαφέροντος, παρηγοριάς, ελπίδας.