Ο Νανέρτος…
Οι άνθρωποι που έζησαν χθες.
Ο ΝΑΝΕΡΤΟΣ
Το νέο το έμαθαν όλοι στο Κοντοπούλι και ενθουσιάστηκαν. Το διαλάλησε ο τελάλης ο Νανέρτος. ΄Ήταν Απρίλης του 1958 και το χωριό ήταν ακόμα ζωντανό, γεμάτο κατοίκους κυρίως αγρότες γυναίκες και παιδιά. Μόλις είχε αρχίσει η μετανάστευση και δεν είχε αποδεκατιστεί.
Διορίστηκε για πρώτη φορά κοινοτικός γιατρός στο Κοντοπούλι και πλέον δεν θα κατεβαίνουν στο Κάστρο για γιατρό και φάρμακα. Είναι η πρώτη φορά που γίνεται αυτό στη Λήμνο και είναι πια το μοναδικό θέμα συζητήσεως στα καφενεία, στις μάντρες στα χωράφια αλλά και στις γυναικοσυνάξεις στις αυλές. Η χαρά έγινε ενθουσιασμός όταν την επομένη έφτασε ο νέος γιατρός, που ήταν Λημνιός, Καστρινός και γιός του Κλεόβουλου που είχε στην αγορά το μοναδικό μαγαζί με είδη σαγής και γι’ αυτό τον γνώριζαν όλοι οι αγρότες. Το να κατεβείς τότε στην πρωτεύουσα του νησιού στη Μύρινα,(τότε Κάστρο) για γιατρούς ή φάρμακα ήταν μια οδυνηρή, δαπανηρή και για πολλούς αξεπέραστη ταλαιπωρία, γι’ αυτό και ο Νανέρτος διαλάλησε με τόσο βροντερή φωνή την άφιξη του γιατρού.
Ο Νανέρτος ήταν τότε σχεδόν γέρος, απροσδιορίστου ηλικίας, μόνος στη ζωή χωρίς οικογένεια και χωρίς φίλους. Αξιολύπητος. Οι νοικοκυρές τον προσκαλούσαν στο σπίτι τους για ένα πιάτο φαγητό. Θα πέράσεις το μεσημέρι από το σπίτι; Τον ρωτούσαν. Θα έρθεις; Κι’εκείνος απαντούσε πάντα : Να ν’ έρτω. Να νέρτω.(να έρθω) Κι’ έτσι του έμεινε το παρατσούκλι ΝΑΝΕΡΤΟΣ Θα λέγαμε σήμερα ότι ήταν άνθρωπος με ειδικές δεξιότητες και η ατημέλητη εμφάνισή του προκαλούσε λύπηση. Μερικοί κακεντρεχείς δίπλα σ’ αυτό το παρατσούκλι είχαν κολλήσει άλλο ένα, λόγω της μειωμένης διανοητικής του καταστάσεως. Τον έλεγαν ΜΠΟΥΜΠΝΑΡΟ. Είχε όμως ένα χάρισμα. Μια φωνή εξαιρετικά δυνατή. Στεντώρεια…Δεν ξέρω αν τον είχε διορίσει κανείς τελάλη ή αν μόνος ανέλαβε αυτό το σπουδαίο καθήκον, αφού δεν έφταναν εφημερίδες στο χωριό, δεν υπήρχαν ραδιόφωνα, παρά μόνον στο καφενείο, και έτσι η πληροφόρηση των Κοντοπουλιανών για τις αφίξεις και τις αναχωρήσεις των πλοίων στο λιμάνι της Μύρινας ήταν καθήκον του Νανέρτου που το εκτελούσε με ευσυνειδησία.
«Τούτη την Κυριακή έρχεται το πλοίο Καραϊσκάκης στις εξ τ’ απόγιομα. Να είστε εκεί γιατί θα φύγει αμέσως μόλις ξεφορτώσει.»
Στη Λήμνο και τα δύο πλοία που έπιαναν στο λιμάνι της Μύρινας είχαν ονόματα αγωνιστών του 1821. Το ένα ΚΑΝΑΡΗΣ, το άλλο ΚΑΡΑϊΣΚΑΚΗΣ, αλλά πολλές φορές λόγω τρικυμίας δεν μπορούσαν να πιάσουν και τότε έπρεπε να περιμένουν οι ταξιδιώτες τουλάχιστον μια εβδομάδα με ταλαιπωρία και έξοδα αβάσταχτα, γι’ αυτό άκουγαν με πολλή προσοχή τον Νανέρτο.
Έτσι πέρασαν δύο τρία χρόνια όταν μια μέρα ο πρόεδρος του χωριού ο Σ. Βαρελτζής πήγε στο γιατρό και του είπε:
-Γιατρέ ο Νανέρτος είναι πολύ άρρωστος και σε παρακαλώ να έρθεις να τον εξετάσεις. Θα σε πληρώσει η Κοινότητα.
-Δεν χρειάζεται να με πληρώσει κανείς. Με πληρώνει το Κράτος, είπε ο γιατρός και πήρε την τσάντα του.
Όταν έφτασαν στο καλυβόσπιτο του Νανέρτου και χτύπησαν την πόρτα κανείς δεν απάντησε. –Θα βγήκε είπε ο γιατρός. Αποκλείεται. Απάντησε ο πρόεδρος. Πριν δέκα λεπτά που πέρασα ψήνονταν στον πυρετό. Χτύπησαν ξανά, αλλά η σιωπή εξακολουθούσε.
-Πάω να φωνάξω τον χωροφύλακα, είπε ο Πρόεδρος. Και πράγματι σε λίγο έφτασε και ο χωροφύλακας, αλλά η σιωπή εξακολουθούσε, οπότε ο χωροφύλακας , νέος και δυνατός, έδωσε μια σπρωξιά στη ξύλινη και σαραβαλιασμένη πόρτα του φτωχόσπιτου, η οποία υποχώρησε. Και τότε αντίκρυσαν ένα μαινόμενο ΝΑΝΈΡΤΟ να σηκώνεται από στρώμα του και να φωνάζει΅
-φευγέστε, φευγέστε !
-βρε Νανέρτο τι λές; Τι έπαθες; Ήρθε ο γιατρός να σε κάνει καλά.
-Φευγέστε, επαναλαμβάνει ο Νανέρτος. Ξέρω γιατί ήρτεν. Για να με κάνει ένεση να πεθάνω για να γλυτώσει το κράτος τη σύνταξη.
Είδαν και έπαθαν οι τρείς τους για να τον πείσουν ότι η ένεση ήταν για να σωθεί, γιατί κάποιοι Κοντοπουλιανοί κακοήθεις τον είχαν πείσει ότι ο Καραμανλής είχε δώσει εντολή στους κοινοτικούς γιατρούς με μια ένεση να πεθαίνουν τους αγρότες για να ελαφυνθεί ο προϋπολογισμός του Κράτους από τις συντάξεις του ΟΓΑ, που τότε είχαν θεσμοθετηθεί.
Μετά από τρία χρόνια ο γιατρός έφυγε από το Κοντοπούλι και εγκαταστάθηκε στην Μύρινα. Οι Κοντοπουλιανοί ποτέ δεν τον ξέχασαν και όταν τον επισκέπτονταν στο ιατρείο του, πάντα του έφερναν δώρα μέλι αμύγδαλα ή κανένα τυράκι και ο γιατρός ποτέ δεν ξέχασε τη θητεία στο Κοντοπούλι και την περιπέτεια με τον Νανέρτο ή Μπούμπναρο.
Αλεξάνδρα Καραβία -Λαμπαδαρίδου
Αθήνα, Ιούνιος 2020
Υ.Γ. Είδη σαγής, κατά την εγκυκλοπαίδεια είναι ότι απαιτείται για την ϊππευσιν, ζεύξιν, φόρτωσιν και καλλωπισμόν ζώων.(σέλλες, λουριά, χαλινάρια, κουδούνια κλπ. Το μοναδικό μαγαζί σε όλη τη Λήμνο, στο κέντρο της αγοράς Π.Κιδά, είχε ο πατέρας του γιατρού, αείμνηστος πεθερός μου Κλεόβουλος Λαμπαδαρίδης και γι αυτό είχε φίλους τους αγρότες, οι οποίοι όταν αγόραζαν κουδούνια τα δοκίμαζαν αντηχούσε η αγορά σα να ήταν απόκριες.
Στη φωτογραφία: χαρακτηριστικό κτίριο στο Κοντοπούλι