Ο Στεναγμός του Παπαδιαμάντη. 170 χρονια απο τη Γέννηση του
Γραφει η Δέσποινα Παπαδοπούλου
Ο Στεναγμός του Παπαδιαμάντη
«από της ταλαιπωρίας των πτωχών
και από του στεναγμού των πενήτων,
νυν αναστήσομαι, λέγει Κύριος…»
(Ψλ 11,6)
Εκατόν εβδομήντα χρόνια πέρασαν (4 Μαρτίου 1851) από την γέννηση του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ενός από τους κορυφαίους λογοτέχνες μας. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως μαζί με τον Βιζυηνό και τον Ροϊδη θεωρούνται ως οι δημιουργοί και πατέρες της νεοελληνικής πεζογραφίας. Κάποια βιογραφικά στοιχεία διαβάζουμε στην αυτοβιογραφία που μας άφησε ο ίδιος:
«Εγεννήθην εν Σκιάθω τη 4η Μαρτίου 1851. Εβγήκα από το Ελληνικόν Σχολείον εις τα 1863, αλλά μόνον τω 1867 εστάλην εις το Γυμνάσιον Χαλκίδος, όπου ήκουσα την Α΄ και Β΄ τάξιν. Την Γ΄ εμαθήτευσα εις Πειραιά, είτα διέκοψα τας σπουδάς μου και έμεινα εις την πατρίδα. Κατά Ιούλιον του 1872 υπήγα εις το Αγιον Ορος χάριν προσκυνήσεως, όπου έμεινα ολίγους μήνας. Τω 1873 ήλθα εις Αθήνας και εφοίτησα εις την Δ΄ του Βαρβακείου. Τω 1874 ενεγράφην εις την Φιλοσοφικήν Σχολήν, όπου ήκουα κατ’ εκλογήν ολίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ’ ιδίαν δε ησχολούμην εις τας ξένας γλώσσας…» ( από το βιβλίο του Octave Merlier «Α. Παπαδιαμάντη, Γράμματα», έκδοση του Συλλόγου προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, εν Αθήναις, 1934).
Ας παρακολουθήσουμε ένα συνοπτικό (όσο είναι δυνατόν για το λογοτεχνικό μέγεθος του Παπαδιαμάντη) οδοιπορικό της ζωής και του έργου του:
Πατέρας του ήταν ο παπα-Αδαμάντιος, πιστός στις παραδόσεις του τόπου και της Σκιαθίτικης εκκλησίας και παππούς του ο Αδαμάντιος Εμμανουήλ που ήταν ναυτικός. Έτσι οι ρίζες του Παπαδιαμάντη πηγαίνουν βαθιά τόσο στη γη της εκκλησίας, όσο και στη γη της θάλασσας. Μητέρα του ήταν η Αγγελική Μωραϊτίδη, από αρχοντική οικογένεια της Σκιάθου, που είχε την καταγωγή της από τον Μυστρά. Από την μητέρα του ο Παπαδιαμάντης, γυναίκα γεμάτη καλοσύνη, αφοσίωση και σιωπηλή αγάπη, κληρονόμησε την δύναμη της αφηγήσεως, τον πλούσιο συναισθηματικό κόσμο και την απέραντη αγάπη για τον άνθρωπο. Έτσι ο μικρός Αλέξανδρος, πρώτο αγόρι ανάμεσα στα οκτώ αδέλφια του, μεγάλωνε με την αγάπη και την φροντίδα των δικών του, μες στην αγκάλη της μητέρας του που ευωδίαζε σαν κρυφός βασιλικός, και σ’ ένα περιβάλλον θρησκευτικό, γεμάτο ψαλμωδίες, ιερά βιβλία και βυζαντινή μουσική. Σ’ αυτά τα όμορφα παιδικά και εφηβικά χρόνια, στο ήρεμο και ειδυλλιακό νησί της Σκιάθου, ο Αλέξανδρος θησαύριζε στην ψυχή του εντυπώσεις, εικόνες, βιώματα, διαβάσματα, τοπία, ακούσματα, ιστορίες και παραμύθια που, λάθος μέγα, νομίζουμε πως χάνονται με το πέρασμα του χρόνου. Λέει ο Ελύτης: «…στην Ελλάδα, ένα ευαίσθητο παιδί μεγαλωμένο πλάι στη θάλασσα έχει την αίσθηση της ακοής τρισδιάστατη. Στη μια πιάνει τους αγέρηδες και τον παφλασμό των κυμάτων. στη δεύτερη, την ελληνική λαλιά στην αρχική της φθογγολογική σύσταση. στην τρίτη, τον κόσμο των νοημάτων, από της Ιωνίας τους καιρούς και δώθε…».
Τον Αλέξανδρο, αυτό το ιδιαίτερο παιδί με την έφεση στα γράμματα, ο πατέρας του τον προόριζε για καθηγητή, ώστε να βοηθήσει στα πενιχρά εισοδήματα της πολυμελούς οικογένειας. Τα κορίτσια μεγάλωναν και τα έξοδα άρχισαν να γίνονται δυσβάστακτα για τον πατέρα του, τον παπα-Αδαμάντιο. Όμως το όνειρο του πατέρα, ο οποίος, αν και τα φέρνει δύσκολα βόλτα όμως κατορθώνει να στέλνει κάποια χρήματα στον νεαρό Αλέξανδρο που βρίσκεται στην Αθήνα για σπουδές, δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ.
Παρ’ όλα αυτά, ο χειμώνας του 1875 πέρασε πολύ δημιουργικά για τον 25χρονο τότε Παπαδιαμάντη. Ρίχνεται με πάθος στη φιλολογική μελέτη, τελειοποιεί τα Γαλλικά του και διαβάζει με γρήγορους ρυθμούς Αγγλικά, ενώ παράλληλα παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα που του αποδίδουν κάποια χρήματα για να ζει. Νιώθει πως δεν είναι γεννημένος για δάσκαλος ή δημόσιος υπάλληλος. Αυτός ειναι γεννημένος ελεύθερος, καλλιτέχνης. Προτιμά την ελευθερία αλλά και την φτώχεια. Κύριος σκοπός του είναι η μόρφωση και η τέχνη. Είναι πλέον ξεκάθαρο μέσα του αυτό που θέλει να γίνει και το εξομολογείται πρώτα στην μητέρα του: «Εγώ θα γίνω συγγραφέας. Θα διαβάζω και θα γράφω. Άλλο τίποτε δεν μπορώ να κάνω». Έτσι έχασε η οικογένεια ένα οικονομικό στήριγμα κέρδισε όμως η ελληνική λογοτεχνία έναν μεγάλο δημιουργό.
Φουρτουνιασμένη θάλασσα η επιθυμία του για γράψιμο, για έκφραση και έκθεση όλων αυτών που κρύβει μέσα του σαν πολύτιμο θησαυρό, τον οδηγεί στα πρώτα του γραπτά. Ό,τι γράφει όμως δεν του αρέσει και το σχίζει. Θέλει αυτό που θα δημοσιεύσει και που θα είναι ο καθρέφτης του εσωτερικού πολύτιμου κόσμου του να είνα άρτιο.
Ξεκίνησε με το ιστορικό του μυθιστόρημα «Η Μετανάστις» που το δημοσιεύει το 1878-79 στον «Νεολόγο» της Κωνσταντινούπολης με υπογραφή «Α.Πδ». Συνεχίζει το 1882 με το μυθιστόρημα «Οι έμποροι των Εθνών» που αρχίζει να δημοσιεύεται στην σατιρική αθηναϊκή εφημερίδα «Μη χάνεσαι» των Βλάση Γαβριηλίδη, Κλ.Τριανταφύλλου και Αλ. Μωραϊτίδη (ξάδελφος του Παπαδιαμάντη). Είναι το δεύτερο άρτιο έργο του Παπαδιαμάντη το οποίο θα λέγαμε πως βάζει τα θεμέλια στο ελληνικό ιστορικό μυθιστόρημα. Το τρίτο του έργο η «Γυφτοπούλα» δημοσιεύεται στην εφημερίδα «Ακρόπολις» του Γαβριηλίδη. Στην «Γυφτοπούλα» υπογράφει με το όνομά του και αμέσως γίνεται γνωστός στον πνευματικό κόσμο της Αθήνας. Όλοι πλέον μαθαίνουν πως ο συγγραφέας της «Γυφτοπούλας» έγραψε και τα έργα «Μετανάστις» και «Έμποροι των Εθνών». Η μεγάλη δημιουργική περίοδος ξεκινάει το 1885, όταν στην εφημερίδα «Εστία» δημοσιεύει το έργο του «Χρήστος Μηλιόνης». Μ΄αυτό αφήνει το μυθιστόρημα και τη γνήσια καθαρεύουσα και αφιερώνεται στο διήγημα με την απλή καθαρεύουσα και την δημοτική στους διαλόγους και στις αφηγήσεις.Πρόκειται για ένα εκτεταμένο διήγημα αφιερωμένο στην κλεφτουριά. Και μόνο αυτό να είχε γράψει ο Παπαδιαμάντης θα μπορούσε να είχε χαρακτηριστεί μεγάλος συγγραφέας. Γράφει ο Γιώργος Βαλέτας σχετικά: «Μα πέρα απ’ το γενικό κοίταγμά του, το έργο είναι μια αποκάλυψη. Βρίσκουμε στο έργο αυτό βαθιά μελέτη της εθνικής μας ζωής, γερό χτίσιμο, σύλληψη και λαχτάρα αληθινής ζωής, ώστε το διήγημα αυτό να ξεχωρίζει ανάμεσα στα ιστορικά κατασκευάσματα της εποχής κι ως τα σήμερα είναι, θάπρεπε να το τονίσουμε, αξεπέραστο».
Ο Παπαδιαμάντης στο μεταξύ έχει οργανώσει τη ζωή του στην Αθήνα, εργάζεται στην «Εφημερίδα» του Κορομηλά, όπου από το 1888 είναι τακτικός συνεργάτης και τις ελεύθερες ώρες του τις περνά στο μπακάλικο του Καχριμάνη, στου Ψυρρή, και στο εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου στο Μοναστηράκι. Τα μέρη αυτά είναι η «τροφή» της ψυχής του Παπαδιαμάντη, που διψά για μια νέα μορφή δημιουργίας και ψάχνει τον δρόμο που θα τον οδηγήσει σ’ αυτήν. Του λείπει έντονα το νησί του, τα ρόδινα ακρογιάλια του, και ο αθεράπευτα νοσταλγός, βρίσκεται εκεί την άνοιξη του 1894. Η υπερκόπωση, οι στερήσεις στις οποίες είχε επιβάλει ο ίδιος τον εαυτό του, η σχεδόν ασκητική ζωή του που γέμιζε μόνο με μελέτη, κρασί και ψαλψωδίες, έχουν υποσκάψει την υγεία του. Για το πώς δούλευε ο Παπαδιαμάντης, χαρακτηριστική είναι μια συνομιλία που είχε ο Παύλος Νιρβάνας μαζί του και την παραθέτει ο Γ. Βαλέτας. Ήταν τότε που δούλευε ως μεταφραστής στην «Ακρόπολη» και που ξεχνούσε πώς ήταν ακόμα και το φως του ήλιου: «Για πού τόσο βιαστικός; τον ρώτησε. – Άφησέ με, του απάντησε ο Παπαδιαμάντης. Τρέχω να προφτάσω τον ήλιο. Εχω ένα μήνα να τον δω και τρέχω να τον προφτάσω πριν βασιλέψει» (Γιώργος Βαλέτας «ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ ΑΠΑΝΤΑ» εκδόσεις «ΓΙΟΒΑΝΗ»).
Το νησί του παραμένει ίδιο, όμως οι δικοί του άνθρωποι έχουν αλλάξει. Ένα μεγάλο βάρος πλακώνει την οικογένεια κι αυτό είναι οι ανύπαντρες αδελφές του. Το σπίτι, το γεμάτο αγάπη, δεν γελάει πλέον. Ο πατέρας του, αν και ο Αλέξανδρος δεν έγινε ελληνοδιδάσκαλος και καθηγητής, αισθάνεται υπερήφανος για τον γιο του που έγινε λόγιος, λογοτέχνης, που τον ξέρει όλη η Ελλάδα και που τα έργα του έχουν μεταφραστεί και στο εξωτερικό. Μετά από ξεκούραση και ανάκτηση δυνάμεων επιστρέφει στην Αθήνα. Το 1895 πεθαίνει ο πατέρας του και πληγωμένος βαθύτατα που δεν ήταν εκεί να του κρατά το χέρι και να πάρει την ευχή του, έρχεται στη Σκιάθο και επισκέπτεται τον τάφο του. Ευτυχώς το χτύπημα αυτό του θανάτου ήρθε στα χρόνια της πνευματικής και οικονομικής του ακμής. Όμως αυτός έχει μάθει στον τρόπο ζωής που του δίδαξε η στέρηση. Η ατημέλητη εμφάνισή του, ακόμα και το ατημέλητο ύφος του κάποιες φορές, είναι κάτι πέραν από το προμελετημένο, λέει ο Ελύτης, «που όχι μόνον δεν ενοχλεί, αλλά φέρνει τα πράγματα κείθε από την κακομοιριά και δώθε από την πολυτέλεια, στο σωστό ανθρώπινο μέτρο…» Είναι ευχαριστημένος που μπορούσε ίσα-ίσα να πληρώνει τα χρέη του, να βοηθά τους φτωχούς και να στέλνει βοήθεια στη Σκιάθο. Εξακολουθεί να ζει στις φτωχογειτονιές, να φορά το τριμμένο πανωφόρι του, να αφουγκράζεται τον στεναγμό των ευάλωτων και κατατρεγμένων αυτού του κόσμου. Ο στεναγμός αυτών των πενήτων, των αδύναμων και των καταπιεσμένων έγινε και δικός του στεναγμός. Στο διήγημά του «Χαλασοχώρηδες» γράφει χαρακτηριστικά για τα λεγόμενα αστικά «ήθη»: « … Η πλουτοκρατία γεννά την αδικίαν, αύτη τρέφει την κακουργίαν, αύτη φθείρει σώματα και ψυχάς. Αύτη παράγει την κοινωνική σεπηδόνα».
Η χρονική περίοδος 1890-1910 είναι παραγωγικότατη, γράφει τα περισσότερα και ωριμότερα έργα του. Η μεταφραστική του δουλειά ελαττώνεται και τα διηγήματα που δημοσιεύονται σε όλες τις εφημερίδες και τα περιοδικά του εξασφαλίζουν το μοναδικό του εισόδημα. Η γνωριμία του με τον Γιάννη Βλαχογιάννη στάθηκε σωτήρια, καθώς του δίνει μεταφράσεις και τον πληρώνει προκαταβολικά και, και βλέποντας την κλονισμένη υγεία του, τον συμβουλεύει να γυρίσει στο νησί του. Πράγματι ο Παπαδιαμάντης δέχεται την βοήθεια του αδελφικού του φίλου και πηγαίνει στο νησί του.
Βρισκόμαστε στο 1902 και η πικραμένη ψυχή του έφερε στο φως αυτό που από χρόνια φύλαγε μέσα του, το αριστούργημά του, την «Φόνισσα», που για τον Παλαμά είναι ένα «από τα ολίγα της παγκοσμίου λογοτεχνίας». Έχει χάσει τους γονείς του, οι αδελφές του, ανύπαντρες και μαραμένες, περιμένουν κάτι απ’ αυτόν κι αυτός το μόνο που έχει να τους δώσει είναι η αγάπη. Ενώ ο Παπαδιαμάντης έχει επιστρέψει στην Αθήνα, πεθαίνει ο αδελφός του ο Γιώργης και αφήνει πίσω του ολόκληρη οικογένεια. Βρισκόμαστε στο 1906 χρονιά που αρρωσταίνει από ρευματισμούς ο Παπαδιαμάντης με συνέπεια να παραλύσουν τα χέρια και τα πόδια και να μείνει ακίνητος στο κρεββάτι. Τα χέρια του, το μόνο όπλο του ενάντια στην φτώχεια, τον εγκαταλείπουν κουρασμένα και εξαντλημένα όπως είναι από τα πολλά χρόνια συγγραφικής εργασίας. Και πάλι ο Βλαχογιάννης στέκεται φύλακας άγγελός του. Τον φιλοξενεί στο δωμάτιό του στην Δεξαμενή όπου σιγά σιγά συνέρχεται. Δεν μένει όμως για πολύ εκεί, θέλει την μοναξιά του. Νοικιάζει ένα δωμάτιο και τις περισσότερες ώρες του τις περνά στο καφενείο της Δεξαμενής. Εκεί γράφει τα αθηναϊκά του διηγήματα, εκεί τον συναντούν οι δυο αγαπημένοι φίλοι, ο Βλαχογιάννης και ο Μιλτιάδης Μαλακάσης. Εκεί καταφέρνει ο Παύλος Νιρβάνας, ύστερα από μεγάλο αγώνα, να του πάρει την πρώτη γνωστή πια φωτογραφία.
Το 1908 ο Παπαδιαμάντης συμπληρώνει είκοσι πέντε χρόνια πνευματικής δημιουργίας και οι φίλοι του οργανώνουν προς τιμήν του μια γιορτή στον Παρνασσό για να τον τιμήσουν και να τον ενισχύσουν οικονομικά. Σπουδαίες ομιλίες έγιναν από ανθρώπους των γραμμάτων για το έργο του, απαγγελίες, αναγνώσεις, όπως η ανάγνωση του διηγήματος «Έρωτας στα χιόνια», όμως ο ίδιος δεν παρευρέθηκε. Με το ποσό που μαζεύτηκε μπόρεσε να επιστρέψει στην αγαπημένη του Σκιάθο. Πλήρωσε τα χρέη του, χαιρέτησε γνωστούς και φίλους και αποχαιρέτησε για πάντα την Αθήνα. Στο νησί όλοι τον αγαπούν, είναι ο κυρ-Αλέξανδρος με τ’ όνομα και σ’ αυτόν τρέχουν να τους γράφει διευθύνσεις και γράμματα ολόκληρα για τους ξενιτεμένους. Όλους τους παρηγορεί και τους βοηθά, ακόμα και χρήματα δίνει στους φτωχούς, αυτός ο πτωχότερος όλων. Τον Νοέμβριο του 1910 αρρωσταίνει. Η αρρώστια, το κρυολόγημα κι ο μαρασμός κρατά ως τις πρώτες μέρες του 1911 και τα μεσάνυχτα της 2ας προς την 3η Ιανουαρίου, ημέρα Κυριακή, αυτός ο περήφανος, αυτή η «βασιλική δρυς» της λογοτεχνίας μας εξέπνευσε. Το 1925 στήθηκε η προτομή του και στη βάση της σκάλισαν τους στίχους από το «Μυρολόγι της Φώκιας»: «… Σα νάχαν ποτέ τελειωμό/ τα πάθη κι οι καϋμοί του κόσμου …». (Μυρολό(γ)ι (με την ορθογραφία του χειρόγραφου του Παπαδιαμάντη), θρηνητικόν άσμα αδόμενον παρά νεκρόν κατά την κηδείαν, (Επίτομο Λεξικό Δ. Β. Δημητράκου), σε διάκριση από το Μοιρολόγι με (οι) που σημαίνει τον λόγο σχετικά με την Μοίρα, η οποία δεν είναι αποκλειστικά τραγική και θρηνητική αλλά και ακριβώς το αντίθετο).
Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη
Δεν μπορούμε να κλείσουμε το μικρό τούτο αφιέρωμα στον μεγάλο μας λογοτέχνη πριν αναφερθούμε και στο θέμα της γλώσσας του. Η αλήθεια είναι ότι σε πολλούς φαίνεται παράδοξο πώς ο Παπαδιαμάντης, ένας άνθρωπος που προέρχεται κατευθείαν από τα σπλάχνα του λαού και που αγάπησε τόσο πολύ το λαό και τα δημιουργήματά του δεν έγραψε τα έργα του στη γλώσσα που μιλούσε ο λαός. Η γλώσσα του λοιπόν θα λέγαμε ότι είναι ένας άριστος συνδυασμός τύπων της αρχαίας , βυζαντινής, καθαρεύουσας και δημοτικής. Θρεμμένος όπως ήταν με την βυζαντινή υμνωδία που τον συντρόφευε καθημερινά, δεν μπορούσε ν’ απομακρυνθεί από το τυπικό της. Ο Παπαδιαμάντης όμως αγαπούσε τη δημοτική και πίστευε σ’ αυτήν. Στο έργο του υπάρχει πλήθος σκιαθίτικων ιδιωματισμών, ενώ με την φωνογραφική απόδοση των διαλόγων κρατά την απλότητα, τη ζωντάνια και το λεκτικό της καθημερινής ομιλίας. Ας μην ξεχνάμε ακόμη πως η εποχή που έζησε και έγραφε ήταν η εποχή της μετάβασης από το λογοτεχνικό ρεύμα του ρομαντισμού, που το έζησε στα παιδικά και εφηβικά του χρόνια, προς το λογοτεχνικό ρεύμα του ρεαλισμού που αρχίζει να επικρατεί. Ο ρομαντισμός είχε επιβάλει την καθαρεύουσα σαν γλώσσα της ποιήσεως και της πεζογραφίας. Με το πέρασμα του χρόνου και όσο η δημοτική πέρασε στην ποίηση και η πεζογραφία κράτησε την καθαρεύουσα, ο Παπαδιαμάντης άρχισε να χρησιμοποιεί και την δημοτική. Στους διαλόγους του λοιπόν ο συγγραφέας χρησιμοποιεί την ομιλούμενη λαϊκή γλώσσα με πολλούς σκιαθίτικους ιδιωματισμούς, στην αφήγηση υιοθετεί μια καθαρεύουσα αλλά με πολλα στοιχεία δημοτικής, και στις περιγραφές μια πιο αυστηρή καθαρεύουσα. Έτσι από το 1885 άρχισε ουσιαστικά να δημιουργεί την προσωπική του γλώσσα, αυτήν που γοητεύει τον αναγνώστη. Εξάλλου ο Παπαδιαμάντης ακόμα και στην καθαρεύουσα έδινε ζωντάνια, καθώς αγωνίστηκε για την εξαφάνιση του στείρου λογιοτατισμού και μορφοποίησε την απλή καθαρεύουσα, αυτή που οδήγησε τους νεώτερους πεζογράφους στην δημοτική. Ο Παπαδιαμάντης λογοτεχνικά ανήκει στην Νέα Αθηναϊκή Σχολή και στο θέμα της γλώσσας η Νέα Σχολή υιοθετούσε την απλή καθαρεύουσα με τη δημοτική στους διαλόγους στην πεζογραφία, και την δημοτική στην ποίηση. Ο Κώστας Βάρναλης γράφει στα «Αισθητικά-Κριτικά»: «…είχε και την αλλόκοτην ιδέα να ξέρει τη δημοτική περίφημα και να τη γράφει θαυμάσια( στα διαλογικά μέρη των διηγημάτων του κυρίως) κι όμως να προτιμά την καθαρεύουσα , ανάκατη με δημοτικά στοιχεία. Αλλ’ είτανε τόσο μαέστρος σα συγγραφέας, που κατόρθωνε να ζωντανεύει ό,τι νεκρό άγγιζε με την πέννα του…». Η καθαρεύουσα του Παπαδιαμάντη θα λέγαμε πως δεν είναι «γλώσσα εργαστηρίου» όπως εκείνη του απόμακρου και αφυδατωμένου λογιοτατισμού της εποχής του, αλλά γεμάτη λυρισμό και που μ’ αυτήν έφερε στην επιφάνεια αυτό το μέσα πλούτος του. Ο Αγγελος Σικελιανός την χαρακτήρισε «κτήμα ες αεί», που έγινε μέλι γλυκό στο στόμα του δημιουργού για να γλυκαίνει τον καθένα μας (…και εγένετο εν τω στόματί μου ως μέλι γλυκάζον… Ιεζεκιήλ Γ,1-3).
Ολοκληρώνοντας θα λέγαμε πως, διαβάζοντας Παπαδιαμάντη, μια εσπερινή μελωδία αναδύεται από τις σελίδες του, σε παλιό εκκλησάκι απόμερου μοναστηριού την ώρα του δειλινού, για να υψωθεί προς τους απέραντους ουράνιους δρόμους, ας την ακούσουμε.
Είπαν για τον Παπαδιαμάντη (ενδεικτικά)
Πριν δούμε τι είπαν για τον Παπαδιαμάντη κάποιοι σπουδαίοι άνθρωποι των γραμμάτων ας απολαύσουμε την μαγεία του μέσα από κάποια αποσπάσματα των έργων του:
«Υπό την βασιλικήν δρυν»
«Ὅταν παιδίον διηρχόμην ἐκεῖ πλησίον, ἐπὶ ὁναρίου ὀχούμενος, διὰ νὰ ὑπάγω νὰ ἀπολαύσω τὰς ἀγροτικάς μας πανηγύρεις τῶν ἡμερῶν τοῦ Πάσχα, τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ τῆς Πρωτομαγιᾶς, ἐρρέμβαζον γλυκὰ μὴ χορταίνων νὰ θαυμάζω περικαλλὲς δένδρον μεμονωμένον, πελώριον, μίαν βασιλικὴν δρῦν. ῾Οποῖον μεγαλεῖον εἶχεν! Οἱ κλάδοι της χλωρόφαιοι, κατάμεστοι, κραταιοί· οἱ κλῶνοι της γαμψοὶ ὡς ἡ κατατομὴ τοῦ ἀετοῦ, οὖλοι ὡς ἡ χαίτη τοῦ λέοντος, προεῖχον ἀναδεδεμένοι εἰς βασιλικὰ στέμματα. Καὶ ἦτο ἐκείνη ἅνασσα τοῦ δρυμοῦ, δέσποινα ἀγρίας καλλονῆς, βασίλισσα τῆς δρόσου…
Ἀπὸ τὰ φύλλα της ἐστάλαζε καὶ ἔρρεεν ὁλόγυρά της «μάννα ζωῆς, δρόσος γλυκασμοῦ, μέλι τὸ ἐκ πέτρας». Ἔθαλπον οἱ ζωηφόροι ὀποί της ἔρωτα θείας ἀκμῆς καὶ ἔπνεεν ἡ θεσπεσία φυλλάς της ἵμερον τρυφῆς ἀκηράτου. Καὶ ἡ κορυφή της βαθύκομος ἠγείρετο ὡς στέμμα παρθενικόν, διάδημα θεῖον……. Πλὴν ἡ μεγάλη δρῦς ὑπῆρξεν εὐεργέτις μου καὶ κηδεμών μου. Αὕτη μ’ ἐξήγαγεν ἐκ τῆς ἀπάτης, ἐφαίνετο δὲ ὡς νὰ μοῦ ἔνευε μακρόθεν καὶ μὲ ὡδήγει νὰ ἔλθω πλησίον της.
Καθὼς τὴν εἶδα χαμηλότερα, δεξιόθεν, ἀρκετὰ μακράν, ἄφησα τὸν δρομίσκον εἰς τὸν ὁποῖον ἔτρεχα καὶ στραφεὶς πρὸς δυσμὰς ἤρχισα νὰ κατέρχωμαι μέσῳ τῶν ἀγρῶν, ὑπερπηδῶν αἰμασιάς, χάνδακας, φραγμοὺς θάμνων καὶ βάτων, σχίζων τὰς σάρκας μου, αἱμάσσων χεῖρας καὶ πόδας… Τέλος ἔφθασα πλησίον τῆς ποθητῆς νύμφης τῶν δασῶν.
Ἤμην κατάκοπος, κάθιδρος καὶ πνευστιῶν. Ἅμα ἔφθασα, ἐρρίφθην ἐπὶ τῆς χλόης, ἐκυλίσθην ἐπάνω εἰς παπαροῦνες καὶ χαμολούλουδα. Ἀλλ’ ὅμως ᾐσθανόμην κρυφὴν εὐτυχίαν, ὀνειρώδη ἀπόλαυσιν…..»
«Το μυρολόγι της φώκιας»
«….Κ᾿ ἡ γολέτα ἐξηκολούθει ἀκόμη νὰ βολταντζάρῃ εἰς τὸν λιμένα. Κι ὁ μικρὸς βοσκὸς ἐξηκολούθει νὰ φυσᾷ τὸν αὐλόν του εἰς τὴν σιγὴν τῆς νυκτός.
Κ᾿ ἡ φώκη, καθὼς εἶχεν ἔλθει ἔξω εἰς τὰ ρηχά, ηὗρε τὸ μικρὸν πνιγμένον σῶμα τῆς πτωχῆς Ἀκριβούλας, καὶ ἤρχισε νὰ τὸ περιτριγυρίζῃ καὶ νὰ τὸ μυρολογᾷ, πρὶν ἀρχίσῃ τὸ ἑσπερινὸν δεῖπνόν της.
Τὸ μυρολόγι τῆς φώκης, τὸ ὁποῖον μετέφρασεν εἰς ἀνθρώπινα λόγια εἷς γέρων ψαράς, ἐντριβὴς εἰς τὴν ἄφωνον γλῶσσαν τῶν φωκῶν, ἔλεγε περίπου τὰ ἑξῆς:
Αὐτὴ ἦτον ἡ Ἀκριβούλα
ἡ ἐγγόνα τῆς γρια-Λούκαινας.
Φύκια ᾽ναι τὰ στεφάνια της,
κοχύλια τὰ προικιά της…
Κ᾿ ἡ γριὰ ἀκόμα μυρολογᾷ
τὰ γεννοβόλια της τὰ παλιά.
Σὰν νά ᾽χαν ποτὲ τελειωμὸ
τὰ πάθια κ᾿ οἱ καημοὶ τοῦ κόσμου.»
«Έρωτας στα χιόνια»
Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος. Χριστούγεννα, Ἅις−Βασίλης, Φῶτα.
Καὶ αὐτὸς ἐσηκώνετο τὸ πρωί, ἔρριπτεν εἰς τοὺς ὤμους τὴν παλιὰν πατατούκαν του, τὸ μόνον ροῦχον ὁποὺ ἐσώζετο ἀκόμη ἀπὸ τοὺς πρὸ τῆς εὐτυχίας του χρόνους, καὶ κατήρχετο εἰς τὴν παραθαλάσσιον ἀγοράν, μορμυρίζων, ἐνῷ κατέβαινεν ἀπὸ τὸ παλαιὸν μισογκρεμισμένον σπίτι, μὲ τρόπον ὥστε να τὸν ἀκούῃ ἡ γειτόνισσα:
− Σεβτὰς εἶν’ αὐτός, δὲν εἶναι τσορβάς …· ἔρωντας εἶναι, δὲν εἶναι γέρωντας.
Τὸ ἔλεγε τόσον συχνά, ὥστε ὅλες οἱ γειτονοποῦλες ὁποὺ τὸν ἤκουαν τοῦ τὸ ἐκόλλησαν τέλος ὡς παρατσούκλι:«Ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ὁ Ἔρωντας»…..
……Συχνὰ ὅταν ἐπανήρχετο τὸ βράδυ, νύκτα, μεσάνυκτα, καὶ ἡ σκιά του, μακρά, ὑψηλή, λιγνή, μὲ τὴν πατατούκαν φεύγουσαν καὶ γλιστροῦσαν ἀπὸ τοὺς ὤμους του, προέκυπτεν εἰς τὸν μακρόν, στενὸν δρομίσκον, καὶ αἱ νιφάδες, μυῖαι λευκαί, τολύπαι βάμβακος, ἐφέροντο στροβιληδὸν εἰς τὸν ἀέρα, καὶ ἔπιπτον εἰς τὴν γῆν, καὶ ἔβλεπε τὸ βουνὸν ν’ ἀσπρίζῃ εἰς τὸ σκότος, ἔβλεπε τὸ παράθυρον τῆς γειτόνισσας κλειστόν, βωβόν, καὶ τὸν φεγγίτην νὰ λάμπῃ θαμβά, θολά, καὶ ἤκουε τὸν χειρόμυλον νὰ τρίζῃ ἀκόμη, καὶ ὁ χειρόμυλος ἔπαυε, καὶ ἤκουε τὴν γλῶσσάν της ν’ ἀλέθῃ, κ’ ἐνθυμεῖτο τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιά της, τὸ γαϊδουράκι της, ὁποὺ αὐτὴ ὅλα τὰ ἀγαποῦσε, ἐνῷ αὐτὸν δὲν ἐγύριζε μάτι νὰ τὸν ἰδῇ, ἐκαπνίζετο, ὅπως τὸ μελίσσι, ἐσφλομώνετο, ὅπως τὸ χταπόδι, καὶ παρεδίδετο εἰς σκέψεις φιλοσοφικὰς καὶ εἰς ποητικὰς εἰκόνας….
……Πλὴν δὲν τὸν εἶδεν οὔτε αὐτὸς οὔτε κανεὶς ἄλλος. Κ’ ἐπάνω εἰς τὴν χιόνα ἔπεσε χιών. Καὶ ἡ χιὼν ἐστοιβάχθη, ἐσωρεύθη δύο πιθαμάς, ἐκορυφώθη. Καὶ ἡ χιὼν ἔγινε σινδών, σάβανον. Καὶ ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ἄσπρισεν ὅλος, κ’ ἐκοιμήθη ὑπὸ τὴν χιόνα, διὰ νὰ μὴ παρασταθῇ γυμνὸς καὶ τετραχηλισμένος, αὐτὸς καὶ ἡ ζωή του καὶ αἱ πράξεις του, ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου.»
———–
Ο Κώστας Βάρναλης γράφει στο κεφάλαιο «Ένας Ά νθρωπος» από τα «Αισθητικά- Κριτικά»: «Ο Παπαδιαμάντης είναι η μεγαλυτερη δόξα της νεοελληνικής πεζογραφίας. Κι όσο περνούνε τα χρόνια, τόσο η δόξα αυτή θα στερεώνεται περισσότερο. Ρωτήσανε κάποτες τον αριστοτέχνη του στίχου Μαλακάση: «Ποιος είναι ο μεγαλύτερος ποιητής της Ελλάδας;» — Ο Παπαδιαμάντης !, απάντησε χωρίς δισταγμό. Ό χι γιατί ο Παπαδιαμάντης έγραψε τα καλύτερα ελληνικά ποιήματα( γιατί έγραψε και ποιήματα), αλλά γιατί η πεζογραφία του περιέχει περισσότερη ποιητική ουσία από τα περισσότερα νεοελληνικά έμμετρα έργα…»
Ο Οδυσσέας Ελύτης στο βιβλίο «Η μαγεία του Παπαδιαμάντη : «…η ποιητική νοημοσύνη του Παπαδιαμάντη διατρέχει τις σελίδες του, συνεγείρει και μαγνητίζει τις λέξεις, τις υποχρεώνει να συναντηθούν σε μια φράση, όπως ο αέρας τα λουλούδια σ’ έναν αγρό…»
Και στο «Άξιον Εστί»: «Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί, όπου και να θολώνει ο νους σας μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύτε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη»
Ο Γιώργος Κοτζιούλας έγραφε: «ο μόνος μας μεγάλος συγγραφέας, που βγήκε από το λαό κι αφιερώθηκε σ’ αυτόν»
Ο Ζαν Μορεάς, θαυμαστής του Παπαδιαμάντη, χαρακτήρισε το: « «Μοιρολόγι της φώκιας» αριστούργημα της παγκόσμιας φιλολογίας»
Ο Γιώργος Σεφέρης, στο δοκίμιό του για τον Μακρυγιάννη έγραφε: «Ο Μακρυγιάννης είναι ο πιο σημαντικός πεζογράφος της νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας, αν όχι ο πιο μεγάλος, γιατί έχομε τον Παπαδιαμάντη».
Ο Γιώργος Βαλέτας μιλώντας για το έργο του Παπαδιαμάντη έλεγε: «…ο Παπαδιαμάντης ανεβάζει και καταξιώνει στην περιοχή της τέχνης την ψυχή του λαού, το βαθύτερο δράμα του, τις βαθύτερες αξίες του τόπου του, ηθικές, φυσικές , κοινωνικές».
Ο Κωνσταντίνος Π. Καβάφης τον χαρακτήριζε ως «την κορυφή των κορυφών» και στο περιοδικό «Νέα ζωή» της Αλεξάνδρειας το 1908 έγραφε: «Εις όσα έργα του εδιάβασα μ΄έκανεν εντύπωσιν η περιγραφική του δύναμις. Μου φαίνεται ότι είναι λαμπρά ασκημένος στης περιγραφής την τριπλήν ικανότητα—το ποια πρέπει να λεχθούν, το ποια πρέπει να παραλειφθούν, και εις ποία πρέπει να σταματηθή η προσοχή…»
Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος έγραψε: «ο Παπαδιαμάντης δεν εψεύστηκε ποτέ, δεν εμιμήθη ποτέ, δεν επροσποιήθη ποτέ, δεν εκιβδηλοποίησε ποτέ. Έκοψε μόνον ολόχρυσα νομίσματα από το μεταλλείον της ψυχής του, της αγνής και αδιαφθόρου… η ψυχή του είναι καθαυτό η ρωμέικη λαϊκή ψυχή».
Ο Παύλος Νιρβάνας στα 1906: «Εκείνος πού θα δώσει μίαν ημέραν μακρινήν… την εικόνα του Παπαδιαμάντη, του πρώτου και μοναδικού της εποχής μας, δεν πρέπει να χωρίσει ποτέ τον συγγραφέα από τον άνθρωπον… Ο Παπαδιαμάντης δεν είναι γραμματάνθρωπος, είναι ποιητής».
Ο Φώτος Πολίτης σε ένα άρθρο του, ανάμεσα στα άλλα έγραψε: «Ελλην γνήσιος καί συγγραφεύς ισχυρός εχάρισε σελίδας εξόχου αγνότητος και ηθικής ρώμης»
και συνδέοντάς τον με τον Δ. Σολωμό:
«Μόνο ο Παπαδιαμάντης κι ο Σολωμός μας έδωσαν έργα με συνολική σύλληψη ζωής, λυτρωμένα από το τυχαίο και το επεισοδιακό».
Ας θυμηθούμε, τέλος, κάποια λίγα λόγια από το άρθρο του Κωστή Παλαμά στην εφημερίδα «Ακρόπολη» την ημέρα του θανάτου του Παπαδιαμάντη: «Ο Παπαδιαμάντης ο μεγάλος ζωγράφος των ταπεινών. Ο ιστοριστής των «Θαλασσινών ειδυλλίων», ο απέρριττος και ασχημάτιστος κ’ ελκυστικός κ’ ευκολοδιάβαστος και ξεχωριστός…» και τελειώνει: «Μακαρισμένε και αξέχαστε, ένας δικός σου στίχος ξεφυτρώνει τώρα στα χείλη μου, στίχος λυπητερός και όμως απριλιάτικος, και με όλο το χειμώνα που με ζώνει:
Τ’ αηδόνια αυτά που κελαηδούν,
μου φαίνεται πως κλαιν’…»
Δέσποινα Παπαδοπούλου 4/3/2021
Στη Φωτογραφία το Σπιτι που έζησε