Οι Δεκαοχτούρες με το δαχτυλίδι στο λαιμό. Μύθοι και στίχοι !

Οι Δεκαοχτούρες με το δαχτυλίδι στο λαιμό
Οι κυρίες επισκέπτριες στον κήπο του χειμώνα
της Δέσποινας Παπαδοπούλου
Η δεκαοχτούρα (επιστημονικό όνομα:Streptopelia decaocto – Στρεπτοπέλια η δεκαοκτώ) είναι ένα είδος του γένους Στρεπτοπέλια (Streptopelia) των περιστερίδων, ιθαγενές στην Ασία και την Ευρώπη, που έχει πρόσφατα εποικίσει και στη Βόρεια Αμερική.
Η ονομασία του γένους Streptopelia, είναι σύνθετη και προέρχεται από τις λέξεις της αρχαίας ελληνικής στρεπτός (=το κολάρο, ο δακτύλιος) και πέλεια (=το περιστέρι), δηλαδή σημαίνει “το περιστέρι που έχει κολάρο”.
Η ονομασία του είδους decaocto (δεκαοχτώ) προέρχεται από ελληνικό μύθο με τις δύο ακόλουθες παραλλαγές:
- Κάποτε πριν πολλά χρόνια ήταν μια πανέμορφη κοπέλα αξιολάτρευτη και πρώτη νοικοκυρά. Πολλοί νέοι την ποθούσαν και όλες οι γυναίκες τη ήθελαν για νύφη τους. Την καρδιά της όμορφης κοπέλας, κέρδισε ένας νέος, τον οποίο και παντρεύτηκε, παρά τις αντιρρήσεις της μητέρας του. Η πεθερά τυφλωμένη από ζήλεια και εγωισμό δεν έβλεπε πόσο πολύ αγαπιούνταν οι δύο νέοι κι έκανε τα πάντα για να τους χωρίσει. Ανάγκαζε την -υπάκουη πάντα- νύφη να κάνει ένα σωρό δουλειές, μέχρι να αγανακτήσει και να φύγει. Η κοπέλα υπέμενε καρτερικά όλες τις δοκιμασίες, τις ταπεινώσεις, την αχαριστία της κακιάς πεθεράς για την αγάπη του άντρα της. Μια μέρα της ζήτησε να φτιάξει 18 καρβέλια και να τα έχει έτοιμα. Πράγματι η κοπέλα τα είχε έτοιμα ως το μεσημέρι. Τότε η αντίζηλος της, πήρε το ένα καρβέλι και κατηγόρησε τη νύφη στον γιο της ότι το έφαγε τονίζοντας έτσι ότι είναι σπάταλη. Ο νέος την πίστεψε κι η κοπέλα από την αδικία φώναζε “δεκαοχτώ…δεκαοχτώωω…” Μάταια όμως. Το κορίτσι τρελάθηκε κι ο Θεός την λυπήθηκε μεταμορφώνοντάς την σε πουλί, την δεκαοχτούρα.
- Ήταν μια φορά δυο συννυφάδες και η πεθερά τους. Μια μέρα, η μία συννυφάδα ζύμωσε είκοσι καρβέλια ψωμί, και όταν έγινε, άναψε το φούρνο και έβαλε τα ψωμιά. Όταν ψήθηκαν, η συννυφάδα πήρε κρυφά δυο καρβέλια και τα έδωσε στον αγαπημένο της. Μετά από λίγη ώρα, η πεθερά και η άλλη συννυφάδα αναζήτησαν τα ψωμιά αλλά δεν τα βρήκαν και τη ρώτησαν: “Τι έγινε το ψωμί; Λείπουν δυο καρβέλια. Ήταν είκοσι και τώρα είναι δεκαοχτώ”. Εκείνη έλεγε: “Δεκαοχτώ ήταν” αλλά η πεθερά της δεν τη πίστευε, θύμωσε και την καταράστηκε. Από τότε έγινε πουλί που φωνάζει έως σήμερα “Δεκαοχτώ, δεκαοχτώ, δεκαοχτώ”, γι’ αυτό και το λένε Δεκαοχτούρα ( από την βικιπαίδεια).
Στη συνέχεια ακολουθεί ο μύθος μεταποιημένος ποιητικά από τον Γεώργιο Βιζυηνό από την ποιητική συλλογή «Ατθίδες Αύραι» (τρίτη έκδοση 1884)
Η ΔΕΚΟΧΤΟΥΡΑ
(Τρυγών ἡ κατοικίδιος)
«—Πῶς τό λένε τὸ πουλάκι,
ποῦ στὰ δένδρα πεταχτὸ
κελαδεῖ κάθε ’λιγάκι—
Δεκοχτώ; Δεκοχτώ;
—Δεκοχτοῦρα τὸ λαλοῦνε
ἴσα ἴσα δι’ αὐτό,
γιατὶ ψάλλει νὰ τ’ ἀκοῦνε—
Δεκοχτώ! Δεκοχτώ!
Κι’ ὄποιος εἰς ἐμὲ προβάλῃ
τὸ αὐτί του ’ξυπνητό,
θένα μάθῃ γιατὶ ψάλλει
Δεκοχτώ! Δεκοχτώ!
Ἦταν ἄλλοτ’ ἡ καϋμένη
κοριτσάκι διαλεχτό,
—Χρόνοι τώρα περασμένοι
Δεκοχτώ, δεκοχτώ.—
Κ’ εἶχε μητρυιά, παιδιά μου,
μιὰ γρῃὰ σὰν σκελετό.
—Ζύμω, λέγει, τὰ ψωμιά μου
δεκοχτώ, δεκοχτώ.—
Τῆς ζυμόνει μέσ’ στὴν σκάφη
τὸ ζυμάρι κορδωτό·
κόφτει τὰ ψωμιὰ καὶ γράφει
δεκοχτώ, δεκοχτώ.
Τἄπλασε καὶ τὰ φουρνίζει
μέσ’ στὸν φοῦρνο τὸν ζεστό·
’ψήθηκαν, τὰ ξεφουρνίζει
δεκοχτώ, δεκοχτώ.
Μὰ ἡ στρίγγλα μητρυιά της
κράζει μὲ θυμὸ φρικτό,
πῶς δὲν ἦσαν τὰ ψωμιά της
δεκοχτώ, δεκοχτώ!
—Δεκαννιά, φωνάζ’ ἐγεῖναν,
δεκαννιὰ καί τ’ ἀπαιτῶ!
Τὧνα τὤφαγες, κ’ ἐμεῖναν
δεκοχτώ, δεκοχτώ!
—Εἰς τὴν Παναγιά σ’ ὀμόνω,
στέκει στὸ χαρτὶ γραφτό,
τὰ ψωμιὰ πῶς ἦσαν μόνο
δεκοχτώ, δεκοχτώ!
—Δεκαννιά! φωνάζ’ ἐκείνη,
ἢ σὲ σφάζω στὸ λεπτό!
Τἄκλεψες, γι’ αὐτό ’χουν μείνει
δεκοχτώ, δεκοχτώ!
—Μάνα, μὴν τὸ πάρῃς κάκια,
μά σ’ ὀμόνω στὸν Χριστό:
μοῦ παράγγειλες ψωμάκια
δεκοχτώ, δεκοχτώ!—
Μά ἡ στρίγγλα, ποῦ ζητοῦσε
ἀφορμήν εἰς τὸ κρυφτό,
’κεῖ ποῦ ἡ φτωχὴ λαλοῦσε—
Δεκοχτώ, δεκοχτώ,
Στὸ καρύδι της στηλόνει
τὸ μαχαῖρι τροχητό,
—Περασμένοι τώρα χρόνοι
δεκοχτώ, δεκοχτώ.—
Μά ὁ Θεὸς γυρνᾷ τὸ χέρι
στὸν κακό της ἑαυτό,
καὶ πληγαὶς τῆς καταφέρει
δεκοχτώ, δεκοχτώ!
Καὶ τὴν κόρη μεταβάλλει
σὲ τρυγόνι φτερωτό,
π’ ’ως τὰ τώρ’ ἀκόμα ψάλλει—
Δεκοχτώ! Δεκοχτώ!»
Με αγάπη και φροντίδα προς όλα τα ζωντανά της γης και τα πετεινά του ουρανού
(Η φωτογραφία από τον αυλή μας)
Δέσποινα Παπαδοπούλου