Λήμνος

ΟΤΑΝ ΠΕΡΙΜΕΝΑΜΕ ΤΟΝ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ

ΟΤΑΝ ΠΕΡΙΜΕΝΑΜΕ ΤΟΝ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ

Γράφει: η  Βαρβάρα Βαγιάκου-Βλαχοπούλου

Εκατομμύρια sms για Χρόνια Πολλά θα στείλουν οι Έλληνες αυτές τις Άγιες Ημέρες των Χριστουγέννων και του Νέου Έτους.

Ψυχρό ακούγεται, αλλά σύγχρονο.  Σήμερα όλα τα έχουμε εμπιστευτεί στην άψυχη τεχνολογία… Από προπαίδεια (τα παιδιά αγνοούν το πέντε εφτά τριανταπέντε) μέχρι παιδεία.  Τέρμα ακόμα και τα σχολικά βιβλία.  Το σχολικό βιβλίο «ξεφυλλίζεται» στη γυάλινη του internet οθόνη, στερημένο αφής, αποστειρωμένο.  Οι σάκκες γεμάτες άοσμα dvd.  Βιβλία χωρίς μυρωδιές, σελίδες ασημάδευτες, ατσαλάκωτες, απογυμνωμένες συναισθημάτων.  Τίποτα χειροπιαστό, τίποτα χειροποίητο.  Γνώσεις, γνώσεις, γνώσεις: κι ανάμεσα στις γνώσεις και την πληροφορική ξεψύχησε η σοφία.

 

Οι διανοούμενοι σκαρφαλωμένοι στα κεφάλια τους τα ίδια, απλά βλέπουν τη ζωή να τους ποζάρει.  Ακόμα και τα επαγγέλματα με τη συμβολή του κουμπιού και του πλήκτρου μεταλλάχτηκαν.  Πολλά εξ αυτών εγκατέλειψαν την “εφημερία” και την κοινωνικής τους προσφορά.

Έτσι, το ελπιδοφόρο, μαντατοφόρο επάγγελμα του ταχυδρόμου έγινε αδιάφορο έως αντιπαθητικό.

Γιατί, τι κουβαλά σήμερα ο ταχυδρόμος;  Ούτε γράμματα, ούτε συντάξεις, ούτε ευχές.  Λογαριασμούς κουβαλά μόνο, που οσονούπω θα μένουν ανεξόφλητοι και διαφημιστικά έντυπα που χαρά στην επιμονή τους οι αποστολείς να βομβαρδίζουν ακόμα χέρσα χωράφια.

Στης ψυχής το αδιέξοδο πάντα υπάρχει μια τρύπα.  Απλώνω το χέρι μου στο κίτρινο συρτάρι.  Ανάμεσα σε οξείες, ψιλές και δασείες, η αλησμόνητη περισπωμένη σα χελιδόνα σπαθίζει στο κίτρινο του συρταριού.

Το χέρι μου χαϊδεύει τρυφερά το “Αίσιον και Ευτυχές το Νέον Έτος” και το έλκηθρο του Αη Βασίλη που κυλά ανάμεσα στο χιονισμένο τοπίο… γυρνά του ρολογιού τους δείκτες πίσω και… νάτες οι εικόνες.

Γιατί με συνοδεύουν;  Δε ξέρω… ίσως γιατί τις κανακεύω, ίσως γιατί ποτέ μου δεν κατέβηκα απ το έλκηθρο.

 

Νάτος λοιπόν ο ταχυδρόμος, ο Μπάμπης ο λεβεντονιός με τη δερμάτινη καφετιά τσάντα κρεμασμένη στο λαιμό και το μόνιμο χαμόγελο κάτω απ΄ τη θημωνιά του μουστακιού του.
Τον είδα απ΄ το παράθυρο να έρχεται και πετάχτηκα να του ανοίξω την πόρτα πριν πεταχτεί η καρδιά της Νόνας απ΄ το στέρνο της.  Μέρες τώρα τον περίμενε “έλα αγόρι μ’, σε μπάντεχα” του είπε κι έβαλε το σκελετωμένο της χεράκι στην τσέπη της γκρίζας της ποδιάς να πιάσει το μπαξίζι.  Μέρες τώρα του το ‘χε ετοιμάσει.

“Έλα κυρά Βοτώ… καλώς το δέχτηκες… είναι και συστημένο” είπε με νόημα.  “Νά, βάλε εδώ την υπογραφή σου και σε καλή μεριά.”

Κι η Νόνα με ξεχωριστή αφοσίωση στο μολύβι που της πρότεινε, αποτύπωσε προσεκτικά το πολυσυζητημένο Ελ. Πατ… μοναδική κατάκτηση γραφής.

“Τν’ ευχή μ’ νάχ’ς παλκάριμ, πάντα καλά μαντάτα να με φέρν’ς” είπε η Νόνα, έπιασε το γράμμα λατρευτικά, το σταύρωσε, το φίλησε και το έδωσε στην κόρη της να το διαβάσει δυνατά.  Η μαμά βάλθηκε να διαβάζει, αφού πρώτα ανέσυρε το τσεκ και το πέρασε στα χέρια της Νόνας.  “Σε καλή μεριά” της είπε. Τι έγραφε το γράμμα;

Σεβαστή μητέρα,
Υγείαν έχω και υγείαν ποθώ και δι’ Υμάς.  Η Κική έτεκεν θήλυ

και θα το δώσουμε το σεβαστόν σου όνομα Ελισάβετ…


Τα θολά ματάκια της Νόνας μπούκωσαν.  Δε μπορούσα να φανταστώ πως κι η χαρά μπορεί να παράξει τόσα δάκρυα.  Μικρό κοριτσάκι τα φυλλοκάρδια μου μανταλωμένα ακόμα, δεν είχαν κλάψει ποτέ από χαρά.

Τόχε τόσο ανάγκη αυτό το ξέσπασμα η ψυχή της.  Η ψυχή της κάθε μάνας που στερούνταν τις στιγμές της χαράς, της ευτυχίας, ακόμα και της λύπης του ξενιτεμένου της παιδιού.  Στιγμές που μόνο τις φαντάζονταν, τις ονειρεύονταν, τις χάιδευε στοργικά ο νους της…

Και μόλις έφτανε το γράμμα, ποταμός τα συναισθήματα, πλημμύριζαν την ψυχή και ξέσπαζαν σε δάκρυα.  Δάκρυα ασταμάτητα.

Το ξέσπασμα αυτό ήταν λυτρωτικό.  Το περίμενε περισσότερο και απ΄ το τσεκ.  Ήταν ξέσπασμα συμπυκνωμένης απαντοχής.  Μπορεί να περνούσε και ένας, και δυο μήνες που το περίμενε τούτο το γράμμα, κι άλλος τρόπος επικοινωνίας στην εποχή εκείνη δεν υπήρχε.  Το ξέσπασμα λοιπόν αυτό ήταν ανάγκη της ψυχής να βγει περίπατο…  να δει χρώματα.

Η μοναξιά στο νησί είχε σπάνια χρώματα.  Ένα απ΄ αυτά ήταν και ο ταχυδρόμος.  “Όταν τίποτα δεν περιμένεις απ΄ το αύριο, το σήμερα διαρκεί όσο μια αιωνιότητα.  Τέλμα που σκοτώνει.”

 

Να γιατί τον περιμέναμε τον ταχυδρόμο.  Μέσα στη μαυρίλα της μεταπολεμικής εκείνης εποχής που δοξολογούσε τη φτώχεια της και τα απαγορευτικά κλισέ της, ο ταχυδρόμος φάνταζε Αη-Βασίλης που μοίραζε μερτικά μια φορά την εβδομάδα όταν ερχόταν εκείνη η κορβέτα το “Αλεξανδρούπολις” που όταν φουντάρισε πάνω στο “Τηγάνι” το αντικατέστησε το “Ιόνιο”.

Σήμερα, πήρε το μερτικό της η Νόνα.  Την περασμένη εβδομάδα, το είχε πάρει ο κυρ-Θωμάς που μέρες κούρνιαζε δίπλα στο μαγκάλι με το τσιγάρο βιδωμένο στο χέρι και την αγωνία να πάρει νέα απ΄ το γιο του τον φαντάρο.  Κι όταν έφτασε το γράμμα, το ‘βαλε στα εικονίσματα ο καψερός μήπως η πίστη του το στείλει εκεί ψηλά στην κυρά-Θοδώρα του, τη μάνα του φαντάρου που έφυγε χωρίς το τελευταίο ασπασμό του γιου της.  Υπηρετούσε την πατρίδα βλέπεις…

Πέτρινες ζωές, πέτρινες καρδιές έλιωναν στην ηλιαχτίδα ενός γράμματος.

Κι’ η κυρά-Βασιλεία πήρε σήμερα μερτικό χαράς απ’ τον καπετάνιο της που παστώνονταν αλάτια στο γκαζάδικο ανάμεσα στα στενά των Βερμούδων.  “Πω πω κάτι γραμματόσημα.  Να μου τα φυλάξεις κυρά-Βασιλεία, ε;”
Φάκελοι εσωτερικού μ’ ένα κομμάτι γαλανόλευκης γιρλάντας.

Φάκελοι εξωτερικού με πολύχρωμες γιρλάντες και σπάνια γραμματόσημα.
Γράμματα με πρόσωπο…  με τον οικείο γραφικό χαρακτήρα να μιλά και να περιγράφει γεγονότα κομμένα σε φέτες… να εγείρει συναισθήματα.
Γράμματα με μυρωδιές…  ίσως και με μουντζούρες, που άλλα έγραφαν και άλλα πρόδιδαν.  Ναι, που πρόδιδαν δάκρυα, συγκινήσεις, βάσανα, πόνο.  Οπωσδήποτε δάκρυα ευδιάκριτης νοσταλγίας, γράμματα καθρέφτες, μέσα στους οποίους καθρεφτίζονταν οι ζωές των παιδιών, των αδελφών, γενικά των ξενιτεμένων.

Απλώνω το χέρι μου ακόμα πιο βαθιά στο κίτρινο συρτάρι.  Το ξεθωριασμένο μενεξεδί των πανσέδων ζωντανεύει και αποπνέει ρομαντικές θωπείες.  Μοσχοβολούνε της δραχμής τα γιασεμιά πάνω στην κάρτα με τα Χρόνια τα Πολλά για την ονομαστική εορτή της πολυαγαπημένης.
Ευλαβικά ανασύρω το κατακίτρινο μπαρουτιασμένο γράμμα του παππού απ΄ τον πόλεμο.  Δυσανάγνωστο, βουτηγμένο στην κιτρινάδα του και στο μελανό των δακρύων της γιαγιάς.  Πόσες φορές να έκλαψε πάνω του;  Τι μπαξίζι άραγε να έδωσε στον ταχυδρόμο μεσοπόλεμα;

Υπέφερε, γράφει, από κρυοπαγήματα…  Και η γιαγιά το έβαλε πάνω στο εικόνισμα της Παναγιάς να τα γιατρέψει.  Και όταν αυτά άρχισαν να γιατρεύονται τα έβαλε βαθιά στη ζεστασιά του κίτρινου του συρταριού.  Είναι ζεστά τα κίτρινα συρτάρια!!!
Με σεβασμό το ξανάβαλα στη θέση του, δίπλα στο κομπολόι με τις κίτρινες κεχριμπαρένιες χάντρες.

Μνήμες γλυκιές. Μνήμες πικρές.

Χάντρες που σα κατρακυλούν όλες κάτι θυμίζουν.

Γάντζοι αδύναμης γεροντικής πνοής, του κομπολογιού οι ζωντανές ρομαντικές λαλιές, οι κίτρινες οι χάντρες οι τσαχπίνες.

…Κι οι κίτρινες οι χάντρες οι τσαχπίνες, αρνούνται να γίνουν “e-mail”.

Βαρβάρα Βαγιάκου-Βλαχοπούλου

 

Δείτε περισσότερα

Σχετικά Άρθρα

Back to top button