Ψιτ, Ψιτ … ακούει κανείς
Ψιτ Ψιτ …ακούει κανείς ;
Της Βαρβάρας Βαγιάκου Βλαχοπουλου
Το κοριτσάκι φορούσε δυο φιόγκους .Πάντα φορούσε φιόγκους .«Δε τους θέλω» διαμαρτύρονταν κάθε πρωί στη μητέρα της που επέμενε να τη στολίζει σα κούκλα .
« Μου γλυστράνε και πέφτουν»
«Δε θες να είσαι όμορφη;»
« Όχι ,δε θέλω να είμαι όμορφη ,δε θέλω να εχω το νού μου μη μου πέσουν .Θέλω απο εκείνες τις μικρές τις σοκολάτες που πετά ο στρατιώτης απο κει ψηλά» είπε το κοριτσάκι και έδειξε με το χεράκι του τον τρίτο όροφο του ξενοδοχείου ΕΘΝΙΚΟΝ ,απέναντι ακριβώς απο το ανατολικό παραθύρι του σπιτιού τους.
«Καλά .. κάθισε τώρα να φας τα φασόλια σου και θα δούμε τι θα κάνουμε με τις σοκολάτες .Ισως πείσουμε τον αδερφό σου να σου δώσει μια».
«Χθες έπιασε τρεις» έκαμε όλο παράπονο το κοριτσάκι ,σήκωσε το υφαντό φορεματάκι του ανάποδα και σκούπισε το παράπονό του ,που είχε μεταλλαχτεί σε δάκρυ.
« Είναι αδικία» συνέχισε και λούφαξε στην αγκαλιά της Νόνας του .Τράβηξε τους φιόγκους απο τα κaστανά μαλάκια του ,τους πέταξε επιδεικτικά στο πάτωμα και τους ποδοπάτησε προκλητικά.
«Δεν τους θέλω» είπε με πείσμα .
Η Νόνα έπιασε το πιάτο με τους νερόβραστα μαυροφάσουλα και του το πέρασε απαλά στα χεράκια του.
«Φάε τα φαγάκι σου Κοκώνα μου»
Το κοριτσάκι πεινούσε . Έπιασε το τσίγκινο πιάτο κι άρχισε να τσιμπολογάει ένα ένα τα αλάδωτα φασόλια .
«Να κάνουμε το σταυρό μας που υπάρχουν κι αυτά Άλλα παιδάκια δεν έχουν ουτε φασόλια»
« Και τι τρώνε;»
« Όχι πάντως τσικολάτες» είπε η Νόνα της .
Κάνε υπομονή κοκώνα μου Οι καταραμένοι φεύγουν νικημένοι,εγκαταλείπουν το νησί.Σε λίγο θα λευτερωθούμε,θα σπείρουμε ξανα τη γη.Θα θερίσουμε στάρια ,θα φτιάχνουμε ψωμί και κλίκια ,θα φυτέψουμε λαχανίδες και πατάτες,θα ψαρέψουμε ,θα ξαναδούν τα πιάτα μας φαΐ .Γι αυτο ήρθαν οι καλοί οι στρατιώτες»
Και τι πάει να πει φαΐ ;
Το κοριτσάκι γνώριζε πως υπάρχουνε φασόλια και «τσικολάτες» οπως τις έλεγε η Νόνα της.Τι ηταν το φαΐ δηλαδή ; Απο το γάλα της μάνας του είχε περάσει στα φασόλια.Πότε πότε έτρωγαν και ρεβύθια .Οταν μιλούσαν για φαΐ ,το μυαλό του πήγαινε στα φασόλια τα ρεβύθια και τις τσικολάτες, που δεν είχε δοκιμάσει ποτέ .
Μεγάλη Παρασκευή νόμιζε πως είναι η ζωή , και καθώς
μεγάλωνε απορούσε γιατί νήστευαν τη μέρα αυτη και μεταλάβαιναν στην εκκλησία το μεγάλο Σάββατο .
Όταν η Νόνα της μιλούσε για τα προπολεμικά πανηγύρια του χωριού της με τα γλέντια στην πλατεία και τα πλούσια φαγητά ,νόμιζε πως ηταν μαγικές εικόνες απο παραμύθια.
Ποια ηταν αυτά τα φαγητά;Ποιός ηταν ο κατακτητής;Γιατί κρεμούσαν τις νύχτες μπερντέδες στα παραθύρια τους;
Και που τις βρίσκει ο ξένος στρατιώτης αυτές τις τσικολάτες και τις πετά απο το τελευταίο παραθύρι του τρίτου ορόφου του ξενοδοχείου .Γιατι τον λένε Άγγλο ;
Τριώ χρονώ και κάτι το κοριτσάκι ,ξεθάρευε και κείνο και προσπαθούσε να πιάσει μια τσικολάτα .Μπλέκονταν μές το τσούρμο των μεγαλύτερων αγοριών. Ηταν όλοι φίλοι του αδερφού της ,που χθες είχε καταφέρει να πιάσει τρεις και δε της έδωσε ουτε να γλύψει.Ετσι ,για να δοκιμάσει τι γεύση έχουν πια αυτες οι τσικολάτες που τρελαίνονται όλα τα παιδιά
Μαζεύονταν κάτω απο το μαγικό παραθύρι και περίμεναν το Ψιτ του ξένου στρατιώτη , να ακουστεί απο ψηλά .Οι μισοί τον έλεγαν Άγγλο κι άλλοι μισοί ιερολοχίτη .Τότε ορμούσαν σα τις όρνιθες στο καλαμπόκι και άρπαζαν ο ένας απο τα χέρια του άλλου τις μικρές ξανθές τσικολάτες που ηταν τυλιγμένες σε ένα χρυσό λαμπερό χαρτί .
Ποτέ του δεν είχε καταφέρει κι εκείνο να αρπάξει μια τσικολάτα. ,και κανένας δεν είχε φιλοτιμηθεί να του δώσει να δοκιμάσει .Τι γεύση άραγε να είχε αυτή η τσικολάτα που έκαναν όλοι σαν τρελοί.Ούτε καν ο αδερφός της δε φιλοτιμήθηκε να της αφήσει έστω να γλύψει λίγο .
« Μάθε πρώτα να τη λες σωστά νιάνιαρο.Ακου τσικολάτα! Σοκολάτα τη λένε»
Ετσι το κοριτσάκι μάζευε τους φιόγκους του, που τους είχαν τσαλαπατήσει τα θεριά ,έβαζε κάτω το κεφαλάκι του σα λιοτρόπι στο δειλινό και τσαλαπατημένο και κλαμένο ,κουβαλούσε το δειλινό στην ψυχούλα του.
Σήμερα είχε γυρίσει στο σπίτι με έναν μόνο φιόγκο .Ο άλλος ειχε πέσει θυσία στο βωμό της τσικολάτας κι ούτε που γύρισε να τον μαζέψει
« Μη κλαις παιδάκι μου,τι θαρρείς , να κάτι σα μεγάλο φασόλι είναι κι η σοκολάτα» είπε η μάνα και βάλθηκε να τρέχει ξωπίσω απο το αγρίμι τον μεγαλύτερο γιό της ,μήπως και του αποσπάσει ενα θεϊκό κομματάκι για το κοριτσάκι της.Μούσκευε στο κλάμα η ψυχή της .
« Άτιμη κατοχή» μουρμούριζε συχνά με θυμό .
Το κοριτσάκι έπαιρνε το πιατάκι του, πιάνονταν απο τα ξύλινα παρμακλίκια της εσωτερικής σκάλας που οδηγούσε στον δεύτερο όροφο του σπιτιου τους και κάθονταν στα μισά της .Ηταν ξύλινα λαδομπογιαντισμένα σα σκαμνάκια.
«Που πας εκεί μόνη σου .Ελα κάθισε στο τραπέζι σαν άνθρωπος»
« Δε θέλω» απαντούσε .Ηταν ένας τρόπος διαμαρτυρίας στον άσπλαχνο αδερφό της .
Με το μικρό τριανταφυλλένιο του χεράκι αυτο το τσαλαπατημένο απο τους μαντραχαλάδες ,έπιανε ενα ενα τα φασόλια και τα έβαζε στο στόμα του.Καθε φασόλι κι ενα δάκρυ.
Εκείνο το πρωινό ,φόρεσε έναν μόνο φιόγκο στα μαλάκια του ,τράβηξε την ξύλινη πόρτα και ξεμύτισε μόνο του προς το γυαλό.
Ψιτ..Ψιτ ακούστηκε απο ψηλά.Σήκωσε το κεφαλάκι του κι αντίκρυσε τον ξένο στρατιώτη να στέλνει πάνω του μια βροχή χρυσαφένιες σοκολάτες και έναν φιόγκο που προσγειώθηκε σιγα σιγα στο έδαφος με πέταγμα πεταλούδας .Ηταν ο δικός της .Ο χθεσινός .Ο τσαλαπατημένος .
« Όλα ντικά σου είπε…γρηηήγορα μαμά σου»
Η Βαρβαρούλα έπιασε τον ποδόγυρο απο το φορεματάκι της ,τον ανασήκωσε να γίνει φωλίτσα , τον γέμισε με σοκολάτες και μια πεταλούδα Γύρισε αριστερά,γύρισε δεξια,ευτυχώς ηταν όλοι τους στο σχολείο τέτοια ώρα .Δεν κιδύνευε απο τα αρπακτικά .Έτρεχε και πρόσεχε μη της ξεφύγει κάτι απο τον θησαυρό της.Δεν την ένοιαζε που ο φιόγκος της γλυστρούσε ολοένα και πιο απειλητικά στο κεφαλάκι της και κινδύνευε να τον χάσει.Τι κι αν τον έχανε; Ο καλός στρατιώτης ειχε το νου του απο ψηλά. Μπορεί και να κατέβαινε να τον πιάσει πάλι και αύριο να της τον στείλει σαν πεταλούδα ,μαζι με τσικολάτες.Αραγε τη γεύση να έχουν ; Βιάζονταν να μπει στο σπίτι της και να τις δοκιμάσει.
«Τη μεγάλη Παρασκευή δεν τη νυστεύουμε την τσικολάτα κοκόνα μου» ,της είπε η Νόνα της αργότερα.
Ειναι η στερημένη γεύση της κατοχής,Είναι η γλυκειά γεύση που κανένας πόλεμος δεν δικαιούται να στερεί απο τα παιδιά .
Ψιτ Ψιτ …ακούει κανείς;