ΑπόψειςΕπιλεγμένα

Σήμερα (26/8) άρχισε ο Τρύγος στην “ευάμπελο” Λημνο!!! Διαβάστε τη Φιλολογική αναφορά μας !

Σήμερα άρχισε επισήμως ο Τρύγος στη Λήμνο και θα διαρκέσει περίπου 20 μέρες !

Ειναι  για τη Λήμνο μια αρχέγονη διαδικασία,  αφου  τα αμπέλια,  τα σταφύλια,  τα κρασιά της Λήμνου ήταν  διάσημα απο τους Μυθολογικούς Χρόνους.

Σήμερα είναι για τη Λήμνο   μια Γιορτή  και μακάρι το άρθρο αυτό να οδηγήσει σε σκέψεις  και πρωτοβουλίες για να Γιορτάζεται  κι ολας !  Ακομη περισσότερο στις μέρες μας που όλα αυτά έχουν  αντίκτυπο  στον  Τουρισμό και στο εμπορικό όνομα του Κρασιού της Λήμνου.

Η Φιλόλογος Δέσποινα  Παπαδοπούλου, με την ευκαιρία , μας πάει  με το δικό της τρόπο στην “ευάμπελο” Λημνο !

Η Φωτογραφία ειναι από  το Αρχείο Χρήστου Κακαρνιά   ΗΚ

 

Η Γη της Λήμνου ευάμπελος και ο οίνος ηδύποτος

Γράφει η Δέσποινα Παπαδοπούλου

«…ο γήλιος έπεσε και τέλεψαν οι Αργίτες τη δουλειά τους

καί στα καλύβια βόδια εσφάζανε, και πήραν και δειπνούσαν

κι είχαν κρασί απ’ τη Λήµνο, που’φεραν πολλά καράβια εκείθε,

σταλμένα απ’ το γιο του Ιάσονα στους Αχαιούς, τον Εύνηο

που ‘ χε γεννήσει στον Ιάσονα το βασιλιά η Υψιπύλη.»

(Ιλιάδα Η, 465-469, μετάφραση Ν. Καζαντζάκη -Ι.Θ. Κακριδή)

Οι τελευταίες μέρες του Αυγούστου και οι πρώτες του Σεπτέμβρη είναι πάντα ιδιαίτερα γλυκές και μυρωδάτες. Νιώθεις  πως  «μέσα στη μαύρη ρώγα του αμπελιού κοχλάζει ο μούστος κατακόκκινος», όπως λέει ο Ρίτσος, κι  ο αέρας  μοσχοβολά σταφύλι φρεσκοκομμένο, μόλις τρυγημένο,  φορτωμένο σε κοφίνια και τελάρα πάνω στις καρότσες. Κι απ’ το ταρακούνημα της καρότσας  ο πολύτιμος  χυμός να στάζει λίγο λίγο στο δρόμο  διαγράφοντας  μια ευωδιαστή γραμμή που οδηγεί  κατευθείαν  στους  ληνούς ή αλλιώς τα πατητήρια των οινοποιείων και των σπιτιών.

Τα αμπέλια και τα κλήματα φορτωμένα τον ευλογημένο καρπό, το σταφύλι, βρίσκονται στην καλή και την γλυκιά τους ώρα. Την μεγάλη  ώρα του Τρύγου. Την ώρα που, μικροί και μεγάλοι, άνδρες , γυναίκες και παιδιά  με τρελή χαρά, με πανηγυριώτικη, σχεδόν ερωτική διάθεση,  ξεχύνονται στ’ αμπέλια για να συλλέξουν τον πολύτιμο καρπό τους. Με αλληλεγγύη και συντροφικότητα ο ένας  βοηθά τον άλλον για να βγει η δουλειά την ώρα που πρέπει. Γι’ αυτό ο λαός με την δική του σοφία, είπε την παροιμιώδη πλέον φράση «θέρος, τρύγος, πόλεμος» δίνοντας  τις ακριβείς διαστάσεις στις δύο βασικές αγροτικές δραστηριότητες, παρομοιάζοντάς τες με «πόλεμο». Πράγματι είναι ένας γενικός ξεσηκωμός.  Μέσα σε τρεις λέξεις μόνο συμπυκνώνεται  η αγωνία, η ένταση και η «μάχη» που έχουν να δώσουν αυτοί οι δουλευτές της γης  με τον χρόνο και  τα στοιχεία της φύσης. Αλλά και ένας  «πόλεμος»  ενάντια στην ανθρώπινη κούραση και αδυναμία.

Όλη αυτή η κούραση, η αγωνία και η μάχη με τον χρόνο για την καλύτερη στιγμή της ωρίμασης και  συλλογής του σταφυλιού, εξαφανίζεται όταν αρχίσει το κρασί να ρέει και να γλυκαίνει τις αισθήσεις.

Το κρασί είναι το δώρο του θεού Διόνυσου στον άνθρωπο, ενός θεού  ευάμπελου, γενναιόδωρου και  λυσιμέριμνου. Ο Διόνυσος, ο γνωστός σε όλους μας θεός του κρασιού και της βλάστησης, είναι αυτός που έφερε το «κέφι» στη γη. Σύμφωνα με την μυθολογία λοιπόν, δίπλα στην κούνια του μικρού Διόνυσου έτυχε να ωριμάζει κληματαριά. Ο μικρός θεός παίζοντας με τις ρώγες των σταφυλιών τα γεύτηκε και μέθυσε. Μέθυσαν και οι Νύμφες, μέθυσαν και οι δαίμονες -θεότητες των δασών, οι Σάτυροι, και έστησαν χορούς με κέφι και με την ανυπόκριτη χαρά της ζωής. Απ’ αυτό το πανηγύρι των σταφυλιών, από τις γιορτές στον αρχαίο θεό της χαράς και του γέλιου ας μην ξεχνάμε πως δημιουργήθηκε το αρχαίο δράμα, το θέατρο, ένα  δημιούργημα ελληνικό, προσφορά στον υπόλοιπο κόσμο: τραγωδία, κωμωδία και σατυρικό δράμα (όχι σάτιρα).

Ο Βάρναλης γράφει  στα «Συμποσιακά» του: «για  αμέτρητους  αιώνες  πίνει ο άνθρωπος  το αίμα του αμπελιού για να ευφρανθεί η καρδία του». Και ο Παπαδιαμάντης, ως καλός πότης και εκτιμητής του κρασιού, στο διήγημά του «Τα μαύρα κούτσουρα» γράφει: «…κ’ εφημίσθη μάλιστα το Αλυπιακόν μοσχάτον…ήτο φερωνύμως κατάλληλον διά ν’ ανακουφίζει τας λύπας, τους καημούς και τα βάσανα του κόσμου τούτου». Και στο διήγημα τα «Τραγούδια του Θεού» αναφέρει: «…ήτο  ὡραίον ρετσινάτο, όλον άρωμα καὶ πτήσις και αφρός…»

Ο τρύγος στην αρχαιότητα

Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν τους «ληνούς» δηλαδή τα πατητήρια, όπου πατούσαν τα σταφύλια. Το πάτημα των σταφυλιών άρχιζε τέλη Αυγούστου και κρατούσε ως το πρώτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου. Στη συνέχεια έκλειναν τον χυμό σε αμφορείς που τους τοποθετούσαν σε μισοσκότεινα και δροσερά υπόγεια. Εκεί τα άφηναν μέχρι περίπου τα τέλη Οκτωβρίου και αρχές Νοεμβρίου. Από όλο αυτό το «πανηγύρι» των σταφυλιών ας μην ξεχνάμε πως δημιουργήθηκε το αρχαίο δράμα, το θέατρο, έργο ελληνικό που ήταν άγνωστο μέχρι τότε σε όλο τον κόσμο.

Τέλος γνωρίζουμε πως οι αρχαίοι Έλληνες έπιναν τον οίνο «κεκραμένον» δηλαδή συγκερασμένο με νερό μέσα σε κρατήρες με συνήθη αναλογία ένα μέρος νερού με τρία μέρη κρασιού, και αυτό για να μην μεθάνε και να απολαμβάνουν μόνο το υπέροχο αυτό ποτό. Τον «άκρατον οίνον», δηλαδή ανέρωτο, τον χρησιμοποιούσαν στις σπονδές που προσέφεραν στους θεούς. Η νεοελληνική λέξη «κρασί» προέρχεται από το ρήμα κεράννυμι που σημαίνει αναμειγνύω, ανακατεύω.

Αυτή η πανάρχαια  και παραγωγικότατη διαδικασία του τρύγου, η σχεδόν ιεροτελεστική, ας δούμε πώς αποτυπώνεται στο έργο του Ησίοδου (8ος αιώνας π.Χ.). Γράφει ο Ησίοδος στα «Έργα και Ημέραι» σε μετάφραση του Βασίλη Ρώτα:

«…Κι άμα ο Ωρίων κι ο Σείριος φτάσουν στη μέση στα ουράνια

κι η ροδοδάχτυλη Αυγούλα ιδεί τον Αρκτούρο, ε, Πέρση1,

τότε καιρός να τρυγήσεις, να πας τα σταφύλια στο σπίτι:

Άπλωσ’ τα του ήλιου μερόνυχτα δέκα, κι ακόμα άλλα πέντε

σ’ ίσκιο συμμάζεφ’ τα κι άδειασε πια μες στ’ αγγειά σου την έχτη,

τα όμορφα δώρα του Διόνυσου του ολοχαρούμενου. Κι όταν

χάνοντ’ οι Πλειάδες κι οι Υάδες πια κι ο ρωμαλέος Ωρίων,

τότε καιρός για να φέρεις στο νου σου και πάλι τ’ αλέτρι

κι όλη η χρονιά να κινήσει και πάνω στη γη ν’ αρμενίσει.»

(1: είναι ο αδερφός του Ησίοδου προς τον οποίο ο ποιητής δίνει συμβουλές και οδηγίες)

Ο Όμηρος στην Ιλιάδα ραψωδία Σ, μετάφραση Καζαντζάκη –Κακριδή, περιγράφοντας την κατασκευή της ασπίδας του Αχιλλέα λέει:

«Κι έβαζε μέγα αμπέλι απάνω του σταφύλια φορτωμένο,
χρυσό, πανέμορφο, κι εκρέμουνταν τσαμπιά από κάτω μαύρα,
κι ως πέρα εστύλωναν τα κλήματα διχάλες ασημένιες.
Κι άνοιξε σμάλτινο ζερβόδεξα χαντάκι, και τρογύρα
από καλάι το φράχτη εσήκωσε· κι ένα ως τ’ αμπέλι μόνο
τραβούσε μονοπάτι, που ‘παιρναν οι αργάτες που τρυγούσαν.
Και κουβαλούσαν το μελόγλυκο καρπό στους ώμους πάνω·
κοπέλες κι άγουροι χαρούμενοι μες σε πλεχτά κοφίνια·
κι αναμεσό τους την ψιλόφωνη κιθάρα κάποιο αγόρι
γλυκά βαρώντας όμορφα έψελνε του Λίνου2 το τραγούδι
με γάργαρη φωνή· κι οι επίλοιποι στη γη τα πόδια εκρούγαν
ξοπίσω του, πηδούσαν, φώναζαν και τραγουδούσαν όλοι.»

(2: μυθικός αοιδός, γιος του Απόλλωνα και της Ουρανίας (Καλλιόπης), δάσκαλος του Ορφέα II. ως προσηγορικό, τραγούδι ή ωδή του Λίνου, την οποία τραγουδά νεαρό αγόρι στην κιθάρα, ενώ οι τρυγητές εργάζονται)

Δέσποινα Παπαδοπούλου 26 Αυγούστου 2022

 

 

 

Δείτε περισσότερα

Σχετικά Άρθρα

Back to top button