ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΛΗΜΝΟΥ: Κατάλακκο
ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΛΗΜΝΟΥ: Κατάλακκο
(μια σειρά που παρουσιάζεται αλφαβητικά κάθε Σάββατο.
Επόμενο χωριό: Κοντιάς)
Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης
Το όνομα του χωριού οφείλεται στη θέση που είναι κτισμένο, στο βάθος μιας ρεματιάς (λάκκου). Είναι τόσο καλά κρυμμένο ώστε ο επισκέπτης δεν το αντικρίζει παρά μόνο όταν φθάσει ακριβώς από πάνω, στο χείλος του υπερκείμενου υψώματος. Το χωριό ονομάζεται άλλοτε Κατάλακκος κι άλλοτε Κατάλακκον. Πιθανότατα πρόκειται για τον βυζαντινό οικισμό Καταπόταμον, ο οποίος αναφέρεται το 1284 και το 1355 σε απογραφικά πρακτικά της μονής Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους.
Πολλοί κάτοικοι, πριν μετοικήσουν εδώ στο χωριό (για λόγους προστασίας από την πειρατεία), ζούσαν στη βορινή ακτή του νησιού στη θέση Γομάτι ως πάροικοι σε μοναστηριακά κτήματα. Εκεί υπήρχε η μονή της Θεοτόκου ως μετόχι της Μεγίστης Λαύρας από τον 12ο αιώνα.
Στην περιοχή είχε ιδιοκτησίες ο βυζαντινός στρατηγός Γόρματος, τις οποίες δώρισε στη μονή κι έτσι προήλθε το τοπωνύμιο. Το 1284 εθεωρείτο το πλουσιότερο μετόχι της Λαύρας με περιουσία 19.000 μόδια.
Τον Ιούλιο του 1858 επισκέφτηκε το μετόχι ο Γερμανός αρχαιολόγος Conze και διανυκτέρευσε σε αυτό μαζί με την ακολουθία του. Βρήκε ένα νάνο μοναχό, που τους καλοδέχτηκε. Υπήρχε ακόμη ένας καλόγερος, οικονόμος, ο οποίος επιστατούσε και το έρημο μετόχι του Χάρακα για λογαριασμό της Λαύρας. Επίσης, στο μετόχι εργάζονταν ως βοηθητικό προσωπικό διάφοροι άνδρες και γυναίκες, ίσως αμισθί, διότι τις χαρακτηρίζει “δούλες”.
Το 1856-59 το Γομάτι φορολογήθηκε στα βασιλικά δοσίματα με 300 γρόσια. Ως το 1928 το μετόχι κατείχε έκταση 4.000 στρεμμάτων, η οποία απαλλοτριώθηκε και μοιράστηκε σε κατοίκους των χωριών Σαρδές και Κατάλακκο.
Στα μεσαιωνικά κατάλοιπα της περιοχής συγκαταλέγεται και το Παλαιόκαστρο του Σφουγγαρά στον όρμο Γομάτι. Σήμερα αποκαλείται Μικρό Καστέλι και στην περιοχή έχει εντοπιστεί προϊστορικός οικισμός, ο οποίος δεν έχει ακόμα ανασκαφτεί εκτεταμένα.
Άλλο ένα κάστρο, μάλλον μεταβυζαντινό, υπάρχει σε λόφο ύψους διακοσίων μέτρων στα δυτικά του χωριού, ο οποίος δεσπόζει της πεδινής έκτασης μεταξύ του χωριού και του όρμου Γομάτι. Σύμφωνα με τον Κώστα Κοντέλλη, το κάστρο αυτό επικοινωνούσε με φρυκτωρίες με μια σειρά από πύργους και καστέλια που βρίσκονταν κοντύτερα στις ακτές. Έτσι υπήρχε ένα πλήρες πλέγμα επικοινωνίας και άμυνας σε περιπτώσεις επιδρομών.
Ως τα μέσα του 19ου αιώνα δεν έχουμε πληροφορίες για τον Κατάλακκο, γιατί οι παλιότεροι περιηγητές δεν ενδιαφέρονταν για τα μη παραθαλάσσια χωριά. Όμως, ο Κατάλακκος αποτελούσε συγκροτημένο οικισμό. Από τα κοινοτικά αρχεία γνωρίζουμε πως το 1854 το χωριό είχε ιερέα που ονομαζόταν Κωνσταντίνος. Το 1856 είχε 161 στρατεύσιμους άνδρες, οι οποίοι πλήρωσαν 5.152 γρόσια για να αποφύγουν τη στράτευση. Το 1874 καταγράφηκαν 94 οικογένειες και 113 σπίτια.
Ο ναός του χωριού, ο Άγιος Μόδεστος, χτίστηκε το 1856 με δαπάνη και εργασία των κατοίκων. Έχει απλή δίρριχτη στέγη και στο εσωτερικό του δεσπόζουν τα πολύχρωμα ξυλόγλυπτα θωράκια, έργα των αρχών του 20ού αιώνα. Ο Άγιος Μόδεστος θεωρείται προστάτης των ζώων και στο πανηγύρι του, στις 18 Δεκεμβρίου, γινόταν μεγάλο προσκύνημα από τους κεχαγιάδες των γύρω περιοχών, οι οποίοι έρχονταν αποβραδίς και διανυκτέρευαν εκεί.
Από το 1896 λειτούργησε μονοτάξιο σχολείο στο χωριό, το οποίο έγινε κοινοτικό το 1905. Στεγαζόταν σε ένα κτίριο που βρισκόταν κοντά στο ναό ως το 1930 που κτίστηκε νέο διδακτήριο. Επίσης, το χωριό διέθετε οικία για το δάσκαλο, την οποία είχε δωρίσει ο Χαράλαμπος Ζωνάρας ή Τσερίδης. Το 1919 συστάθηκε μονοθέσιο εξατάξιο δημοτικό, το οποίο αναβαθμίστηκε σε διθέσιο την περίοδο 1959-70. Λειτούργησε ως τις αρχές της δεκαετίας του ’90.
Στο σχολείο δίδαξαν μεταξύ άλλων οι: παπα-Θανάσης (πριν το 1909), Σπύρος Γεωργιάδης (1916-23), παπα-Σπύρος Μπαμπασίκας (1925-29), Αχιλλεύς Χριστοδούλου (1930-35), Λάζαρος Γιωτόπουλος (1934-46 και 1952-57), Αργυρώ Λάππα (1960-63), Βάιος Ρηγόπουλος (1963-67), Ιωάννης Παπαπορφυρίου (1967-76), Γαβριήλ Γουδέλης (1967-70), Κώστας Κοντέλλης κ.ά.
Το 1918 το χωριό απετέλεσε κοινότητα, στην οποία το 1928 απογράφηκαν 292 άτομα. Ο πληθυσμός, αγροτικός ως επί το πλείστον, έφτασε στα 386 άτομα το 1961 αλλά στη συνέχεια μειώθηκε απότομα λόγω της μετανάστευσης.
Σήμερα το Κατάλακκο είναι ένα μικρό χωριό, στο οποίο το πιο αξιοθέατο ίσως είναι τα στενά δρομάκια του και ένα μπακάλικο-καφενείο παλιάς εποχής. Εντούτοις, αυτά που κάνουν την περιοχή του χωριού μοναδική και ελκύουν κάθε χρόνο χιλιάδες επισκέπτες, είναι τα ιδιότυπα οικοσυστήματα της περιοχής:
- Οι Αμμοθίνες, μια αμμώδης έκταση 70 στρεμμάτων μακριά από την ακτή. Είναι ένα σπάνιο γεωλογικό φαινόμενο και δίκαια αποκαλείται “Η Σαχάρα της Ελλάδας”. Τις αμμοθίνες επέλεξαν πρόσφατα οι καλαθοσφαιριστές της ομάδας ΗΦΑΙΣΤΟΣ ΛΗΜΝΟΥ για το γύρισμα ενός εντυπωσιακού διαφημιστικού βιντεοκλιπ.
- Οι Παχιές Άμμδες, όπου τον Αύγουστο φυτρώνει το προστατευόμενο λουλούδι: κρινάκι της θάλασσας ή κρινάκι της Παναγιάς, όπως το λένε στη Λήμνο.
- Όρμος Γομάτου ή Γομάτι, με εκτεταμένη αμμουδιά και μεσαιωνικά κατάλοιπα. Είναι μια από τις μεγαλύτερες σε έκταση αμμουδιές της Λήμνου με ρηχά και κρυστάλλινα νερά. Από εδώ όταν ο καιρός είναι καλός φαίνεται στο βάθος η Σαμοθράκη.
Το Κατάλακκο είναι χτισμένο σε υψόμετρο 150 μ., απέχει 19 χλμ. από τη Μύρινα και πηγαίνει κανείς σ’ αυτό περνώντας μέσα από τα χωριά Σαρδές και Δάφνη.
Παρ’ ότι είναι ένα μικρό χωριό, εντούτοις έχει Πολιτιστικό Σύλλογο, κι αυτό δείχνει πόσο δραστήριοι είναι οι κάτοικοι όλων των χωριών της Λήμνου, από το πιο μεγάλο μέχρι το πιο μικρό.
Πριν από 3 χρόνια ο Σύλλογος αυτός εξέδωσε ένα εξαιρετικό Ημερολόγιο με μοναδικές παλιές φωτογραφίες. Επίσης τα Χριστούγεννα οργανώνει όμορφη γιορτή στο καφενείο του χωριού.
Είναι άξιοι συγχαρητηρίων όλοι οι κάτοικοι, οι οποίοι δεν ξεχνούν και τιμούν τους προγόνους τους στο όμορφο αυτό μικρό χωριό.
Βιβλιογραφία
- Θ. Μπελίτσου, Η Λήμνος και τα χωριά της, 1994.
- Τουρπτσόγλου-Στεφανίδου Βασιλική, «Ταξιδιωτικά και γεωγραφικά κείμενα για τη νήσο Λήμνο (15ος-20ος αιώνας)», Θεσσαλονίκη 1986.
- Cdrom Επαρχείου Λήμνου: “Λήμνος αγαπημένη”.
- Κώστα Κοντέλλη, Τα κάστρα της Λήμνου, σελ. 151-154.
- “ΛΗΜΝΟΣ: Ιστορική & Πολιτιστική Κληρονομιά”, εκδ. Γ. Κωνσταντέλλης, 2010.