ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΛΗΜΝΟΥ: Κοντοπούλι


ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΛΗΜΝΟΥ: Κοντοπούλι
(μια σειρά που παρουσιάζεται αλφαβητικά κάθε Σάββατο.
Επόμενο χωριό: Κορνός)
Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης
Το χωριό οφείλει το όνομά του στον βυζαντινό γαιοκτήμονα Κοντόπουλο, ο οποίος δώρισε μέρος των κτημάτων του στη μονή Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους. Στα τέλη του 17ου αιώνα που εγκαταλείφθηκε ο Κότσινος ορισμένοι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν στο Κοντοπούλι, όπως επίσης και κάτοικοι από τον Άγιο Υπάτιο. Στον ενοριακό ναό του χωριού υπάρχει Iερό Ευαγγέλιο αφιερωμένo στον Άγιο Υπάτιο.
Το Κοντοπούλι είναι σήμερα το 3ο μεγαλύτερο χωριό της Λήμνου μετά την Μύρινα και τον Μούδρο. Στην γεμάτη ζωή πλατεία λειτουργούν καφέ, μπαρ, ταβέρνες και καφενεία.
Στην περιφέρεια του χωριού δημιουργήθηκαν στο παρελθόν μικροί οικισμοί αγροτοκτηνοτροφικού χαρακτήρα. Σήμερα είναι ακατοίκητοι αλλά αναφέρονται από τη βυζαντινή περίοδο. Πιο σημαντικοί υπήρξαν ο Άγιος Αλέξανδρος, η Δημοσιά, ο Άγιος Γεώργιος Αμνιού (κοντά στην Αλυκή), η Νεφτίνα (όρμος στα ΒΔ, όπου παλιά υπήρχε το τούρκικο τσιφλίκι του Χατζή Πασά), η Σαράβαρη ή Άγιος Θεόδωρος και ο Γερανός ή τ’ Αγερανού.
Το Κοντοπούλι αναφέρεται για πρώτη φορά το 1739 στα χρόνια της τουρκοκρατίας από τον Pococke ως Οντοπόλ. Το 1858 ο Conze το αναφέρει Kondopuli. Από τις αρχές του 19ου αιώνα το χωριό σταδιακά εξελίχθηκε σε κέντρο της ΒΑ Λήμνου. Το 1854 είχε δύο ιερείς, τον παπά-Μιχάλη και τον παπά-Λάσκαρη, που υπηρετούσαν μέχρι το 1918 στους ναούς της Αγίας Αναστασίας και του Αγίου Δημητρίου.
Το 1856 370 άνδρες ηλικίας 18-60 ετών πλήρωσαν φόρο 11.840 γρόσια, ώστε να γλιτώσουν τη στράτευση, αριθμός που αποκαλύπτει το δυναμισμό του.
Ο Conze σημειώνει ότι ήταν ένα χωριό «μεγάλο, ψηλό και άνετα τοποθετημένο». Κατά τη διαμονή του εκεί ανακάλυψε αρχαίες επιγραφές στις δυο εκκλησίες του Αγίου Δημητρίου και της Αγίας Αναστασίας, η οποία είχε υπόγειο «αγίασμα». Επίσης, οι κάτοικοι του έφεραν κι άλλες για να τις αγοράσει καθώς και αρχαία νομίσματα, τα οποία δημοσίευσε σχεδιασμένα. Επισκέφθηκε την Παλαιόπολη και το Καστροβούνι, δηλαδή τους χώρους της αρχαίας και της μεσαιωνικής Ηφαιστίας, όπου τον ξενάγησε ένας ντόπιος κεχαγιάς, ονόματι Γιώργης. Μάλιστα, σχεδίασε χάρτη της περιοχής.
Ο λόφος Καστροβούνι ή Καστρόβουνο αναφέρεται το 1355 ως ιδιοκτησία της μονής Καρακάλλου Αγίου Όρους σε ένα πλαστό χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β΄. Εκεί υπάρχουν κατάλοιπα μιας υπόγειας μεσαιωνικής κατασκευής, μάλλον εκκλησίας, την οποία κάποιοι ταύτισαν με τον αρχαίο λαβύρινθο της Λήμνου που αναφέρει ο Πλίνιος. Επίσης, υπάρχουν επιφανειακά και θαμμένα ερείπια. Αναφέρεται ότι υπήρχαν και μαρμάρινα αγάλματα ή μέλη, τα οποία είτε συλήθηκαν είτε χρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικά υλικά.
Το 1884 ο Ι. Παντελίδης έκανε «ανασκαφές» και βρήκε μαρμάρινες επιγραφές. Σήμερα στο λόφο υπάρχει εξωκλήσι του Αγ. Σπυρίδωνα και στην Παλαιόπολη του Αγ. Βλάση και του Αγ. Ιωάννη.
Από το 1863 αναφέρεται η λειτουργία σχολείου, το οποίο χρηματοδοτούσε κατά 60% κάποιος δωρητής και κατά 40% η ενορία. Το αρχικό σχολικό κτίριο βρισκόταν στο περίβολο του Αγίου Δημητρίου και φιλοξενούσε μαθητές και από την Καλλιόπη και την Παναγία. Το παλιό αυτό κτίριο κατεδαφίστηκε το 1948.
Ο De Launay όταν το 1894 επισκέφθηκε το χωριό αναζητώντας την Παλαιόπολη, το βρήκε φτωχικό αλλά εντυπωσιάστηκε από την εκκλησία του και αναρωτήθηκε, πώς είναι δυνατόν να κτίζονται σε φτωχικά χωριά τόσο μεγάλα κτίσματα, υπέροχα στολισμένα, με μάρμαρα συχνά δανεισμένα από αρχαία ερείπια. Ο Hauttecoeur (1903) αναφέρει ότι στην εκτεταμένη εύφορη πεδιάδα του καλλιεργούσαν σιτηρά, βαμβάκι, λινάρι και καπνό, ενώ ο Fredrich (1904) αναφέρει ότι η καινούργια εκκλησία κάλυψε τα πάντα, εννοώντας τυχόν αρχαιότητες.
Ο εντυπωσιακός ναός του Αγίου Δημητρίου ανακατασκευάστηκε εκ βάθρων την περίοδο 1892-1902 και πολλά αρχιτεκτονικά μέλη του – κίονες, κιονόκρανα, μάρμαρα, λίθοι – μεταφέρθηκαν από τα ερείπια της αρχαίας Ηφαιστίας. Είναι ρυθμού τρίκλιτης βασιλικής με τρούλο. Θεμελιώθηκε το 1892 αλλά επειδή τα χρήματα δεν έφτασαν, η κοινότητα χρησιμοποίησε χρήματα του σχολικού ταμείου. Τελικά, ο ναός αποπερατώθηκε με δωρεά 600 λιρών του ζεύγους Εμμανουήλ και Δέσποινας Δημητριάδη. Την ανέγερση του καμπαναριού χρηματοδότησε ο Κων. Μαυρουδής ενώ ο Παντελής Βαφέας, κάτοικος Ροδεσίας, πρόσφερε 1000 λίρες για τον εξωραϊσμό του. Από τον προηγούμενο ναό έχουν διασωθεί ενδιαφέροντα τεκμήρια της αρχικής ιδρύσεως του ναού, όπως ένα βημόθυρο του 18ου αιώνα, εικόνες του 1842 και του 1881 του Ευστρατίου Ιμβρίου.
Ο Εμμανουήλ Δημητριάδης (1841-1907), μεγαλέμπορος στην Αλεξάνδρεια, εκτός από την ανέγερση του ναού, υπήρξε ευεργέτης της Λημνιακής Αδελφότητας και φιλανθρωπικών καταστημάτων στην Αίγυπτο και στην Πόλη. Μαζί με τη σύζυγό του, τη Δέσποινα Βούρου, μισθοδοτούσαν το δάσκαλο του Κοντοπουλίου και σκόπευαν να ανεγείρουν διδακτήριο. Όμως, απεβίωσαν, μεσολάβησε η ταραγμένη δεκαετία 1912-22, και την επιθυμία τους εκπλήρωσε η θυγατέρα τους Όλγα Σακτούρη το 1925-27 χορηγώντας 400 λίρες.
Στα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας το Κοντοπούλι αναπτύχθηκε με γρήγορους ρυθμούς. Είχε ταχυδρομικό γραφείο, του οποίου σώζεται σφραγίδα της περιόδου 1905-1910 με το όνομα «KONDOPOL». Οι Κοντοπ’λιανοί έστελναν τρεις αντιπρόσωπους στην παλλημνιακή επαρχιακή συνέλευση. Η ανάπτυξη συνεχίστηκε στα χρόνια του μεσοπολέμου και το χωριό ήταν σταθερά ο τρίτος σε πληθυσμό οικισμός του νησιού ως το 1940. Ο πληθυσμός του αυξήθηκε ραγδαία κι από 997 άτομα που απογράφηκαν το 1920, το 1940 είχε 1.208. Η πληθυσμιακή αύξηση είχε ως αποτέλεσμα να ιδρυθεί ξεχωριστό παρθεναγωγείο την περίοδο 1916-25.
Η νεόκτιστη Δημητριάδειος Σχολή δεν επαρκούσε. Έτσι το 1930 κτίστηκε η Ευαγγελίδειος Σχολή με την ενίσχυση 785 λιρών ενός παλιού κληροδοτήματος -από το 1906 – του αιγυπτιώτη Κωνσταντίνου Ευαγγελλίδη, το οποίο λειτουργεί μέχρι σήμερα. Από το 1937 λειτούργησε και νηπιαγωγείο.
Μακροχρόνια υπηρεσία στα σχολεία του χωριού πρόσφεραν οι Κωνσταντίνος Βαλάκος (1921-34), Καλλιόπη Σταυρίδου (1935-46), Παράσχος Παπαηρακλέους (1936-44), Γεώργιος Παξιμαδάς (1937-46), Όμηρος Μπουτλούκος, Δημήτρης Καπαρός, Διονυσία Παπαδημητρίου (νηπιαγωγός) κ.ά.
Το 1928 ανακαινίσθηκε εκ βάθρων κι ο άλλος ναός, η Αγία Αναστασία, «δαπάναις του Ευστρ. Παναγιώτου» ενώ το καμπαναριό είχε κτιστεί από το 1924 «δαπάνη Β. Αλυκάτορα».
Οι ανασκαφές στην Παλαιόπολη (Ηφαιστία) και στη Χλόη (Καβείριο), που ξεκίνησαν το 1926, έφεραν έναν άλλον αέρα στο χωριό. Το 193ο ιδρύθηκε το αθλητικό σωματείο Ηφαιστία Κοντοπουλίου, ένα από τα αρχαιότερα του νησιού, τα μέλη του οποίου, εκτός από αθλητικές και ποδοσφαιρικές δραστηριότητες, διοργάνωναν θεατρικές παραστάσεις, συμμετείχαν σε δενδροφυτεύσεις, αναδασώσεις, πλακοστρώσεις οδών και άλλες εξωραϊστικές κινήσεις.
Το 1931 αναφέρεται ίδρυση και “Σύλλογου Εφέδρων Κοντοπουλίου”.
Το 1927 φτιάχθηκε η μεγάλη κρήνη του χωριού «Δαπάναις κοινότητος Κοντοπουλίου», με όμορφο λιθόγλυπτο διάκοσμο, έργο του Τάσου Ανηβελάκη (Θεσσαλονικιού).
Το 1931 υπήρχαν κάρα καθαριότητας και οκτώ φανάρια νυκτερινού φωτισμού, δείγμα προοδευτικών και δραστήριων ανθρώπων. Επίσης υπήρχε αστυνομικός σταθμός και λειτουργούσε το εργοστάσιο αλευροποιίας και εκκοκκιστήριο βάμβακος του Αθ. Κουτσογιάννη.
Βασικό πρόβλημα εκείνη την εποχή ήταν η ελονοσία, όπως άλλωστε σε όλα τα χωριά κοντά στη Χορταρόλιμνη: Ρωμανού, Καλλιόπη, Παναγία. Το 1931 το ποσοστό των ασθενών έφθανε το 40% των κατοίκων και είχε έλθει για τη φροντίδα τους ανθελονοσιακό συνεργείο.
Παρ’ όλα αυτά, όπως γράφει ο φοιτητής Βάσος Ροδάκης (εφ. Λήμνος, φφ. 866, 27/9 ως 874, 6/12/1931) ο κόσμος ήταν φιλικός και δεν έχανε το κέφι του:
…Το Κοντοπούλ τόχω πολλές φορές κοιτάξει. Κι όμως κάθε φορά που θα φτάσω, που θα κάνω λίγες βολτούλες μέσα του, που θα μιλήσω με τους καλόκαρδους φίλους χωριανούς… πάντα κάτι καινούργιο αισθάνομαι, πάντα κάποια καινούργια ευχαρίστηση και ικανοποίηση… …Είχα εκφράσει πως ήθελα ν’ ακούσω λύρα. Στη στιγμή βρέθηκε ο λυριστής. Πέντε έξι παιδιά ήρθαν στην παρέα μας. Κι άρχισε με το άγγισμα των χορδών, με το πιδέξια κινούμενο δοξάρι να σκορπιέται μια μελωδία – μιαν ορφική μελωδία από το κακοφτιασμένο τούτο ξύλο. Και νομίζω πως στα μαγικά του Αντώνη – του λυριστή μας – χέρια, η φτωχή λυρούδα μεταβάλλεται σε βιολί, πιάνο και γω δεν ξέρω τι άλλο. Και γέμισε η κάμαρα από σκοπούς γνώριμους κι ο μπαλαρτός άναψε. Κι ύστερα μπροστοπίσινος, πάτημα, καρσιλαμάς και τράβα κορδέλα. Και τα πόδια των χορευτών ευκίνητα έκαναν βήματα, βηματάκια, βηματάρες, πηδήματα, χτυπήματα, ενώ το κεφάλι, τα χέρια και κάθε άλλο μέρος του σώματος εκτελεί τον προορισμό του με κίνηση και έκφραση μαγευτικά. Αθάνατη κεχαγιάδικη λύρα, αθάνατε λυριστή, αθάνατοι χορευτάδες!
Στη διάρκεια της κατοχής το Κοντοπούλι υπέφερε από τα γερμανικά στρατεύματα, τα οποία προξένησαν πολλές καταστροφές στα σχολεία και άλλα δημόσια κτίρια, καταλήστεψαν τις περιουσίες φτωχών και πλούσιων, κατακράτησαν ομήρους. Η στρατιωτική μονάδα Κοντοπουλίου ήταν από τις τελευταίες που εγκατέλειψαν τη Λήμνο το 1944.
Μετά τον πόλεμο η μετανάστευση έπληξε το χωριό και ο πληθυσμός από 1200 κατοίκους έφτασε το 1992 τους 650 και σε αυτά τα επίπεδα διατηρείται και σήμερα.
Στην εμφυλιακή περίοδο έζησε ως εξόριστος στο Κοντοπούλι ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος, αφού πρώτα πέρασε από τον Αη Στράτη. Ο Ρίτσος μνημονεύει το Κοντοπούλι σε έργα του. Το 1948 συνέθεσε εδώ το “Καπνισμένο Τσουκάλι” και δυο “Ημερολόγια Εξορίας”. Οι παλιοί που τον θυμούνται αναφέρουν για αυτόν ότι ήταν ένας ονειροπόλος που καθόταν μόνος του και θαύμαζε τη λημνιακή φύση. Εκτός από τα ποιήματα που έγραφε, ζωγράφιζε επίσης. Μεγάλη φαντασία και πολλά χρώματα έβλεπε κανείς στους πίνακες ζωγραφικής του. Ο ταχυδρόμος του χωριού θυμάται να συντάσσει και να γράφει τα τηλεγραφήματα των άλλων συντρόφων του με ωραία βυζαντινά γράμματα. Στο Καπνισμένο Τσουκάλι γράφει:
Λιγνά κορίτσια στο γιαλό μαζεύουνε τ’ αλάτι
σκυφτά πολύ, πικρά πολύ ― το πέλαο δεν το βλέπουν.
Κι ένα πανί, λευκό πανί, τους γνέφει το γαλάζιο
κι απ’ το που δεν το αγνάντεψαν μαυρίζει απ’ τον καημό του.
Μεταπολεμικά η μετανάστευση έπληξε το χωριό, με αποτέλεσμα ο πληθυσμός του να μειωθεί δραματικά από 1.136 άτομα το 1951, σε 650 το 1991.
Από το 1982 λειτουργεί ο χριστιανικός σύνδεσμος “Αγία Φιλοθέη”, που είχε ιδρυθεί άτυπα το 1957 από τον τότε αρχιμανδρίτη και μετέπειτα μητροπολίτη Λάρισας Θεολόγο Πασχαλίδη. Τα μέλη του έκτισαν καλ
Αξίζει τον κόπο να προσθέσουμε κάτι περισσότερο για τον αρχαιολογικό χώρο του χωριού, την Ηφαιστία.
Οι πρώτες ανασκαφές έγιναν από το 1926 ως το 1936. Τότε ανακαλύφθηκε η μεγαλύτερη και αρχαιότερη – κατά τους ιστορικούς χρόνους- πόλη της Λήμνου. Οι ανασκαφές έφεραν στο φως ιερό αφιερωμένο στη Μεγάλη Θεά Λήμνο, νεκροπόλεις, λουτρά, ένα μεγάλο οικοδόμημα – ανάκτορο, το οποίο μάλλον ήταν ο λαβύρινθος της Λήμνου που αναφέρει ο Πλίνιος, πηγάδια και θέατρο της ελληνιστικής περιόδου. Επίσης, έχουν βρεθεί πολλές κατοικίες, ένα ιερό και μια μεγάλη καμένη νεκρόπολη, που ανήκαν σε ελληνικό πληθυσμό, ο οποίος κατοίκησε στο νησί από τον 8ο μέχρι τον 6ο αιώνα π.Χ. Βρέθηκαν πολλά όπλα, χρυσά αντικείμενα, πήλινα ειδώλια και αγγεία τοπικής τεχνοτροπίας. Μερικά θραύσματα αγγείων φέρουν την ίδια γραφή με αυτή της περίφημης Στήλης των Καμινίων, που αποδίδεται στους Πελασγούς.
Τα αντικείμενα που βρέθηκαν μαρτυρούν τις εμπορικές σχέσεις της πόλης με τα νησιά του Αιγαίου και με περιοχές της Μακεδονίας. Αγγεία πρωτοκορινθιακά και αττικά, μελανόμορφα, μιλούν για τις σχέσεις της πόλης με την ηπειρωτική Ελλάδα.
Το σημαντικότερο μνημείο που έχει έρθει στο φως με τις ανασκαφές μέχρι σήμερα είναι το αρχαίο λίθινο θέατρο. Η κατασκευή του κατατάσσεται μεταξύ των αρχαιότερων του ελληνικού κόσμου και τοποθετείται στο τέλος του 5ου αιώνα π.Χ. Στην πρωιμότερη φάση του ανήκουν η ορχήστρα, σε τέλειο και πλήρη κύκλο διαμέτρου 12,40 μ. και το κατώτερο τμήμα του κοίλου με δέκα σειρές εδωλίων. Στην πλαγιά του λόφου, πάνω στα λείψανα του αρχαιότερου ξύλινου θεάτρου κτίστηκε το “επιθέατρο”. Οι επίσημοι και οι πολίτες κάθονταν στις πρώτες σειρές των εδωλίων του θεάτρου. Για τις σειρές αυτές χρησιμοποιήθηκαν μεγάλες ορθογώνιες πλάκες από πωρόλιθο των λατομείων της Ηφαιστίας. Αντίθετα, τα έδρανα του επιθεάτρου, όπου κάθονταν οι γυναίκες και οι δούλοι, ήταν κτισμένα από φτηνότερα υλικά, μικρές και μεγάλες πλάκες από σχιστόλιθο και ασβεστόλιθο της περιοχής. Από τον 3ο αιώνα π.Χ. στο θέατρο προστέθηκε το προσκήνιο.
Η Ηφαιστία ήταν μία από τις δύο πόλεις-κράτη της αρχαίας Λήμνου και η μεγάλη ακμή της διήρκεσε από τον 7ο έως τον 1ο αιώνα π.Χ. Αποτελούσε την έδρα της αρχαιοελληνικής θρησκείας στο νησί. Προστάτης της πόλης ήταν ο θεός Ήφαιστος, στον οποίο οφείλει το όνομά της. Νομίσματα που βρέθηκαν εδώ και παριστάνουν έναν αναμμένο δαυλό στη μία τους όψη, αποδεικνύουν ότι τελούνταν γιορτές προς τιμή του θεού Ηφαίστου, τα λεγόμενα “Ηφαίστεια”.
Η αρχαία πόλη καταλάμβανε ολόκληρη τη χερσόνησο της Παλαιόπολης, στον κόλπο του Πουρνιά. Ήταν σημαντικό λιμάνι, κτισμένη από τους Πελασγούς πάνω σε μία χερσόνησο που βρέχεται γύρω-γύρω από θάλασσα σχηματίζοντας δύο φυσικά λιμάνια, που χρησιμοποιούνταν ανάλογα με τον καιρό.
Άλλα κτίσματα που βρέθηκαν, όπως εκκλησίες και κατοικίες, μαρτυρούν για τη σπουδαιότητα αυτής της πόλης στη βυζαντινή περίοδο. Από τον 4ο αιώνα μ.Χ. αποτελούσε έδρα επισκόπου. Ο επίσκοπος Ηφαιστίας Λήμνου Στρατήγιος πήρε μέρος στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας.
Από το 2010 το αρχαίο θέατρο της Ηφαιστίας δόθηκε για παραστάσεις στο κοινό. Έκτοτε κάθε καλοκαίρι στο χώρο του θεάτρου πραγματοποιούνται θεατρικές παραστάσεις, δρώμενα και συναυλίες, στο πλαίσιο του “Φεστιβάλ Αρχαίας Ηφαιστίας”, που διοργανώνει ο Δήμος Λήμνου. Ξεκίνησε δειλά με μια θεατρική παράσταση και σταδιακά εξελίχθηκε σε κανονικό φεστιβάλ, φιλοξενώντας ποιοτικές εκδηλώσεις πολιτισμού.
Σήμερα στο Κοντοπούλι υπάρχει περιφερειακό ιατρείο, Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών και το πολύ ενδιαφέρον εργαστήρι αγγειοπλαστικής της Ντίνας Δεσποτέρη. Επίσης, λειτουργεί το αρτοποιείο του Ευάγγελου Σταματέρη. Ακόμη υπάρχουν καφετέριες και ταβερνούλες. Οι ανασκαφές στην Ηφαιστία και η πρόσφατη αναστήλωση του αρχαίου θεάτρου της, προοιωνίζονται καλύτερες ημέρες για το μέλλον του χωριού και της περιοχής.
Οι δραστηριότητες που ξεχωρίζουν και δίνουν ζωντάνια στο χωριό είναι:
- Η εορτή του πολιούχου Αγίου Δημητρίου, κατά την οποία, μεταπολεμικά κι ως και σήμερα διεξάγονται ιπποδρομίες.
- Οι αθλητικές συναντήσεις Ερημάκεια στο πολύ καλό αθλητικό στάδιο, που για πολλά χρόνια ήταν το μοναδικό με στίβο στο νησί. Διοργανώνονταν προς τιμή του ευεργέτη του συλλόγου Κώστα Ερημάκη.
- Τέλος, στην Αθήνα λειτουργεί σύλλογος αποδήμων με μεγάλη δράση και αγάπη για το χωριό τους και για τη Λήμνο – είναι πραγματικά άξιοι συγχαρητηρίων..
Αξιοθέατα
- Ο ναός του Αγίου Δημητρίου.
- Ο ναός της Αγίας Αναστασίας και το υπόγειο αγίασμα.
- Η λιθόγλυπτη κρήνη.
- Ο αρχαιολογικός χώρος της Ηφαιστίας.
- Ο αρχαιολογικός χώρος του Καβείριου.
- Η Αλυκή (υδροβιότοπος).
- Το εργαστήρι αγγειοπλαστικής της Ντίνας Δεσποτέρη.
Το Κοντοπούλι, λοιπόν, και η περιοχή γύρω από αυτό είναι ένα ακόμα πολύ ενδιαφέρον χωριό από κάθε πλευρά.
Λίγοι ξέρουν ότι η Λήμνος είναι πέρασμα και τόπος διαμονής σπάνιων αποδημητικών πουλιών, και μάλιστα από τα πιο σημαντικά στην Ελλάδα. Τα χαρακτηριστικά στοιχεία του νησιού που ευνοούν την ύπαρξη πλούσιας πανίδας, είναι η μεγάλη έκταση παραδοσιακών καλλιεργειών, η χαμηλή χρήση φυτοφαρμάκων, η ελεύθερη βοσκή, και η χαμηλή πυκνότητα των κατοίκων.
Τρεις περιοχές στη Λήμνο αποτελούν ζώνες διάβασης και παραμονής αποδημητικών πουλιών και φυσικούς βιότοπους: Η Χορταρόλιμνη, η Αλυκή, και ο υγρότοπος Διαπορίου. Σημαντικότερη από όλες είναι η Αλυκή κοντά στο Κοντοπούλι
Το Τμήμα Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αιγαίου κατέγραψε 59 είδη πουλιών, από τα οποία τα 10 είναι υπό καθεστώς προστασίας σύμφωνα με την Οδηγία 409/79 της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επειδή κινδυνεύουν με εξαφάνιση: Φλαμίγκος, καστανόχηνα, εγκρέττα, θαλασσοκόρακας, αλκυόνα, μαυρομύτικο, γλαρόνι, αβοκέττα, λιβαδόκιρκος, πετρίτης, κιρκινέζι.
Στη λίμνη Αλυκή μετρήθηκαν 980 φλαμίγκος, 425 πρασινοκέφαλες, 350 βαρβάρες, 130 σφυριχτάρια, 11 ψαλίδες και 8 χουλιαρόπαπιες.Ένα από τα σπάνια πουλιά και προστατευόμενα πουλιά, που ξεχειμωνιάζει και αναπαράγεται στη Λήμνο, είναι η καστανόχηνα.
Η παρουσία των φλαμίγκος στη Λήμνο και ο μεγάλος αριθμός τους είναι πολύ σημαντικά, αν σκεφτεί κανείς ότι το σύνολο των φλαμίγκος που περνούν από την Ελλάδα είναι 6.000 – 8.000. Πάνω από 1.000 φλαμίγκος, δηλαδή το 1/6 αυτών που περνούν και μένουν στην Ελλάδα, διαλέγουν κάθε χρόνο τη Λήμνο και ειδικότερα την Αλυκή για να ξεχειμωνιάσουν.
Οι άλλες περιοχές της Ελλάδας, που διαθέτουν ψηλά βουνά, έχουν αναπτύξει τον χειμερινό τουρισμό, με χιονοδρομικά κέντρα, μονοπάτια για περίπατο, αναρριχήσεις, κ.α.
Να μια πολύ καλή προοπτική εναλλακτικού τουρισμού και για τη Λήμνο, και μάλιστα κατά τους άγονους μήνες του χειμώνα. Να προστατεύσουμε και να αξιοποιήσουμε τους υγροβιότοπους με τα σπάνια πουλιά !
Βιβλιογραφία
- Θ. Μπελίτσου, Η Λήμνος και τα χωριά της, 1994.
- Θ. Μπελίτσου, “Κοντοπούλι Λήμνου”, εφ. Λήμνος, 492 (27-8-2007).
- Τουρπτσόγλου-Στεφανίδου Βασιλική, «Ταξιδιωτικά και γεωγραφικά κείμενα για τη νήσο Λήμνο (15ος-20ος αιώνας)», Θεσσαλονίκη 1986.
- Cdrom Επαρχείου Λήμνου: “Λήμνος αγαπημένη”.
- “ΛΗΜΝΟΣ: Ιστορική & Πολιτιστική Κληρονομιά”, εκδ. Γ. Κωνσταντέλλης, 2010.