Απόψεις

ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΛΗΜΝΟΥ: Τσιμάντρια

ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΛΗΜΝΟΥ:  Τσιμάντρια

 (μια σειρά που παρουσιάζεται αλφαβητικά κάθε Σάββατο.

Επόμενο (τελευταίο) χωριό: Φισίνη)

Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης

Τα Τσιμάνδρια μέχρι το 2010 ήταν έδρα του ομώνυμου δημοτικού διαμερίσματος του Δήμου Νέας Κούταλης.

Από την ύστερη βυζαντινή περίοδο και για πολλούς αιώνες υπήρχε έντονη μοναστηριακή παρουσία στην περιοχή των Τσιμανδρίων. Συγκεκριμένα, το 1285 αναφέρεται “η Πτέρις” ή “το Πτέριν“, χωριό κοντά στα σημερινά Τσιμάνδρια, στο οποίο υπήρχε μετόχι και κάστρο. Πρόκειται είτε για το κάστρο του Ελαδικού, το οποίο σημειώνεται σε μοναστηριακά έγγραφα του 12ου αιώνα (1143 ή 1180), είτε για τον πύργο του λόφου Φιλόνικος, τα ερείπια του οποίου αντίκρισε ο περιηγητής ιστορικός Conze το 1858. Το τελευταίο τοπωνύμιο παραπέμπει στην οδό του Φιλονείκου που σημειώνεται το 1355 σε απογραφικό έγγραφο της Μεγ. Λαύρας.

Η μονή της Φτέρης, όπως επικράτησε να αποκαλείται, ως το 1285 ήταν αυτόνομη μονή. Φαίνεται πως την περίοδο της ενετικής κατοχής (1207-76) είχε εγκαταλειφθεί και το 1285 ή το 1295 εγκαταστάθηκαν και πάλι μοναχοί, όπως αφήνεται να εννοηθεί στο σχετικό έγγραφο:

“…αποκατέστη και η μονή του Αρχιστρατήγου των Άνω Δυνάμεων η εις το Πτέριν διακειμένη…”

 Τα επόμενα χρόνια, πριν από το 1321, το Πτέριον αναφέρεται ως ένα από τα 25 χωριά της Λήμνου που αποτελούσαν πατριαρχική εξαρχία, ενώ από το 1326 αποτέλεσε εξάρτημα της μονής Αγ. Ιωάννου Θεολόγου Πάτμου. Δεν αποκλείεται το μεν χωριό να ήταν πατριαρχικό κτήμα, η δε μονή να έγινε μετόχι της Πάτμου.

Το μετόχι δεν ήταν αφιερωμένο στον Άγ. Ελευθέριο, όπως ίσως νομίσει κάποιος από το τοπωνύμιο, αλλά στον Ταξιάρχη Μιχαήλ. Εκτός από το ναό κατείχε αμπέλια, χωράφια, κήπο, νερόμυλο και λιμάνι, στα οποία εργάζονταν πέντε ή έξι πάροικοι κι άλλοι παρακαθήμενοι.

Σε κάθε διοικητική μεταβολή η μονή της Πάτμου έσπευδε να διασφαλίσει την περιουσία της με νέα αυτοκρατορικά χρυσόβουλα. Σώζονται έξι: του 1326, 1331, 1336, δύο των μέσων του 14ου αιώνα κι ένα των αρχών του 15ου αιώνα. Από αυτά προκύπτει ότι διαχειριζόταν τα κτήματά της πλήρως απαλλαγμένη από κάθε έλεγχο κρατικό ή τοπικό καθώς και φορολογίας:

“…ανενοχλήτως και αδιασείστως έτι δε αναφαιρέτως και αναποσπάστως και την εξ αυτών πάσαν και παντοίαν αποφέρηται και αποκερδαίνη πρόσοδον… απηλλαγμένη από των απαιτουμένων εκείσε τοπικώς συνήθων απαιτήσεων…”.

 Το 1569, σε βακούφικο έγγραφο περιλαμβάνεται το χωριό Σεμάνδρα ανάμεσα στις ιδιοκτησίες της Μεγ. Λαύρας, αλλά αφορά στα Τσιμάνδρια κι όχι στη Φτέρη. Το 1785 στο χάρτη του Choiseul-Gouffier σημειώνεται ένα μοναστήρι (Couvent), το οποίο λογικά αντιστοιχεί στο Φτέρι. Αλλά το 1858 ο Conze βρήκε το μετόχι ερειπωμένο. Ο Α. Μιχέλης γράφει σχετικά:

“Το μετόχιον τούτο [της Φτέρης], επί της εποχής του Κριμαϊκού πολέμου, το εδώρησαν οι Τούρκοι εις τον εκ Κάστρου πλοίαρχον Δενερίκον, διότι κατώρθωσε δις εξ Αιγύπτου να μεταφέρη σίτον εις τον τουρκικόν στρατόν, αυτός δε κατόπιν το επώλησεν εις τούς Κοντιατινούς”.

 Συνεπώς, το μετόχι είχε περάσει στην ιδιοκτησία των Οθωμανών, οι οποίοι κάποια στιγμή το εγκατέλειψαν. Το 1858 που πέρασε ο Conze ο κριμαϊκός πόλεμος (1853-56) μόλις είχε τελειώσει, άρα κι αν είχε γίνει η μεταβίβαση στο Δενερίκο, δεν είχε ασχοληθεί ακόμα με το κτήμα.

Η οικογένεια Δενερίκου ή Τενερίκου αναφέρεται από τις αρχές του 19ου αιώνα ως μία από τις εύπορες οικογένειες του Κάστρου.

Σήμερα το Φτέρι ανήκει εν μέρει στην αγροτική περιφέρεια Κοντιά και υπάρχουν εκεί δυο εξωκλήσια που παραπέμπουν στο βυζαντινό παρελθόν της περιοχής: των Ταξιαρχών και του Αγ. Ιωάννη Θεολόγου.

Στα κοινοτικά έγγραφα του 19ου αιώνα το χωριό αναγράφεται ως Τζημάνδρα. Είναι πρόδηλο, ότι η ονομασία προήλθε από την συμπροφορά του άρθρου στην έκφραση: “στ’ς μάντρες”, από ποιμενικές μάνδρες που υπήρχαν εκεί. Η σύνδεσή με τις «μάντρες του Τσιμισκή», που επιχειρήθηκε στο παρελθόν, είναι ρομαντική και αυθαίρετη.

Το χωριό είναι κτισμένο σε ασφαλή θέση πίσω από το λόφο Φιλόνικος και ήταν συγκροτημένο στα τέλη του 18ου αιώνα – το 1785 σημειώνεται ανατολικά του Κοντιά ανώνυμα ως Village.

Το 1844 ο δημογέροντας του χωριού Στρατής Τζαριακλής ήταν ένα από τα μέλη της οκταμελούς παλλημνιακής επιτροπής, την οποία έστειλαν οι Λημνιοί στο σουλτάνο απαιτώντας να διώξει τον καταχραστή διοικητή του νησιού. Από τα κοινοτικά αρχεία γνωρίζουμε πως το 1854 το χωριό είχε ιερέα που ονομαζόταν Δημήτριος.

Το 1856 είχε 122 στρατεύσιμους άνδρες, οι οποίοι πλήρωσαν 1.909 γρόσια για να αποφύγουν τη στράτευση. Το 1858 ο Conze πέρασε από το χωριό κι εντόπισε το κάλυμμα μιας μαρμάρινης σαρκοφάγου κάτω από μια βρύση.

Το 1863 καταγράφηκαν 73 οικογένειες και το 1874 80. Το 1874 υπήρχαν 96 σπίτια. Το ίδιο έτος αναφέρεται ότι υπαγόταν στη δημαρχία (κόλι) Κονδιά. Οι Τσιμαντριανοί έστελναν έναν αντιπρόσωπο στην παλλημνιακή επαρχιακή συνέλευση. Η κοινότητα του χωριού ήταν οργανωμένη και στα τέλη του 19ου αιώνα είχε κυκλοφορήσει κέρματα για τις μικροσυναλλαγές με τη σφραγίδα «ΠΑ+ΤΣ: Παναγία+Τσιμάνδρια». Έκτός από τις αγροτικές ενασχολήσεις, υπήρχαν και καπεταναίοι, όπως ο πλοιοκτήτης Αλκιβιάδης που αναφέρεται στα 1875.

Ο κεντρικός ναός του χωριού, η Κοίμηση της Θεοτόκου, κτίστηκε εκ βάθρων το 1852 με εργασία και δαπάνες των κατοίκων και «ΑΦΙΕΡΩΜΑ Χ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ», όπως αναφέρει σχετική επιγραφή. Οικογένεια Θεοδώρου με καταγωγή από τα Τσιμάνδρια αναφέρεται στο Κάστρο στα τέλη του 19ου αιώνα. Το καμπαναριό κι ο εξωνάρθηκας χτίστηκαν μεταγενέστερα, το 1911. Ο νάρθηκας φέρει περίτεχνο φεγγίτη και στηρίζεται σε μονολιθικούς ραβδωτούς κίονες.

Σχολείο στο χωριό άργησε να λειτουργήσει, διότι η ενορία ήταν φτωχή. Τα φιλομαθή παιδιά αναγκάζονταν να μεταβαίνουν στο Πορτιανού ή στον Κοντιά.

Στα αρχεία του Παλλημνιακού Ταμείου υπάρχει ένα φιρμάνι με τη σημείωση «1269 Σχολή Τσιμανδρίων», έτος εγίρας που αντιστοιχεί στα 1852-53, αλλά είτε πρόκειται για λανθασμένη ανάγνωση της χρονολογίας είτε έγινε κάποια προσπάθεια ανέγερσης σχολής ταυτόχρονα με το ναό που χτίστηκε το 1852, προσπάθεια που δεν ολοκληρώθηκε.

Τελικά, σχολείο ιδρύθηκε το 1890 και λειτουργούσε με έξοδα της εκκλησιαστικής επιτροπής σε διάφορες οικίες. Το 1901 οι εγκατεστημένοι στη Βράιλα Ρουμανίας αδερφοί Χρήστος και Ανδρέας Καλατζής από τον Κοντιά «βλέποντες την φτώχιαν των Τσιμανδρίων ανέλαβον την ίδρυση Σχολής εκεί και την εσαεί συντήρησίν της».

Το οικόπεδο παραχώρησε ο Πέτρος Μυλωνάς. Το σχολείο ήταν τριτάξιο και ως το 1919 φοιτούσαν μόνο αγόρια, ενώ λίγα κορίτσια πήγαιναν στα παρθεναγωγεία Πορτιανού ή Κοντιά. Το 1919 μετατράπηκε σε εξατάξιο, αρχικά μονοθέσιο, από το 1920 διθέσιο και την περίοδο 1929-37 τριθέσιο. Αν και είχε 135 μαθητές υποβιβάστηκε σε διθέσιο κι έτσι παρέμεινε ως το 1975. Έπειτα υποβαθμίστηκε σε μονοθέσιο και τελικά έκλεισε στα τέλη της δεκαετίας του ’80.

Στα Τσιμάνδρια δίδαξαν μεταξύ άλλων οι δάσκαλοι: Σπ. Γεωργιάδης (1904-09, 1911-14), Εμμ. Καρκαλέμης (1919-27), Ζωή Θεοφανίδου (1923-34), Αναστασία Μάγλου (1936-61, με πρωτοβουλία της δεντροφυτεύτηκε ο λόφος Φιλόνικος το 1937), Γεώργιος Γεωγράκαινας (1939-67, με πρωτοβουλία του και με τη συνδρομή ομογενών της Αυστραλίας, επισκευάστηκε το κτίριο του σχολείου μετά την κατοχή), Ειρήνη Ζαλούμη (1967-72), Γεώργιος Ψαρρός (1972-76) κ.ά.

Στις 8 Οκτωβρίου 1912 ήταν το πρώτο χωριό της Λήμνου που υποδέχτηκε τους Έλληνες στρατιώτες, οι οποίοι είχαν αποβιβαστεί στην κοντινή ακτή Βουρλίδια. Με υπερηφάνεια οι κάτοικοι δείχνουν τη γέφυρα κοντά στο σχολείο, όπου στήθηκε για πρώτη φορά η ελληνική σημαία. Το 1915 φιλοξενήθηκαν πολλοί στρατιώτες της Βρετανίας και των αποικιών που συμμετείχαν στην αποτυχημένη εκστρατεία της Καλλίπολης. Επίσης, στα 1918-21 οι κάτοικοι περιέθαλψαν Ρώσους εξόριστους, στρατιωτικούς της Στρατιάς Βράγκελ και πολίτες, που είχαν καταφύγει προσωρινά στη Λήμνο.

Το 1918 τα Τσιμάνδρια αποτέλεσαν κοινότητα, στην οποία εντάχθηκαν αρχικά (1918-19) και οι Αγγαριώνες ως οικισμός. Στα χρόνια του μεσοπολέμου στο χωριό υπήρξε κάποια ανάπτυξη. Είχε 720 κατοίκους και 120 σπίτια. Επεκτάθηκε το σχολικό κτίριο, το 1935 κτίστηκε η υπόστεγη κρήνη στην πλατεία κι άλλες βρύσες με δαπάνη του ομογενή Σωτήριου Κοτσιναδέλλη.

Επίσης άρχισε η καλλιέργεια του βαμβακιού, ιδρύθηκε ο Σύλλογος Κεχαγιάδες, ο οποίος δραστηριοποιείται μέχρι σήμερα κι έχει μεγάλη συνεισφορά στη διατήρηση της παραδοσιακής μουσικής, τραγουδιών, χορών και φορεσιάς της Λήμνου.

Τελευταίος ζωντανός κρίκος με το παρελθόν είναι ο λυράρης Θανάσης Κοτσιναδέλλης, που έχει αποτυπώσει με τη λύρα του και τη φωνή του σε δίσκους όλα τα παλιά τραγούδια του νησιού.

Μεταπολεμικά κι ως το 1981 ως οικισμός της κοινότητας εμφανιζόταν και το Κόμπι, με το φάρο και τις δυο κοντινές βραχονησίδες Κόμπι και Καστριά. Όπως όλη η Λήμνος, έτσι και τα Τσιμάνδρια έχασαν μεγάλο μέρος του πληθυσμού τους λόγω της μετανάστευσης. Από 700 άτομα της απογραφής του 1951, μόλις 292 είχαν απομείνει το 1991.

Σήμερα το χωριό, με την όμορφη πλατεία, τις μουριές και τα άλλα δέντρα τις ταβέρνες, τα καλοδιατηρημένα σπίτια, την κοντινή παραλία στο Διαπόρι, αποτελεί θερινό προορισμό.

Στα Τσιμάντρια έζησε μέχρι τα βαθιά του γεράματα και ο Μενέλαος Παπασωτηρίου, που μαζί με την καλή γυναίκα του την κ.Σοφία, διατηρούσε στο Διαπόρι το γραφικό καφενείο. Καθημερινά μετέβαινε σ’ αυτό καβάλα στο γαϊδουράκι του. Σήμερα το παλιό καφενεδάκι λειτουργεί και ως ταβέρνα, με εκλεκτά λημνιά εδέσματα και την εκπληκτική θέα του κόλπου, ιδιαίτερα τα βράδια με το όμορφο ηλιοβασίλεμα.

 

Βιβλιογραφία

  • Θ. Μπελίτσου, Η Λήμνος και τα χωριά της, 1994.
  • Θεόδωρος Μπελίτσος, “Ιστορικό οδοιπορικό στη Λήμνο: Τσιμάνδρια”, εφ. Λήμνος φ. 488 (25-7-2007).
  • Αγγελής Μιχέλης, “Τσιμάνδρια”, εφ. Λήμνος 4/11/1934.
  • Τουρπτσόγλου-Στεφανίδου Βασιλική, «Ταξιδιωτικά και γεωγραφικά κείμενα για τη νήσο Λήμνο (15ος-20ος αιώνας)», Θεσσαλονίκη 1986.
  • Cdrom Επαρχείου Λήμνου: “Λήμνος αγαπημένη”.
  • “ΛΗΜΝΟΣ: Ιστορική & Πολιτιστική Κληρονομιά”, εκδ. Γ. Κωνσταντέλλης, 2010.

 

Δείτε περισσότερα

Σχετικά Άρθρα

Back to top button