Τα Χριστούγεννα του μπάρμπα-Πανώφ

Τα Χριστούγεννα του μπάρμπα-Πανώφ
Επιμέλεια: Θ. Δημητριάδη
(Πηγή: Λέων Τολστόι: «Τα ιδιαίτερα Χριστούγεννα του παππού Πανώφ»)
Πριν από πολλά χρόνια ζούσε ένας γέρος τσαγκάρης. Το όνομά του ήταν Πανώφ. Ο μπαρμπα-Πανώφ δεν ήταν πλούσιος. Όλη η περιουσία του ήταν ένα μικρό δωμάτιο που έβλεπε στον δρόμο του χωριού. Η γυναίκα του είχε πεθάνει πριν από πολλά χρόνια και τα παιδιά του είχαν πια μεγαλώσει και είχαν φύγει από το σπίτι του. Δεν είχε πια κανένα κοντά του.
Είναι βράδυ παραμονής Χριστουγέννων. Ο μοναχικός ηλικιωμένος τσαγκάρης, ο μπαρμπα-Πανώφ, κατεβάζει από το ψηλό ράφι το παλιό καφέ βιβλίο, κάθεται στην αναπαυτική πολυθρόνα του και αρχίζει να διαβάζει. Διαβάζει από το βιβλίο την ιστορία της γέννησης του Χριστού, την ιστορία δηλαδή των Χριστουγέννων. Καθώς διαβάζει, διάφορες σκέψεις περνούν από το μυαλό του. Πόσο θα ήθελε να πρόσφερε ο ίδιος καταφύγιο στον Ιωσήφ, τη Μαρία και τον νεογέννητο Χριστό! Διαβάζοντας, όμως, για τους τρεις μάγους και τα πολύτιμα δώρα που έφεραν στον Χριστό, σκέφτεται με λύπη πως, αν ο Χριστός ερχόταν στο σπίτι του, ο ίδιος δεν θα είχε τίποτα να του δώσει.
Ξαφνικά, ένα χαμόγελο ζωγραφίζεται στο πρόσωπό του και τα μάτια του λάμπουν. Σηκώνεται από την πολυθρόνα του, πηγαίνει στο ψηλό ράφι και βρίσκει ένα σκονισμένο κουτί. Το ανοίγει και βγάζει από μέσα ένα ζευγάρι παιδικά παπούτσια. Ήταν στ’ αλήθεια τα ωραιότερα παπούτσια που είχε ποτέ κάνει! Αυτά θα του έδινε, αν ερχόταν στο σπίτι του! Με την επιθυμία, λοιπόν, να τον επισκεπτόταν ο Χριστός και να του έδινε το δώρο του, ο μπαρμπα-Πανώφ αποκοιμήθηκε. Ακούει τότε τον Χριστό να του λέει: «Μπαρμπα-Πανώφ, έχεις την επιθυμία να με δεις, να έλθω στο μαγαζάκι σου και να μου προσφέρεις κάποιο δώρο. Αύριο, λοιπόν, από το πρωί μέχρι το βράδυ να κοιτάζεις έξω στον δρόμο και θα με δεις να έρχομαι. Πρόσεξε να με αναγνωρίσεις!»
Χριστούγεννα! Ο μπαρμπα-Πανώφ ετοιμάζεται γρήγορα και βγαίνει από το σπίτι του να πάει στην εκκλησία για τη λειτουργία των Χριστουγέννων. Όταν επιστρέφει, κάθεται στην πολυθρόνα του και περιμένει με ανυπομονησία την επίσκεψη του Χριστού. Κοιτάζει συνεχώς από το παράθυρο, στέκει στην πόρτα, ψάχνει με το βλέμμα, αλλά μόνο χωριανούς του βλέπει, τους οποίους χαιρετά με καλοσύνη. Καθώς περιμένει με αγωνία να συναντήσει τον Χριστό, προσφέρει φιλοξενία και ζεστασιά σε διάφορους περαστικούς. Πρώτα δέχεται στο σπίτι του τον γέρο οδοκαθαριστή που εργάζεται μέσα στην παγωνιά και του δίνει να πιει ένα φλιτζάνι τ6σάι για να ζεσταθεί. Στη συνέχεια φιλοξενεί μια νέα κουρασμένη γυναίκα με ένα βρέφος στην αγκαλιά. Ο μπαρμπα-Πανώφ τους προσφέρει φαγητό και παίρνει στην αγκαλιά του το μικρό παιδί. Βλέπει τα γυμνά ποδαράκια του μωρού και συγκινείται. Αμέσως, σηκώνεται από την πολυθρόνα του, παίρνει το κουτί από το ράφι, βγάζει τα παπουτσάκια που προόριζε για τον Χριστό και τα χαρίζει στο μικρό παιδί. Η γυναίκα τον ευχαρίστησε πάρα πολύ, πήρε το παιδί στην αγκαλιά της και έφυγε.
Ο μπαρμπα-Πανώφ στάθηκε και πάλι στο παράθυρο και κοιτούσε να δει τον Χριστό. Οι ώρες περνούσαν και οι άνθρωποι πηγαινοέρχονταν στον δρόμο. Όλους τους χαιρετούσε ο μπαρμπα-Πανώφ. Άλλους τους χαμογελούσε και στους ζητιάνους έδινε κάποιο νόμισμα ή ένα κομμάτι ψωμί. Ο Χριστός, όμως, δεν φαινόταν να έρχεται. Ο μπαρμπα-Πανώφ ήταν πολύ λυπημένος. Με βαριά καρδιά κάθισε στην πολυθρόνα του και σκέφτηκε πως όλα τελικά ήταν μόνο ένα όνειρο. Τότε ακούγεται η φωνή του Χριστού, για να του αποκαλύψει:
«Εγώ είμαι που πεινούσα και μου έδωσες να φάω. Διψούσα και μου έδωσες να πιω. Κρύωνα και με πήρες μέσα και με ζέστανε. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που βοήθησες σήμερα, ήμουνα Εγώ! Εμένα βοήθησες. Εμένα δέχθηκες σήμερα, μπαρμπα-Πανώφ!»
«Ω, Θεέ μου», σιγομουρμούρισε ο γερο-τσαγκάρης,
με μάτια που έλαμπαν από χαρά και ευτυχία…
«Ήρθε τελικά! Ήταν εδώ, λοιπόν, όλη τη μέρα!».
(Πηγή: Λέων Τολστόι: «Τα ιδιαίτερα Χριστούγεννα του παππού Πανώφ»)
Τι γίνεται σήμερα;
Χριστούγεννα σημαίνει γιορτή, δηλαδή τραπέζι. Όποιον να ρωτήσεις αυτό θα σού πει. Το λέει και η ΕΛΣΤΑΤ, δηλαδή ότι φέτος το γιορτινό τραπέζι για 8 άτομα θα στοιχίσει 228 ευρώ, 14% πιο ακριβά από πέρσι. Το λέει και το Υπουργείο, που έδωσε έκτακτο δώρο Χριστουγέννων 150 ευρώ στους χαμηλόμισθους και χαμηλοσυνταξιούχους για να αγοράσουμε γαλοπούλα, τυριά, μελομακάρονα κλπ. Το λένε και οι τουριστικοί προορισμοί με τον πλούσιο μπουφέ στα ξενοδοχεία και τα εστιατόρια που έχουν πληρότητα 98%. Το λένε και οι διαφημίσεις στην τηλεόραση, δηλαδή τι δώρα να κάνουμε στους δικούς μας ανθρώπους.
Όλα αυτά είναι καλά, όμως δεν έχουν καμία σχέση με τον Χριστό και τη γέννηση του. Πληρότητα είχε σε όλα τα καταλύματα της Βηθλεέμ όταν γεννήθηκε ο Χριστός, γι’ αυτό δεν βρέθηκε ούτε ένα δωμάτιο ελεύθερο, και την καημένη την έγκυο την Παναγία δεν την λυπήθηκε κανένας και πήγε και γέννησε σε έναν κρύο και βρώμικο στάβλο, που δεν μύριζε καθόλου ευχάριστα αλλά τις ακαθαρσίες των ζώων. Κι όταν μεγάλωσε ο Χριστός δίδαξε ότι, αν θέλουμε να έχουμε κάποια σχέση μαζί του και να είμαστε χριστιανοί, τότε να βοηθάμε και να κάνουμε τραπέζι και δώρα, οχι στους δικούς μας, αλλά στους άλλους που στερούνται. Το λέει ξεκάθαρα στο Ευαγγέλιο:
«Όταν δε έλθη ο Υιός του ανθρώπου εν τη δόξη αυτού και πάντες οι άγιοι άγγελοι μετ’ αυτού, τότε θέλει καθήσει επί του θρόνου της δόξης αυτού,
και θέλουσι συναχθή έμπροσθεν αυτού πάντα τα έθνη, και θέλει χωρίσει αυτούς απ’ αλλήλων, καθώς ο ποιμήν χωρίζει τα πρόβατα από των εριφίων, και θέλει στήσει τα μεν πρόβατα εκ δεξιών αυτού, τα δε ερίφια εξ αριστερών. Τότε ο Βασιλεύς θέλει ειπεί προς τους εκ δεξιών αυτού· Έλθετε οι ευλογημένοι του Πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην εις εσάς βασιλείαν από καταβολής κόσμου. Διότι επείνασα, και μοι εδώκατε να φάγω, εδίψησα, και με εποτίσατε, ξένος ήμην, και με εφιλοξενήσατε, γυμνός, και με ενεδύσατε, ησθένησα, και με επεσκέφθητε, εν φυλακή ήμην, και ήλθετε προς εμέ.
Τότε θέλουσιν αποκριθή προς αυτόν οι δίκαιοι, λέγοντες· Κύριε, πότε σε είδομεν πεινώντα και εθρέψαμεν, ή διψώντα και εποτίσαμεν; πότε δε σε είδομεν ξένον και εφιλοξενήσαμεν, ή γυμνόν και ενεδύσαμεν; πότε δε σε είδομεν ασθενή ή εν φυλακή και ήλθομεν προς σε;
Και αποκριθείς ο Βασιλεύς θέλει ειπεί προς αυτούς· Αληθώς σας λέγω, καθ’ όσον εκάμετε εις ένα τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εις εμέ εκάμετε. Τότε θέλει ειπεί και προς τους εξ αριστερών· Υπάγετε απ’ εμού οι κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον, το ητοιμασμένον διά τον διάβολον και τους αγγέλους αυτού. Διότι επείνασα, και δεν μοι εδώκατε να φάγω, εδίψησα, και δεν με εποτίσατε, ξένος ήμην, και δεν με εφιλοξενήσατε, γυμνός, και δεν με ενεδύσατε, ασθενής και εν φυλακή, και δεν με επεσκέφθητε.
Τότε θέλουσιν αποκριθή προς αυτόν και αυτοί, λέγοντες· Κύριε, πότε σε είδομεν πεινώντα ή διψώντα ή ξένον ή γυμνόν ή ασθενή ή εν φυλακή, και δεν σε υπηρετήσαμεν; Τότε θέλει αποκριθή προς αυτούς, λέγων· Αληθώς σας λέγω, καθ’ όσον δεν εκάμετε εις ένα τούτων των ελαχίστων, ουδέ εις εμέ εκάμετε. Και θέλουσιν απέλθει ούτοι μεν εις κόλασιν αιώνιον, οι δε δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον».