Τα “δυσνόητα” κάλαντα της Πρωτοχρονιάς και τα άλλα της Μικράς Ασίας !

Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά
Γράφει ο Θ. Δημητριάδης
«Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, ψηλή μου δεντρολιβανιά,
κι αρχή καλός μας χρόνος, εκκλησιά με τ’ άγιο θρόνος.
Αρχή που βγήκε ο Χριστός, άγιος και πνευματικός,
στη γη να περπατήσει και να μας καλοκαρδίσει.
Άγιος Βασίλης έρχεται και δε μας καταδέχεται
από την Καισαρεία, συ ’σ’ αρχόντισσα, κυρία.
Βαστάει εικόνα και χαρτί, ζαχαροκάντιο ζυμωτή,
χαρτί και καλαμάρι, δες κι εμέ το παλληκάρι.
Το καλαμάρι έγραφε, τη μοίρα του την έλεγε
και το χαρτί ομίλει άσπρε μου, άγιε Βασίλη».
Τα παιδιά μάς τα είπαν τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς, αλλά λίγο δύσκολο να καταλάβομε τι ακριβώς εννοούσαν τα λόγια, γιατί παρουσιάζουν μία τέτοια πλοκή στίχων, ώστε το περιεχόμενό τους να είναι σχεδόν ασυνάρτητο.
Πάντως, τα ορίτζιναλ κάλαντα που τραγουδούσαν στην Μικρά Ασία, έχουν ως εξής – και βγάζουν περισσότερο νόημα:
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά κι αρχικαλός μας χρόνος.
Κι αρχή που βγήκε ο Χριστός στη γη να περπατήσει.
Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία,
βαστά εικόνα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι.
Το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί ομίλει.
― Βασίλη, πόθεν έρχεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;
― Από της μάνας μ’ έρχομαι και στο σχολειό μου πάω.
― Κάτσε να φας, κάτσε να πιείς, κάτσε να τραγουδήσεις.
― Εγώ γράμματα μάθαινα, τραγούδια δεν ηξεύρω.
― Σα δεν ηξεύρεις γράμματα, πες μας την αρφαβήτα.
Και στο ραβδί τ’ ακούμπησε, να πεί την αρφαβήτα.
Χλωρό ραβδί, ξερό ραβδί, χλωρά βλαστάρια επέτα
κι απάνω στα βλαστάρια του πέρδικες κελαηδούσαν.
Δεν ήταν μόνο πέρδικες, ήταν και τρυγονάκια.
Κατέβηκε η πέρδικα να βρέξει το φτερό της
κι έβρεξε τον αφέντη μας τον πολυχρονεμένο.