Τα τυροβόλια του Πολύφημου και το καλαθάκι της Λήμνου
Τα τυροβόλια του Πολύφημου και το καλαθάκι της Λήμνου
Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης
Διευκρίνιση: Οι τυχόν διαφημίσεις που παρεμβάλλονται ενδιάμεσα σ’ αυτό το κείμενο γίνονται από τον διακομιστή του διαδικτύου και δεν έχουν σχέση ούτε με τον συντάκτη ούτε με το περιεχόμενο του.
Το αρχαιότερο τυρί του κόσμο είναι η φέτα. Την απόδειξη την βρίσκουμε στην Ομήρου Οδύσσεια, όπου υπάρχει αναφορά σε αυτή.
Συγκεκριμένα όταν ο Οδυσσέας επισκέφτηκε το σπήλαιο του κύκλωπα Πολύφημου, μαθαίνουμε ότι ο Πολύφημος παρασκεύαζε τυρί φέτα. Και μάλιστα, την έφτιαχνε σε «τυροβόλια», σαν κι αυτά που χρησιμοποιούμε σήμερα στη Λήμνο, τα περίφημα «καλαθάκια».
Επίσης από το κείμενο του Όμηρου καταλαβαίνουμε ότι ο Πολύφημος είχε και διάφορα άλλα είδη τυριών στα ράφια του.
«Σε λίγο ομπρός στο σπήλιο φτάσαμε, μα μέσα αυτός δεν ήταν, μόν΄ τα παχιά τ΄ αρνιά του εβόσκιζε ψηλά στα βοσκοτόπια.
Κι εμείς το σπήλιο τριγυρίζοντας το αποθαμάξαμε όλο: τυριά γεμάτα τα τυρόβολα· στις μάντρες στοιβαγμένα τ΄ αρνιά, τα ρίφια· κι ήταν ξέχωρα κλεισμένη η κάθε γέννα, χώρια μαθές τα πρωτογέννητα και χώρια τα μεσάτα, και τα ψιμάρνια χώρια· ξέχειλα τ΄ αγγειά από ορό θωρούσες – λεβέτια, σκάφες, όλα, που ΄φτιανε, να τα ΄χει και ν΄ αρμέγει.
Τα παρακάλια τότε οι σύντροφοι κινούσαν, πρώτα απ΄ όλα να πάρουμε τυριά να φύγουμε, και πάλι διαγυρνώντας αρνιά από τα μαντριά ν΄ αρπάξουμε και ρίφια, να τα πάμε στο πλοίο, κι αμέσως να μακρύνουμε πα στ΄ αρμυρά πελάγη.
Μα εγώ δεν άκουσα, και θα ΄μαστε πολύ πιο κερδεμένοι·πρώτα να ιδώ τον ίδιον ήθελα κι αν θα μου δώσει δώρα· μα οι σύντροφοί μου δεν θα γνώριζαν καμιά του καλοσύνη!
Ανάψαμε φωτιά και στους θεούς προσφέραμε θυσίες, μετά κι εμείς να φάμε πήραμε τυρί, και καθισμένοι τον καρτερούσαμε, ως που γύρισε· στην πλάτη εκουβαλούσε ξύλα στεγνά, ένα ακέριο φόρτωμα, να τα ΄χει για το δείπνο.
Κι ως χάμω τα ΄ριξε, αντιλάλησε βαριά τρογύρα ο βράχος. Εμείς στην αγκωνή χωθήκαμε του σπήλιου φοβισμένοι, κι αυτός στο σπήλιο το πλατύχωρο τα ζωντανά του μπάζει, όλα όσα θα ΄ρμεγε, όξω αφήνοντας τ΄ αρσενικά – τους τράγους και τους κριγιούς – στην αψηλόχτιστην αυλή· μετά ένα βράχο, που ΄χε να κλειεί του σπήλιου το άνοιγμα, σηκώνει και σφαλίζει, κατάβαρο· και να τον φόρτωνες σε εικοσιδυό καρότσιαγερά και να ΄χουν ρόδες τέσσερεις, δε σάλευε απ΄ τον τόπο· τόσο τρανός ο βράχος που ΄βαλε στην πόρτα, για να κλείσει.
Κι ως τις αρνάδες πήρε κι άρμεξε και τις βελάστρες γίδες με τάξη, τα μικρά στις μάνες τους να τις βυζάξουν σπρώχνει. Μισό απ΄ το γάλα το άσπρο βάλθηκε μετά γοργά να πήξει, κι όπως το μάζωξε, το απίθωσε στα τυροβόλια μέσα· το άλλο μισό σε κάδους το ΄βαλε να το ΄χει για την ώρα που θα δειπνούσε, με το χέρι του ν΄ απλώνει και να πίνει».
(Ομήρου Οδύσσεια, μετάφραση Καζαντζάκη-Κακριδή, ραψωδία ι στίχοι 216-249