Το πράσινο παλτό
Το πράσινο παλτό
Επιμέλεια Θ. Δημητριάδη
Το μαγαζάκι στο κέντρο της πόλης είχε επιγραφή «Κατάστημα Γυναικείων Ετοίμων Ενδυμάτων». Στη μετεμφυλιακή Θεσσαλονίκη, όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα, ο κόσμος έραβε τα ρούχα του μόνος του. Όποιος είχε λεφτά πήγαινε στον ράφτη ή στη μοδίστρα. Τέτοιο πράγμα, να υπάρχει μαγαζί όπου έμπαινες και ψώνιζες ρούχο έτοιμο, στα μέτρα σου, ήτανε σημάδι προόδου και ευμάρειας.
Τα δύο αδέλφια, αδελφός και αδελφή, μπήκαν για να ψωνίσουν. Καινούριο εμπορικό με βιτρίνα και ωραία ρούχα, ήταν ό,τι έπρεπε. Τα χρήματα δεν τους περίσσευαν, ωστόσο ο αδελφός είχε υποσχεθεί κάτι στον εαυτό του.
Όταν «ανέβηκε» στη συμπρωτεύουσα προσληφθείς σε θέση ιδιωτική και πολύ κοσμοπολίτικη, ο μισθός ήταν το τελευταίο που τον ενδιέφερε. Αφήνοντας πίσω τη μιζέρια του ορεινού χωριού του σκόπευε να εργαστεί και να προκόψει. Όταν εδραιώθηκε στη θέση και απέκτησε κύκλο γνωριμιών, κάλεσε τη μία από τις αδελφές του, εικοσάχρονη τότε, πάνω στα καλά της, να μείνει μαζί του. Δεν υπολόγιζε σε κανένα προσωπικό συμφέρον. Ήθελε μόνο οι αδελφές του «να δουν τον κόσμο», να ζήσουν με αξιοπρέπεια όσο το δυνατόν μακρύτερα από τη φτώχεια. Και, φυσικά, να «καλοπαντρευτούν».
Γι’ αυτό ακριβώς είχαν βγει εκείνη τη χειμωνιάτικη μέρα. Ήθελε «να της ψωνίσει». Να της αγοράσει ένα ολοκαίνουριο, μοντέρνο, όμορφο ρούχο. Είχε φυλάξει χρήματα από τον πρώτο μισθό του. Θεωρούσε συναισθηματικό και συνάμα ηθικό χρέος του να επενδύσει ένα μέρος των πρώτων χρημάτων από την εργασία του για την αγορά ενός δώρου πρακτικής αλλά και αισθητικής αξίας για την αγαπημένη του αδελφή. Γι’ αυτό όταν μπήκαν στο μαγαζί η κοπέλα σάστισε και πρότεινε να φύγουν, να μην ξοδευτούν. Εκείνος όμως επέμεινε. Είχε δώσει υπόσχεση. Στον εαυτό του.
Δεν μπορούσε βέβαια να φανταστεί ότι και ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού, είχε δώσει επίσης υπόσχεση. Επίσης στον εαυτό του.
– Καλημέρα!
– Καλημέρα! Πότε ανοίξατε;
– Μόλις χθες! Είστε οι πρώτοι πελάτες!
– Ααα! Καλορίζικο! Καλές δουλειές!
– Ευχαριστώ! Τι θα θέλατε;
– Να, ένα παλτό, εδώ για την αδελφή μου.
Σκοτώθηκε ο άνθρωπος να εξυπηρετήσει. Του είχε κάνει σεφτέ ένα θαυμάσιο ζευγάρι. Ένας ευπρεπέστατος και ευγενέστατος νεαρός που ήθελε να κάνει δώρο στην αδελφή του που τον συνόδευε. Τι καλύτερο; Ήταν ιδανική η έναρξη εργασιών της επιχείρησης! Η καλή του τύχη θα συνεχιζόταν, ήταν βέβαιο.
Είδε η κοπέλα, δοκίμασε, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, πήρε και τη γνώμη αδελφού και καταστηματάρχη, και με τα πολλά κατέληξε. Θα έπαιρνε αυτό το βαρύ, φανταχτερό και κομψό πράσινο παλτό. Αν η τιμή του βέβαια μπορούσε να καλυφθεί από το μικρό κομπόδεμα του μεγάλου της αδελφού.
– Πόσο στοιχίζει;
– Ααα, όσο και αν στοιχίζει … εεε … θα μου επιτρέψετε να σας το κάνω δώρο!
– …
– Ναι, δώρο! Ξέρετε, έχω δώσει υπόσχεση!
– Αγαπητέ μου δεν ξέρω τι υπόσχεση δώσατε και σε ποιον, αλλά κι εγώ έχω δώσει υπόσχεση να κάνω δώρο στην αδελφή μου με τα πρώτα μου χρήματα. Λυπάμαι, αλλά δεν μπορούμε να δεχθούμε το δώρο σας…
– Ίσως αν ακούσετε μια σύντομη ιστορία που θα σας πω, να το δεχθείτε.
Ο ιδιοκτήτης του εμπορικού ήταν νέος. Και Εβραίος. Διηγήθηκε τα γεγονότα με τη σειρά, σύντομα και περιεκτικά. Με έντονο συναισθηματικό φόρτο. Τί είχε συμβεί λοιπόν;
Λίγα χρόνια νωρίτερα είχε διαφύγει από μεγάλο κίνδυνο. Κίνδυνο ζωής. Το ηλικιωμένο ζευγάρι Χριστιανών που τον είχε αρχικά κρύψει και στη συνέχεια φυγαδεύσει, δεν ζούσε πια. Ο άνθρωπος όμως αισθανόταν αιωνίως υποχρεωμένος. Το ζευγάρι ήταν θεοσεβούμενο, πολύ ευκατάστατο και πολύ συντηρητικών αρχών. Στην ελίτ της πόλης. Το μικρό Εβραιόπουλο είχε βρει κρησφύγετο, αγάπη και στοργή.
Και είχε υποσχεθεί ότι θα επέστρεφε στη Θεσσαλονίκη, θα δούλευε και θα πρόκοβε. Θα τιμούσε την ιερή μνήμη των σωτήρων του. Θα έκανε αγαθοεργίες.
Διέθετε επιχειρηματικό δαιμόνιο και είχε συγκεκριμένο σχέδιο, το οποίο σκόπευε να τηρήσει απαρέγκλιτα. Το πρώτο μέρος του σχεδίου προέβλεπε να χαρίσει κάτι στον πρώτο πελάτη του. Όχι για «γούρι», για να πάνε καλά οι δουλειές, αλλά για να θυμάται πάντα ότι η ζωή είναι που έχει αξία και όχι τα χρήματα. Ήταν ένας ευγνώμων άνθρωπος. Αποφασισμένος να προσφέρει στον άνθρωπο, όπως του είχαν προσφέρει.
Ο αδελφός που ήθελε να αγοράσει απεδείχθη ζόρικος. Συνέχισε να αρνείται την προσφορά, διότι η υπόσχεση του Εβραίου νέου ερχόταν σε απευθείας σύγκρουση με τη δική του υπόσχεση. Ήταν, μήπως, σημάδι κακό να αλληλοσυγκρούονται δυο ιερές υποσχέσεις; Ήταν, άραγε, δυνατόν να τηρηθούν και οι δύο συγχρόνως;
Ασφαλώς! Τελικά τα βρήκαν στη μέση. Το πράσινο παλτό αγοράστηκε σε τιμή κόστους, ώστε και ο νέος να μείνει πιστός στην υπόσχεσή του να αγοράσει με τα πρώτα χρήματά του ένα ωραίο και χρήσιμο δώρο στην αδελφή του, αλλά και ο Σαλονικιός νέος να ξορκίσει τον δαίμονα του κέρδους.
Δεν έχει σημασία τι απέγιναν οι τρεις εκείνοι νέοι.
Το κουβάρι των ψυχών είναι που μετράει.
Το κουβάρι των ανθρώπων.
(Πηγή: Παναγιώτης Χούπας)