"Το σπαγγουδ΄" του Χρ. Κολλερού


Άλλη μία μικρή ιστοριούλα σε “άπταιστα” Λημνιακά, του Χρ. Κολλερού, ολοκαίνουργια, αφού πρώτη φορά δημοσιεύεται, είναι από τη νέα του συλλογή. Για τις δυσκολίες υπάρχει “μετάφραση”.
Και ο Χρήστος Κολλερός μας συμπληρώνει, με το ολόδικό του ιδιαίτερο τρόπο, για να μας ζωγραφίσει κι άλλο την εποχή!
“Κειν τς χρόν γοι γυρολόγ, γοι πραματευτάδεςς, γοι πλάνητες ψαράδες, γυρίζαν τα χουριά και τς μάντρες διαλαλώντας ντ πραμάτια τς. Ως κι τς μετακατοχικοί χρόν, του αλεσβιρίσ γίνταν είδους με είδους κι σπανιότερα μι τα όβουλα, Τα τσόκαρα ήνταν το πλιό φτνό είδους, για να περάσνι κάτι τι, γοι ανυπόδοιτ, στα ποδάρια τς, κι στα χουριά και στ Χώρα “.
Η φωτογραφία πολύ εύγλωττη, με τα δύο κοριτσάκια κι ένα αγοράκι πίσω να φορούν τσόκαρα με κάλτσες, ένα αγοράκι ξυπόλυτο, και οι δύο τυχεροί της παρέας με τσερβούλια και παπούτσια, δείχνει κραυγαλέα τη ένδεια της εποχής!
Νίτσα Δώρα
“Το σπαγγουδ΄” Του Χρ. Κολλερού
Μες στς χρον΄ τς Γερμανικής κατουχής ήνταν, όντα μια νταχ΄νάδα (1) ξεφανερώθκι ένας πραματευτής στου χουριό και φώναζι κι διαλάλιεν του πράμα τ΄.
Είχεν φουρτουμένα πέντε τσβάλια τσόκαρα, απά σι δυο γαδάρ΄, οπ απά στουν έναν είχεν ένα τσβαλ΄πανουγόμαρου (2) κι στουν άλλου καβαλίκευε. Κατέβκιν μες στ΄αλάν (3) κι τα ξεφόρτουσι.
Ακούγοντας ου κόσμους, πγαίναν και ψνίζαν, σα ντάχιν ένα φράγκου πλιό κατ΄, απ κειά π φκιάχναν γοι μαστόρ τ΄χουριού .
Ου Κουσταντής ου Τ… είχεν παγ κι εκειός, ψούνσι ένα ζουβγάρ και του πέσουσι (4) πα στου σπίτι τ΄ και σα ντα μπρουβάρσι γη κερά τ΄ , τα βάσταν΄τώρα
κι τράβαν ξανουγυρίζοντας για τα΄αλάν΄στου μπραματευτή…
Γη Λεν, γη Τζανίδαινα , μι του πνομ (5) Καντινιώ, π του κλερουνόμσεν απ΄τ΄μάνα τς, π τ΄ βαφτίσαν Κατίνα, κι σα τς του ψλίναν,(6) τ΄λέγαν Καντινιώ.
Ανεβαινι κι εκείν΄βαστώντας ένα ζουβγάρ τσόκαρα και τσατίσαν (7) δεκεί σντ Γιάνν΄τ΄Φιλιππή του σπίτ, μι του πνομ Φάρους.
-Ωρα γκαλή Λεν΄!
-Καλώς του γΚώστα.
-Καλό ναχ΄ς! Δι μι λες Λεν΄, πόσα τα πήρες, πεκ΄κι τα φτήν΄νεν;
-Εξ δραχμές και καλά (8) 12 αυγά ταχ΄.
-Του ένα;
– Οχ΄μαρέ κι σύ, μι του ζευγάρ τα πλεί, δι ντα λουγιάγς π ταχ΄κερσμένα (9) δυο-δυο για να μη τς τα μπερδέψνε τα νούμερα γοι πελάτες; Αλλά , συ γλέπου π ψουν΄σες, για πού τόβανις;
-Αγόρασα κι γω τατανά(10) για ντ γκερά κι τα πάγου πίσω!
-Γιατί δι τν έρντιν;(11)
-Καλά΄ναι, αλλά θέλου να μι μακρύν΄του σπαγγούδ, αφού δι μπορεί να πουρπατήσ κι παγ΄τα πουδάρια τς σα δεμτζουμέν΄! (12)
-Αχ κακόμοιρε, πού΄σι σντ μπουν΄σάδα (13) φουρτουμένους, αλλά, κι κείν΄πίσου δι μπαγ΄..
Σεις έπρεπε να αφαλείστε δυο σπίτια και κλείστε ένα!… Μαθέ, βγαν του τσακούδι σ΄, (14)
κοψ ντ γκλουστούδα, να ξεχωρίσνι, για να ΄νοιξ τα σκέλια τς! (15)
1) ένα πρωινό 2) επάνω από το κανονικό φορτίο, που ήταν ένα τσουβάλι δεξιά και αριστερά
3) πλατεία 4) τα πήγε στο σπίτι του 5) παρατσούκλι 6)το λεπτύναν, το έκαμαν χαϊδευτικό
7)συναντήθηκαν 8) δηλαδή 9) ενωμένα με κλωστή ή σχοινί, πράγματα ή ζώα, π.χ. καβαλίκευε στο 1ο ζώο και τα άλλα ακολουθούσαν ενωμένα 10) αυτά εδώ 11) δεν εφαρμόζουν 12) δεμούτζα ήταν ένα κομμάτι σχοινί που με θηλειά έδεναν τα μπροστινά πόδια στο μόνοπλα και στις κλώσσες, για να μη μπορούν να περπατήσουν και να απομακρυνθούν 13) χαζομάρα, βλακεία 14) το μαχαιράκι, ο σουγιάς 15) για να μπορεί να βαδίσει . Έλεγαν ” παρ τα ποδάρια σ , άνξε τα σκέλια σ, πουρπάτιε”
Ακολουθήστε το LimnosNea.gr - ΡάδιοΆλφα στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσειςαπό την Λήμνο και τον κόσμο.