Το ξεχασμένο ασημόχαρτο. Χριστουγενιάτικο διήγημα
Το ξεχασμένο ασημόχαρτο.
Χριστουγενιάτικο διήγημα από τη Βαρβάρα Βαγιάκου Βλαχοπούλου.
Είναι μυστήριο πως λειτουργεί του ανθρώπου η μνήμη. ´Ενα κάτι άσχετο, μια σπίθα,ζωντανεύει κόσμο ολάκερο για χρόνια ξεχασμένο, κόσμο κιτρινισμένο.Ένα ασημόχαρτο από τα τσιγάρα του πατέρα, ήταν η σπίθα.Ένα ασημόχαρτο μπερδεμένο, παραπεταμένο ανάμεσα στις ασπρόμαυρες παιδικές φωτογραφίες. ´Ενα ασημόχαρτο από τον “Άσσο” του Παπαστράτου.
Φευγάτο το φεγγάρι εκείνη τη νύχτα, θαρρείς ξενιτεμένο. Ορφανά τ’αστέρια, καρφωμένα κι άυπνα φώτιζαν τη φάτνη που ετοίμαζε η μικρή Βαρβάρα στη παιδική της ψυχούλα. Απόψε θα γεννιόταν ο Χριστός! ” Ο Παπα- Βασίλης μεταλαβαίνει τους πιστούς σχεδόν αξημέρωτα, είχε τονίσει η μητέρα στις δυο αδερφούλες και τις κοίμισε με τις κότες. Είχε αφήσει και τα παντζούρια ορθάνοιχτα, μανταλωμένα στον τοίχο, για να μη τις πάρει ο ύπνος.Έτσι η μικρή Βαρβάρα ξύπνησε με το φως των αστεριών, που είχαν καρφωθεί πάνω από τη φάτνη της. Η ανάσα της αδερφής της στο διπλανό κρεβάτι έδειχνε κοιμισμένη.
«Ουρανούλα κοιμάσαι”;…. Απάντηση καμιά. Πόσο θα ήθελε να ρόδιζε η αυγή μονοσπαθιάς σήμερα…μα αυτή αργούσε.Έστησε τ’ αυτί της να ακούσει το συνηθισμένο νυχτοπούλι που ράμφιζε τη σιωπή της νύχτας, αλλά που; Ούτε αυτό έδινε παρουσία τούτη τη νύχτα. Νεκρική η σιγή. Ο πατέρας είχε πει πως ίσως χιόνιζε απόψε.Τέντωσε τα χεράκια της να πεταυριστεί κι’ ευθύς τα ξαναμάζωξε κάτω από το καπλαντισμένο πάπλωμα.” Χου χου χου,κάνει παγωνιά ψιθύρισε και στρίμωξε τις ξυλιασμένες της παλάμες στο χνουδωτό της νυχτικό ανάμεσα στα γόνατα.Χριστουγεννιάτικες μελωδίες λικνίζονταν στο μυαλό της…και περίμενε.Κι αυτό που περίμενε δεν άργησε ν’ ακουστεί.”Χριστός γεννάται δοξάσατε…” ήταν η ψαλμωδική φωνή του πατέρα από το διπλανό δωμάτιο.Το συνήθιζε αυτό ο πατέρας. Κάθε παραμονή έτσι τους ξυπνούσε. Ενα φούρρρρ ακούστηκε στο διάδρομο και οι δυο αδερφές συνωστίστηκαν ποιά θα χωθεί πρώτη στο κρεβάτι των γονιών τους.Όλοι μαζί έψαλαν τα κάλαντα….Ο πατέρας σηκώθηκε.”Περιμένετε εδώ” τις είπε με δεσποτική φωνή.”Εγώ με τη μητέρα σας θα κατεβούμε να ανάψουμε τη σόμπα, να ζεστάνουμε τα ρούχα που θα φορέσετε στήν εκκλησιά και όταν σας φωνάξουμε θα κατεβείτε,όχι νωρίτερα.”είπε με φωνή μασίφ και την απόφαση επίπληξης στο μάτι.Και καθώς οι γονείς τους ενσωμάτωναν όλες τις δυνάμεις της συντήρησης και της αγάπης,τους άκουγαν και τούς σέβονταν.Έτσι χουχούλιαζαν και περίμεναν…Το φως της μέρας άρχιζε να ωραΐζει το όνειρο.Τα ματάκια τους έπεσαν στα αντικρινά τειχιά του κάστρου, που βίγλιζε την εσχατιά του κάμπου και την απεραντοσύνη του αρχιπελάγους.Όλα τα τειχιά ασπροντυμένα.Έτσι εξηγείται η νεκρική σιγή της νύχτας.Το είχε αλαφροστρώσει.Είχε πετύχει ο Θεός τη δόση του χιονιού.Τόσο όσο χρειαζόταν για να μη τους χαλάσει τα σχέδια τούτης της πολυπόθητης μέρας που ξημερώνει.Και τα σχέδια ήταν προγραμματισμένα επιμελώς.Πρώτα θα πήγαιναν στην εκκλησιά να μεταλάβουν. Μετά θα στόλιζαν το δέντρο κι ύστερα θα έβγαιναν να πουν τα κάλαντα. Θα έπαιζαν και χιονιές. Η προετοιμασία για τον στολισμό του δέντρου είχε γίνει από βραδίς. Ο πατέρας είχε κόψει από την κουκουναριά της Φουσιάνενας το πιο όμορφο κλαρί.Το είχε διαλέξει να έχει επάνω του πολλές κουκουνάρες. Θα τις έντυναν όλες μέ τα ασημόχαρτα, που όλο το χρόνο μάζευαν από τα πακέτα των τσιγάρων του πατέρα.Τα είχαν στοιβαγμένα κάτω απ’ το στρώμα του καναμπέ. Μ’αυτά θα έντυναν μικρά μανταρίνια και φιρίκια, από χθές διαλεγμένα να έχουν κοτσάνι για να τα κρεμάσουν στο δέντρο.Είχε φέρει ο πατέρας από τους Τζελβελήδες και μια σακούλα καραμέλες γεμιστές,τυλιγμένες σε πολύχρωμες ζελατίνες και χρυσόχαρτα. Θα κρεμούσαν και μερικές απ’αυτές για να γεμίσουν τα κλωνάρια.Το δέντρο είχε στηθεί στην αριστερή γωνιά του καθιστικού. Σε λίγο θα το στόλιζαν όλοι μαζί.Θα έβαζαν και κεράκια με πιαστρούλες πάνω στα κλωναράκια και θα τα άναβαν την ώρα που θα έλεγαν τα κάλαντα και την ώρα που θα άλλαζε ο χρόνος την Πρωτοχρονιά. Είχαν ξάνει και ξεκουκουτσάσει κομμάτια βαμβάκι απο αυτό που γέμιζαν τις μαξιλάρες να το ρίξουν πάνω στα κλωνάρια του να δείχνει χιονισμένο.Τι όμορφα θα ήταν να υπήρχαν λέει πολύχρωμες γυαλιστερές μπάλες ειδικές βρε αδερφέ για χριστουγεννιάτικα δέντρα!!!Να υπήρχαν λέει πολύχρωμα λαμπάκια που να αναβόσβηναν και θα φώτιζαν τις μπάλες!!!Ονειρευόταν ξύπνια η μικρή Βαρβάρα και διάνθιζε την ανυπομονησία της.Μα γιατί αργούν; Τι κάνουν τόση ώρα; “Κατεβείτε παιδιά” ακούστηκε σε διφωνία το αναμενόμενο κάλεσμα.Ένα ποδοβολητό κατρακύλησε τις σκάλες και δυο ζευγάρια παιδικά μάτια καρφώθηκαν στη λάμψη.Ήταν αλήθεια η συνεχιζόταν το όνειρο; Κόκκινες χρυσαφιές ασημωτές μπάλες κρέμονταν στα κλαδιά του δέντρου.Μικρά χρωματιστά λαμπάκια σπινθήριζαν ανάμεσα στα κλαδιά του και τις έκαναν να στραυταλίζουν. Δυο ζευγάρια παιδικά μάτια καρφωμένα, εκστασιασμένα ρουφούσαν λάμψη. Δυο μικρόσωμες παιδικές ψυχές ρουφούσαν αγάπη.Τα μικροκαμωμένα χεράκια τους τις χαΐδευαν τις περιεργάζονταν…και ήταν τα ίδια αυτά χεράκια που έσπρωξαν στη άκρη τα ασημόχαρτα του Παπαστράτου…τα πέταξαν στα σκουπίδια. Δε μετρούσε η πράξη.Η δόση της αχαριστίας μετρούσε, όπου ο χρόνος θα την αξιολογούσε κάποτε,γιατί ένα από αυτά θέλησε να σωθεί, του έμελε να επιζήσει, για να θυμίσει. Ήταν Χριστούγεννα του 1952. Ανάμεσα στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες, ανάμεσα σε μνήμες θαλπωρής και φωτεινότητας,το ξεχασμένο ασημόχαρτο του Παπαστράτου.Το πήρα στα χέρια μου το χαΐδεψα στοργικά.Το ακούμπησα στις ρυτίδες της ζωής μου.Πενήντα πέντε χρόνια μετά.Το οσφρήστηκα!Δεν ήταν άοσμο.Ναι… δε θέλησε να μ’ εκδικηθεί.Διατηρούσε τη ζεστασιά του πατρικού χνώτου. Συντηρούσε τη χριστουγεννιάτικη ευωδιά του πατρικού σπιτιού, που σα ρευστή γλυκιά γεύση πέρασε υποδόρια,διέτρεξε το κορμί μου, το ξεπέτρωσε. Είχε τη ζωντάνια να διατρέξει την απόσταση.Είχε τη δύναμη να ενώσει την είσοδο με την έξοδο.Είχε τη δύναμη της ρίζας!
Καλά Χριστούγεννα!!!
Βαρβάρα Βαγιάκου