Βιβλιοπαρουσιάση : «ΨΙΤ ΨΙΤ…ακούει κανείς;»
Σταύρος Τραγάρας:
ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
Βαρβάρα Βαγιάκου – Βλαχοπούλου
«ΨΙΤ ΨΙΤ…ακούει κανείς;»
Η Λήμνια συγγραφέας Βαρβάρα Βαγιάκου – Βλαχοπούλου, εξέδωσε το νέο της βιβλίο από τις «ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΙΔΕΡΗ», εν μέσω εποχής κορωνοϊού, με τον εμφατικό τίτλο «ΨΙΤ ΨΙΤ…ακούει κανείς;» και με ένα εξώφυλλο που θυμίζει λίγο ποπ αρτ, από ένα ζωγραφικό έργο του επίσης επιφανούς Λήμνιου Τάκη Κομνηνέλλη. Το βιβλίο αποτελείται από είκοσι εννέα διηγήματα, με μια πρώτη ματιά ασύνδετα μεταξύ τους, με τις ιστορίες που διαδραματίζονται να έχουν ευρύ χρονικό φάσμα, από τότε που η συγγραφέας ήταν παιδί, έως τα τελευταία χρόνια. Λέω με μια πρώτη ματιά, γιατί το βιβλίο έχει πολλές πτυχές και προσφέρεται για ακόμα περισσότερες «αναγνώσεις». Το βιβλίο ρέει σε πολλές σχεδόν παράλληλες κοίτες, που συρρέουν όμως και ενώνονται μέσα στο κεντρικό αυτοβιογραφικό ποτάμι. Τις ιστορίες τις ενώνει η αυτοβιογραφική συμμετοχή της συγγραφέως, η οποία είναι εμφανής στο ασκημένο μάτι, ή στον αναγνώστη – γνώστη των άλλων βιβλίων της κυρίας Βαγιάκου, όσο κι αν η ίδια δεν το δηλώνει, χρησιμοποιώντας φανταστικά ονόματα, και γράφοντας για την ηρωίδα στο τρίτο ενικό.
Τα θέματα περιλαμβάνουν μερικές ιστορίες των φρικιαστικών χρόνων της γερμανικής κατοχής, άλλα καταγράφουν σκηνές μιας ευτυχισμένης παιδικής και εφηβικής ζωής, με φόντο τα χιονισμένα χριστούγεννα, ή τις θάλασσες της Λήμνου, άλλα διαλέγουν συνήθως γυναίκες αγωνίστριες της ζωής, γυναίκες της διπλανής πόρτας, γυναίκες πρωταγωνίστριες του παρασκηνίου, όπως λέει η ίδια, για να τις παρουσιάσει στο προσκήνιο και να τις υπερασπισθεί, κι άλλα τέλος θέματα είναι ξεκάθαρα αυτοβιογραφικά και οικογενειακά, θέματα δύσκολα, χρωματισμένα με τα μουντά χρώματα της προσωπικής δοκιμασίας, που η συγγραφέας με τόλμη φέρνει στο φως.
Η συγγραφέας δεν χρειάζεται συστάσεις, είναι μια φτασμένη λογοτέχνις, πεζογράφος και ποιήτρια, με πλούσιο συγγραφικό έργο. Πιάνοντας κάποιος ένα νέο έργο της στα χέρια του, μία είναι η ερώτηση. Αν το νέο έργο θα είναι ένα αριστούργημα όπως τα προηγούμενα. Εξ αρχής σας λέω ότι και το καινούργιο της βιβλίο είναι ένα αριστούργημα. Η συγγραφέας έχει ένα πλούσιο υψηλού επιπέδου έργο, γιατί έχει μια πλούσια σε παραστάσεις πραγματική ζωή. Είναι μια ευτυχής θνητή. Φτάνει αυτό για ένα συγγραφέα; Όχι δε φτάνει, χρειάζεται και το θείο χάρισμα της γραφής, η κατά Πλάτωνα μανία των Μουσών. Και η συγγραφέας στάθηκε και σ’ αυτό τυχερή, οι Μούσες την επέλεξαν και την ευνόησαν. Τίποτα δεν είναι τυχαίο, και κανείς δε μπορεί να ξεχωρίσει το έργο ενός συγγραφέα από τη ζωή του, κι από την ψυχούλα του.
Η συγγραφέας γεννήθηκε και μεγάλωσε με μεγάλη αγάπη και στοργή σε μια δομημένη και νοικοκυρεμένη, σχεδόν αστική οικογένεια, σε ένα προστατευμένο περιβάλλον, με όλες τις οικογενειακές παραδόσεις της τότε εποχής. Ίσα που πρόλαβε τη γερμανική κατοχή, αλλά τα ξέφτια των μνημών της όλο και την επισκέπτονται. Οι γονείς της άνθρωποι καθημερινοί του λαού, ιδίως η μητέρα της, της μεταλαμπάδευσαν και της δίδαξαν όλα τα καλά στοιχεία ενός ρωμαλέου λαϊκού πολιτισμού. Η εφηβική της ηλικία πέρασε ανάμεσα στα διαβάσματα, τα νεανικά ενδιαφέροντα της εποχής, τα αθώα φλερτ, τις ευτυχισμένες οικογενειακές στιγμές, και τις νεανικές διακεδάσεις, με τους πρωτοεμφανιζόμενους ευρωπαϊκούς χορούς. Ύστερα ήλθε ο έρωτας, ο μοναδικός έρωτας της ζωής της και ο γάμος. Μπήκε σε ένα σπίτι αρχοντικό και σεβαστό σε όλη τη Λήμνο. Ο ξενιτεμός για χρόνια πολλά στην Τυνησία και μετά στην Ιταλία, ακολουθώντας τον επιστήμονα σύζυγό της. Ήταν μια τυπική σύζυγος με παιδιά, στη σκιά του άντρα της, που όμως την υπεραγαπούσε. Μετά την Ευρώπη, τα Μιλάνα, τα Παρίσια, την απαιτητική αλλά εύπορη ζωή, κι αφού διάφορες οικογενειακές τραγωδίες της είχαν χτυπήσει την πόρτα, εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, όπου ο σύζυγός της άνοιξε κλινική κτηνιατρική. Τότε και μόνο τότε η σύζυγος, αρχίζει να γράφει. Αυτές οι παραστάσεις οι παγκόσμιες, από τα φτωχά χωριά της αφρικής, έως τη σύγχρονη κοσμοπολίτικη ζωή με τα σκι στις Άλπεις, που κοιμούνταν τόσα χρόνια στο υποσυνείδητό της αρχίζουν να καταγράφονται στο χαρτί, και τελειωμό δεν έχουν. Η κυρία Βαγιάκου θυμίζει σ’ αυτό την άλλη μεγάλη συγγραφέα, Μαρία Ιορδανίδου, που άρχισε να γράφει, όταν συνταξιοδοτήθηκε. Παρόλο που μεγάλωσε με υπηρέτριες, αυτό που την ξεχωρίζει είναι η αγάπη και η συμπόνοια για τους φτωχούς, τους αναξιοπαθείς, τους φτωχοδιάβολους της ζωής, τις ταλαιπωρημένες γυναίκες, κι αυτό βγαίνει αβίαστα στο έργο της. Η κυρία Βαγιάκου μοιάζει με τον Καζαντζάκη, που ήθελε να αγοράσει χρόνο, αν μπορούσε θα αγόραζε το πολυτιμότερο πράγμα γι’ αυτόν, το χρόνο. Αυτό έλεγε βλέποντας στα καφενεία τους αργόσχολους να τον ξοδεύουν ασκόπως.
Η συγγραφέας γράφει με ένα ένστικτο θαρρείς αλάθητο, και με μια λυτρωτική ανακούφιση. Ιαθείσα από χαίνουσες πληγές, πλην με μνήμη ελέφαντα. Γράφει με μια ματιά σκηνοθέτη, εστιάζοντας στη λεπτομέρεια. Γράφει με ένα αίσθημα χρέους, Σαν ένας Οδυσσέας, που δεν ξεχνά τους χαμένους συντρόφους στο μακρύ ταξίδι του γυρισμού στην Ιθάκη. Η συγγραφέας δε θέλει να ξεχάσει τους «διακριτά διακριτούς», τους δικούς της ξεχωριστούς, «αυτούς που ονειρεύονταν τις αγριοβιολέτες στα λιβάδια, και η ζωή τους έμαθε να μαζεύουν κυκλάμινα στους γκρεμούς». Με μια λογοτεχνική μαεστρία, που άλλοτε μετατρέπεται ηθελημένα σε λογοτεχνική αθωότητα. Το έργο σε καθηλώνει με τη ζωντανή απεικόνιση των στιγμών, των προσώπων, του ψυχικού τους κόσμου. Ο ρεαλισμός του άλλοτε σε πιάνει απ’ το λαιμό και δεν μπορείς να αναπνεύσεις. Άλλοτε λειτουργεί θαρρείς με κρυφούς κώδικες εν είδει αποκάλυψης του μη καταγεγραμμένου, του άγνωστου, αυτού που τα μυστικά του δεν είχαν ξεκλειδωθεί ποτέ ως τώρα. Ταυτόχρονα διάχυτη είναι η νοσταλγία της ζεστής οικογενειακής φωλιάς και των χαρμόσυνων γεγονότων του παιδικού της βίου. Κι αυτό γίνεται με μια ερευνητική ματιά που ταιριάζει σε νεανικά, σχεδόν παιδικά μάτια. Η κυρία Βαγιάκου, η σοφή πολίτις του κόσμου, η μεγάλη συγγραφέας, είναι ένα μικρό αθώο κοριτσάκι που φορά σοσόνια.
Ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου περιλαμβάνει ιστορίες έρωτα. Οι διάφορες πρωταγωνίστριες ηρωίδες και οι ξώφαλτσοι πρωταγωνιστές, ψυχαναλύονται καλύτερα απ’ ό,τι θα το έκανε ο Φρόιντ. Έρωτες ανεκπλήρωτοι, έρωτες ανομολόγητοι, έρωτες προδομένοι, έρωτες κρυφοί και κρυμμένοι, έρωτες ματωμένοι και τραυματισμένοι, έρωτες διασυρμένοι, έρωτες ανευόδωτοι και ευοδωμένοι, έρωτες ευλογημένοι, έρωτες αγνοημένοι, έρωτες, έρωτες… Οι λίγες ερωτικές σκηνές του βιβλίου, πιο πολύ πες ερωτικές ζωγραφικές πινελιές, θα πρέπει να διδάσκονται στα ωραιότερα κείμενα της παγκόσμιας ερωτικής λογοτεχνίας. Θα πρέπει να μπουν στα εγχειρίδια ερωτικής αγωγής των σχολικών βιβλίων. Θα πρέπει να ψάλλονται ως ύμνοι στο ανθρώπινο σώμα, ως ύμνοι στην ανθρώπινη επαφή και σύμμιξη.
Το έργο της κυρίας Βαγιάκου είναι επίσης ένας ύμνος των μικρών πραγμάτων, αυτών που για κάποιον αδαή δε σημαίνουν τίποτα, αυτών που ποτέ όμως ο καθένας μας δε ξέχασε. Ένας ύμνος στους γλάρους που πετούν, αλήθεια ξέρετε ότι οι γλάροι ζουν εκατό και βάλε χρόνια, ένας ύμνος στο μοναδικό ίσως κλήμα καλαμπάκι, που κρατιέται για την εκλεκτή, στα κορίτσια που παντρεύτηκαν τον άγνωστο καλό τους μόνο βλέποντας μια φωτογραφία, -έχετε δει τις νύφες του Παντελή Βούλγαρη;- στα παρμακλίκια της εσωτερικής σκάλας, -δείτε τις παλιές ουλές τους και τα καρφάκι που τις συγκρατούν απ’ τις εφηβικές γροθιές των νεαρών παιδιών-, ύμνος στα κολαρισμένα φουρώ, στα σίδερα με τα κάρβουνα, στα λευκά γιακαδάκια των μαθητικών ποδιών, στα τσουλούφια που πετούν, στις σφιγμένες ζώνες των κοριτσιών, στους σκεπασμένους και μαυροφορεμένους καθρέφτες του πένθους, αλλά και στους ακάλυπτους της χαράς, στα ρόδια και τα κυδώνια του χειμώνα, στα κόλλυβα των αναμνήσεων, στα νεφελώματα των σιωπών περιμένοντας το μοιραίο αλλά και τον καινούργιο χρόνο και μη ξέροντας πιο θα τρέξει γρηγορότερα. Ένας ύμνος στα πάλαι ποτέ τσίγκινα πιάτα και στις τσικολάτες, ναι στις τσικολάτες, όχι στις σοκολάτες, στα αλάδωτα μαυροφάσουλα της επιβίωσης, στα ηλιοτρόπια του δειλινού που γέρνουν κεφαλή ευσεβείας, στις όρνιθες της αυλής μας, στο σαμόλαδο, στις κόκκινες καλτσοπαντούφλες, μέστια ή τυρλίκια, σ’ αυτούς που πέρασαν απ’ τη ζωή χωρίς να τη ζήσουν, στους κάθε λογής λαθραίους και δυστυχείς, στις προσευχές της μάνας, έστω κι αν αυτές δεν μπορούν να προλάβουν ένα ναυάγιο, στα σπουργίτια του χειμώνα, στους ετοιμοθάνατους, στην άνοιξη και το χειμώνα, στο καλοκαίρι και στο φθινόπωρο, στις βουτιές και στις βόλτες, στα χιόνια, στις τσάγρες απ’ τις παλιές πόρτες, στις Ελένες της χημειοθεραπείας, στις καρδιές που χτυπούν σε ξένο στήθος, στα βεραμάν παλτά, στις μαρίδες και στα σκαντζογούπια, στις σκιές που μιλούν, στην αγάπη τη μία που δεν έχει στρατόπεδα και παρατάξεις, στα μοσχομυριστά Σαββατιανά κλίκια και στις τηγανητές ροδέλες – πατατες, στα τζετζερούδια της αγάπης, στις κολοκυθόπιτες και στα εξοχικά, στα γραμμόφωνα και στα βαλσάκια των νεανικών χρόνων, σε όσους μιλούν με τους καθρέφτες και σε όσους υπογράφουν συμβόλαια μαζί τους. Ένας ύμνος στις φάτνες των χριστουγέννων, στα φευγάτα φεγγάρια, στα γεμάτα φεγγάρια, σε όλα τα φεγγάρια και στα άστρα, στους ευλογημένους που δημιουργούν έστω μια καινούργια λέξη στη ζωή τους, κατά τον Νίκο Καρούζο, αυτοί «μονοσπαθιάς» κρίνονται εσαεί ευλογημένοι, ένας ύμνος στα παλιά χριστουγεννιάτικα δέντρα με τα ασημόχαρτα, τα μπαμπακάκια για χιόνια και τα μήλα και μανταρίνια με το κοτσάνι για κρεμαστά, ένας ύμνος για τα καπλαντισμένα παπλώματα και τα ζεστά μα και κρύα χεράκια. Ένας ύμνος σ’ αυτούς που έχουν για αποσκευές μια γκαζόζα, τα δεκαοχτώ τους χρόνια και την ευχή του πατέρα.
Η κυρία Βαγιάκου είναι η πρωθιέρεια στο ναό της θεάς Τέχνης του Λόγου και αποσπά μυστικά από τη ζωή μεταπλάθοντάς τα με τα μαγικά της σε ελιξίριο της αιώνιας τέρψης. Η κυρία Βαγιάκου είναι μία λαμπαδηφόρος, μία φρυκτωρός, που μας ανάβει υπνόμαχες πυρές και μας ξυπνάει από τη χειμερία νάρκη μας. Η κυρία Βαγιάκου ξεφεύγει απ’ τον τοπικό ορίζοντα, γίνεται μία ταξιδεύτρια του κόσμου, που διδάσκει το γένος των ανθρώπων, αιμορραγώντας η ίδια με μια εσωτερική αιμορραγία που την κρατά όσο μπορεί κρυφή, για να προλάβει την αποστολή της. Μια αιμορραγία όμως που το πορφυρό της ρίγος είναι άκρως μεταδοτικό. Και έχει στις αποσκευές του ταξιδιού, το δώρο που της χάρισε ο παππούς Προμηθέας, το ίδιο που χάρισε σε όλους μας, που δεν είναι βέβαια το «αμόρωτον», δηλαδή το «απέθαντο» αλλά οι τυφλές ελπίδες, για να μη βλέπουμε το θάνατο και καταρρέουμε, αλλά να συνεχίζουμε αγωνιζόμενοι.
Το βιβλίο της κυρίας Βαγιάκου, προκαλεί ρίγη απέραντης συγκίνησης. Νιώθει κανείς, τη μια μύστης σε θεία ιερουργία και την άλλη ιερόσυλος. Σ’ ευχαριστούμε Κυρία Βαρβάρα Βαγιάκου – Βλαχοπούλου, γι’ αυτήν την εμβαπτιστική εμπειρία. Σ’ ευχαριστούμε όλοι και υποκλινόμαστε μπροστά σου. Θα κρατήσουμε το έργο σου σαν φυλαχτάρι, σαν την ευχή της μάνας μας. Σαν μια άγκυρα ελπίδας σε δύσκολους καιρούς.
Κυρία Βαρβάρα Βαγιάκου – Βλαχοπούλου, αγαπημένη μας Βαρβάρα, σε ευχαριστούμε και σε ευγνωμονούμε.
Σ. Τρ.