Απόψεις

«Ζητείται κυρία για φροντίδα ηλικιωμένου»

«Ζητείται κυρία για φροντίδα ηλικιωμένου»

Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης

Η 1Η Οκτωβρίου έχει καθιερωθεί από την Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ ως Παγκόσμια Ημέρα Τρίτης Ηλικίας με σκοπό να δίνουμε αξία και τιμή στους ηλικιωμένους και ταυτόχρονα να ασχολούμαστε και να λύνουμε τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Άλλες παρόμοιες παγκόσμιες μέρες είναι, της γυναίκας (8 Μαρτίου), της μητέρας (2 Μαΐου), της οικογένειας (15 Μαΐου), του πατέρα (16 Ιουνίου), του παιδιού (11 Δεκεμβρίου), της μουσικής (21 Ιουνίου), των ερωτευμένων (14 Φεβρουαρίου), κ.ά. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας σήμερα υπάρχουν σ’ όλο τον κόσμο ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι ηλικίας άνω των 60 ετών. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, έχουμε 2.812.000 άτομα, με τις γυναίκες να είναι περισσότερες από τους άντρες.

Τι γιορτάζουμε αυτή τη μέρα;

Αναγνωρίζουμε την προσφορά τους και τη συμβολή τους στην κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη. Οι ηλικιωμένοι δεν εργάζονται μεν, αλλά προσφέρουν εθελοντικά τις εμπειρίες και τις γνώσεις τους.

Η γυναίκα μου, για παράδειγμα, είναι πολύ καλή μαγείρισσα. Έχει διάφορα βιβλία συνταγών μαγειρικής και συχνά μαγειρεύει πρωτότυπα φαγητά, με μανιτάρια, ρύζι κινέζικο με διάφορες σάλτσες, αβοκάντο, ξύδι μπαλσάμικο και ρόδια στη σαλάτα, και άλλα τέτοια. Εντούτοις, τη μητέρα μου δεν μπορεί να τη φτάσει. Άλλη νοστιμιά έχουν τα κεφτεδάκια ή τα γιουβαρλάκια της γιαγιάς, που τα φτιάχνει χωρίς συνταγή, με την πείρα και το μάτι!

Επιπλέον, οι ηλικιωμένοι βοηθούν τα παιδιά τους φροντίζοντας τα εγγόνια. Μάλιστα με την οικονομική κρίση που μαστίζει τη χώρα μας, πολλοί άνεργοι εξαρτώνται πλέον οικονομικά αποκλειστικά από τους ηλικιωμένους γονείς και παππούδες τους.

Οι ηλικιωμένοι έχουν ένα ελάττωμα. Δεν θέλουν να πετάξουν τίποτα. Το σπίτι τους είναι πραγματικό μουσείο με χιλιάδες πράγματα, που σε μας τους νεότερους φαίνονται άχρηστα (όπως λ.χ. παλιά ρούχα, παλιά κουζινικά, σεμέν, διακοσμητικά, κ.ά.), που για αυτούς είναι πολύ σημαντικά. Εμείς οι νεότεροι παρακολουθούμε τη μόδα και αγοράζουμε καινούργια ρούχα και παπούτσια 2–3 φορές το χρόνο, ενώ οι ηλικιωμένοι φοράνε τα ίδια 15 – 20 χρόνια!

Επίσης, δεν θέλουν να φύγουν από το σπίτι τους και να πάνε να ζήσουν μαζί με τα παιδιά τους σε άλλο μέρος. Προτιμούν μόνοι στο γνωστό τους χώρο, στο σπιτάκι και τη «γωνιά» τους, παρά στο μοντέρνο σπίτι των παιδιών.

«Για να μη τους ενοχλούμε», λένε, αλλά στην πραγματικότητα δεν θέλουν να αποχωριστούν αυτά που έχουν συνηθίσει τόσα χρόνια στο δικό τους σπίτι.

Υπάρχουν κι αυτοί που δεν έχουν κανέναν να τους φροντίζει, συνήθως επειδή τα παιδιά τους είναι πολύ μακριά στο εξωτερικό, κι αναγκάζονται να ζουν είτε μοναχικά είτε στο γηροκομείο. Το γηροκομείο οι περισσότεροι ηλικιωμένοι δεν θέλουν ούτε να το ακούν και πολύ δύσκολα θα πάνε σ’ αυτό.

Γενικά οι ηλικιωμένοι χωρίζονται σε πολλές κατηγορίες: Συγκεκριμένα σε 8:

1) Σε αυτούς που ζουν μαζί με κάποιο παιδί και τα εγγόνια τους.

2) Σε αυτούς που ζουν σε κάποιο γηροκομείο («Οίκο Ευγηρίας» ή «Ξενώνα» κλπ. όπως συνήθως ονομάζονται).

3) Σε αυτούς που ζουν μόνοι τους, στο σπίτι τους, και αυτοεξυπηρετούνται, δηλαδή μπορούν να φροντίσουν τον εαυτό τους στις καθημερινές ανάγκες (να ντυθούν, να λουστούν, να μαγειρέψουν, να κάνουν μπάνιο, να πάνε στην τράπεζα να πάρουν την σύνταξη, να πληρώσουν λογαριασμούς, στο φαρμακείο για τα φάρμακα, να ψωνίσουν κλπ.).

4) Σε εκείνους που ζουν στο σπίτι τους μόνοι, αλλά χρειάζονται τη βοήθεια κάποιου τρίτου.

Αυτοί οι τελευταίοι, οι μοναχικοί, χωρίζονται σε 4 υποκατηγορίες:

1) Σε αυτούς που έχουν καλή σύνταξη και με αυτήν μπορούν να πληρώνουν την γυναίκα, ή τις γυναίκες που τους φροντίζουν. Οι γυναίκες αυτές πρέπει να είναι τρεις σε 8ωρη βάρδια, πρωινή, απογευματινή και νυκτερινή. Και δεν είναι μόνον η φροντίδα που προσφέρουν, αλλά και η παρέα και οι πρώτες βοήθειες εάν χρειαστεί, ή να καλέσουν το ασθενοφόρο κλπ.

2) Σε εκείνους που η σύνταξη τους είναι μικρή και ανεπαρκής, για παράδειγμα 370 ευρώ του ΟΓΑ, και την συμπληρώνουν με κάποιο ενοίκιο που παίρνουν ή με βοήθεια από τα παιδιά τους.

3) Σε εκείνους που έχουν μικρή και ανεπαρκή σύνταξη, χωρίς άλλο έσοδο και χωρίς βοήθεια από παιδιά.

4) Σε εκείνους που τους επισκέπτεται και τους φροντίζει η Κοινωνική Πρόνοια του Δήμου (τους μαγειρεύει, τους δίνει τα φάρμακα που πρέπει να πάρουν, κλπ.).

Παλιότερα δεν υπήρχαν Υπηρεσίες Κοινωνικής Φροντίδας «Κατ’ οίκον» από τον Δήμο, ούτε τόσοι πολλοί «Οίκοι Ευγηρίας», ούτε τόσο πολλές μικρές αγγελίες στις εφημερίδες για κυρίες που φροντίζουν ηλικιωμένους. Τον τελευταίο καιρό, ιδιαίτερα από τότε που χιλιάδες υγειονομικοί απολύθηκαν (είναι σε αναστολή) και έμειναν άνεργοι, βλέπουμε πολλές τέτοιες μικρές αγγελίες από άνεργες νοσηλεύτριες και νοσηλευτές. Και μάλιστα οι ηλικιωμένοι τις προτιμούν, διότι έχουν μεγάλη πείρα και ικανότητα στην φροντίδα τους (στα φάρμακα, μέτρηση της πίεσης, τυχόν αλλαγές τα πάμπερς, ενέσεις κλπ.):

«Ζητείται κυρία για φροντίδα ηλικιωμένου, θα προτιμηθεί με πείρα στην νοσηλευτική».

Παλιότερα οι γιαγιάδες και οι παππούδες μας έκαναν πολλά παιδιά, κατά μέσο όρο 6-7. Αυτό ήταν πολύ συνηθισμένο για την εποχή τους. Τα αγόρια ήταν απαραίτητα για τις γεωργικές δουλειές, ενώ ένα από τα κορίτσια θα τους φρόντιζε στα γεράματα. «Όσα δώσει ο Θεός, καλοδεχούμενα», ήταν η σκέψη τότε. Τα αδέλφια φορούσαν το ένα τα ρούχα του άλλου, έστω και μπαλωμένα, και τα μεγαλύτερα φρόντιζαν τα μικρότερα. Και τα παιδιά θεωρούσαν αυτονόητο ότι θα ζήσουν δύσκολα και με στερήσεις.

Σήμερα, αντίθετα, ελάχιστα ζευγάρια κάνουν περισσότερα από ένα παιδί. Η αλήθεια είναι ότι το μεγάλωμα ενός παιδιού απαιτεί πολλές θυσίες και έχει πολλά έξοδα. Ταυτόχρονα απαιτεί πολύ χρόνο, τον οποίο η σύγχρονη γυναίκα δεν διαθέτει αν είναι εργαζόμενη. Τέλος, σημαίνει και μεγάλη ευθύνη και άγχος. Δίκαια λένε, «Μικρά παιδιά, μικρά προβλήματα – μεγάλα παιδιά, μεγάλα προβλήματα».

Είναι κι εκείνοι που δεν κάνουν καθόλου παιδιά. Λένε ότι αν κάνεις παιδιά, για να παίζουν αυτά και να περνάνε αυτά καλά, πρέπει να στερηθείς εσύ όλα όσα σου αρέσουν. Ότι τα παιδιά λειτουργούν σαν την άγκυρα – δε σε αφήνουν να σαλπάρεις και να κάνεις το ταξίδι σου, να χαρείς τη ζωή όπως θέλεις. Είναι μια άποψη κι αυτή, που ίσως και να είναι σωστή… Παλιά τα παιδιά όχι μόνο σέβονταν τους γονείς, αλλά και τους γηροκομούσαν στα γεράματα. Σήμερα αυτό φαίνεται ότι πάει να εκλείψει.

Έχω ένα φίλο, πατέρα τριών παιδιών. Σε όλη του τη ζωή δούλεψε πολύ σκληρά, με στερήσεις και θυσίες, για να ζήσει την οικογένειά του, να μεγαλώσει και να «αποκαταστήσει» τα παιδιά του, δηλαδή να εξασφαλίσει για αυτά μια άνετη ζωή, με τις καλύτερες συνθήκες και προοπτικές. Δεν ήθελε να στερηθούν και να υποφέρουν – όπως είχε υποφέρει αυτός. Γι’ αυτό από μικρά τους προσέφερε όλα τα αγαθά. Φίσκα οι ντουλάπες τους με ρούχα και παιχνίδια. Όταν μεγάλωσαν λίγο, με τις ξένες γλώσσες, τα φροντιστήρια, το γυμναστήριο, τη μουσική, το γερό χαρτζιλίκι. Τέλος, όταν ενηλικιώθηκαν, τα σπούδασε και τα προίκισε, δίνοντας στο καθένα πολύ χρήσιμα και ακριβά πράγματα. Στον έναν πλήρωσε τον εξοπλισμό του ιατρείου, στον άλλον αγόρασε ένα αυτοκίνητο, στην κόρη τον εξοπλισμό του καινούργιου διαμερίσματος.

Όπως περνούσαν τα χρόνια, κάπου μέσα του είχε την κρυφή σκέψη, «Την ακίνητη περιουσία μου θα την δώσω σε όποιον από τους τρεις με κοιτάξει στα γεράματα». Τα παιδιά, όμως, τράβηξαν το καθένα το δρόμο του. Παντρεύτηκαν, έκαναν δικές τους οικογένειες και έφυγαν μακριά. Απέμεινε μόνον η επαφή με το τηλέφωνο. Τον επισκέπτονταν όποτε χρειάζονταν χρήματα ή κάτι άλλο. Για να πάρουν – όχι για να δώσουν.

Μια μέρα ήλθαν και τον επισκέφτηκαν και οι τρεις:

– Εσύ, μπαμπά, τώρα δεν χρειάζεσαι και πολλά πράγματα για να ζήσεις. Η μικρή σύνταξη που παίρνεις σου φτάνει. Ούτε ενοίκιο πληρώνεις, ούτε δόσεις χρωστάς. Τα έξοδά σου είναι περιορισμένα, ούτε για εκδρομές είσαι πλέον, ούτε για γλέντια, ούτε για μεγάλη ζωή. Ένα γιαουρτάκι σου φτάνει – που λέει ο λόγος. Εμείς, αντίθετα, έχουμε πολλά έξοδα. Πήραμε μεγάλα σπίτια με στεγαστικό δάνειο και χρωστάμε στην τράπεζα. Επίσης χρωστάμε τις δόσεις για το αυτοκίνητο και το εξοχικό. Αν δεν πληρώσουμε θα μας το πάρουν.

Τα παιδιά μας – τα εγγόνια σου – κάνουν ιδιαίτερα και φροντιστήρια, πηγαίνουν στα Αγγλικά και στο κολυμβητήριο. Μόνο για το Ιντερνέτ, τα κινητά και το χαρτζιλίκι τους ξοδεύουμε ένα σωρό λεφτά. Ο Τάκης είναι φαντάρος στη Λήμνο, κάθε δυο βδομάδες παίρνει άδεια κι έρχεται σπίτι, μόνο τα αεροπορικά του εισιτήρια το μήνα στοιχίζουν 280 ευρώ – χώρια τα τσιγάρα και οι καφέδες. Ο Νίκος έπιασε δουλειά, αλλά για να μη πηγαίνει με το αστικό θέλει να του πάρουμε αυτοκίνητο. Η Ελένη θέλει να πάει ένα ταξίδι στην Αυστρία με το φίλο της.

Λοιπόν, όπως καταλαβαίνεις, πρέπει να μας μοιράσεις την περιουσία σου – όπως κάνει όλος ο κόσμος. Έτσι κι αλλιώς κάποτε θα μάς τη δώσεις, καλύτερα τώρα που τη χρειαζόμαστε. Κι αν χρειαστείς κάτι, μη στενοχωριέσαι, εμείς εδώ είμαστε, δεν θα σας αφήσουμε εσένα και τη μαμά…

Στην αρχή αρνήθηκε. Η σύνταξή του ήταν μικρή και τη συμπλήρωνε με 1-2 ενοίκια που έπαιρνε από τα ακίνητα. Τα παιδιά όμως έγιναν πολύ πιεστικά, άρχισαν να απαιτούν:

– Έχεις υποχρέωση να μας τα δώσεις. Εσύ μας γέννησες, παιδιά σου είμαστε, τα δικαιούμαστε. Κι όχι μόνον εμείς, αλλά και τα εγγόνια σου, που έχουν και το όνομα το δικό σου και της μαμάς. Τι θα τα κάνεις αν τα κρατήσεις; Στον τάφο θα τα πάρεις;…

Από εδώ τον είχαν, από εκεί το έφεραν, στο τέλος τον κατάφεραν και τους τα έδωσε όλα. Κι έμεινε μόνο με τη συνταξούλα και τη γυναίκα του.

Από τότε αραίωσαν ακόμα περισσότερο οι επισκέψεις των παιδιών.

Κι άρχισαν τα δικά του προβλήματα: Η γυναίκα του έκανε μια εγχείρηση και χρειάστηκε πολλά λεφτά, δανείστηκε από κάτι φίλους. Το σπίτι έπαθε μια ζημιά στα υδραυλικά και την αποχέτευση. Χάλασαν το διαφορικό και ο συμπλέκτης στο αυτοκίνητο. Ο οδοντίατρος για τη μασέλα ζήτησε 850 ευρώ. Άρχισαν και τα φάρμακα, για την πίεση, χοληστερίνη, το ζάχαρο, τον προστάτη. Σχεδόν η μισή του σύνταξη πήγαινε σε γιατρούς και φάρμακα. Μέχρι λεξοτανίλ άρχισε να παίρνει μερικές φορές όταν τα βράδια είχε ανησυχίες και δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Το ίδιο και η γυναίκα του, με τα αρθριτικά, τη μέση και τα γόνατα. Και οι δυο τους έπαιρναν καμιά δεκαριά φάρμακα ο καθένας.

Και τα παιδιά;

Τα παιδιά τους θυμόντουσαν μόνο κάθε Πάσχα και Χριστούγεννα. Πιο πολύ θυμόντουσαν τη μαμά τους:

– Θα μας κάνεις εκείνα τα νόστιμα σπιτικά φαγητά που ξέρεις;

Κάθε φορά που έπαιρναν τηλέφωνο ότι θα έλθουν, αυτή ήταν όλο ετοιμασίες. Τον έστελνε να ψωνίσει από όλα, το τραπέζι να είναι πλούσιο. Κι όταν έφευγαν, τους φόρτωνε με πίτες, αυγά, σπιτικά τρόφιμα, μαρμελάδες, κομπόστες, ελιές, τυρί, τραχανά, κ.ά.

Μια μέρα φώναξε τη γυναίκα του:

– Άκουσα ότι στο γηροκομείο τους φροντίζουν πολύ. Μέχρι και γιατρό και νοσοκόμα έχουν. Τι λες; Πάμε να μείνουμε εκεί;

Στην Αγία Γραφή, στο βιβλίο των Ψαλμών 71,9 υπάρχει μια πολύ χαρακτηριστική προσευχή: «Κύριε, μη μ’ αρνηθείς στα γηρατειά μου. Σαν φεύγει η δύναμη μου, μη μ’ εγκαταλείπεις».ο

Δείτε περισσότερα

Σχετικά Άρθρα

Back to top button