Περιοδικό

Σεπτέμβρης…

“Ένας παλιός Σεπτέμβρης φίλος αχώριστος                                                                  

  καθώς περνούν τα χρόνια γίνεται αγνώριστος                                                   

 (Παντελής Θαλλασινός)

(γράφει η Βαρβάρα Βαγιάκου Βλαχοπούλου )

 

Η οχλοβοή του θέρους κατασταλάζει σιγα σιγα το τραγούδι του τζίτζικα που σηματοδοτεί τη ζωή και τον θάνατο…σιγεί…

 

“Είπε πως είμασταν γνωστοί και γύρευε να μ´εύρει…τον έλεγαν Σεπτέμβρη ” .

Καλώς τον !

 

 

Θυμάσαι ; Μαραίνονταν σιγα σιγα τα καλοκαίρια τέτοιες μέρες ! Ο κυρ- Θανάσης μάζευε τις ψάθινες καρέκλες του Τερέν και τις στοίβιαζε στην αποθήκη “Άντε και του χρόνου “ψιθύριζε στη κυρα- Κοκώνα του που τον βοηθούσε

” Μη τις σκεπάζετε όλες με τον μουσαμά κυρ Θανάση , θα μας χρειαστούνε μερικές τις Χριστουγιενιάτικες μέρες ,για τα πάρτυ μας στο σπίτι της Χαριτίνης ” ” Μη σε νοιάζει Βαρβαρούλα όταν θα ρθεί η ώρα εκείνη θα τις ξεσκεπάσω και θα πάρετε όσες θέλετε. Καλα να είμαστε”.

 

“Φυσούσε ο αμπελιώτης ο Ζέφυρος της νιότης …κι εμείς θυμόμασταν ….”

 

Θυμάσαι φίλε;Το θερινό σινεμά μάζευε κι αυτό τις υφασματένιες του πολυθρόνες ,σιγούσε η φωνή του Καζαντζίδη ” Θα φύγω μανούλα θα πάω στα ξένα” …. έδενε κόμπο το δάκρυ στην κόχη του ματιού της μάνας ,που καταβώδωνε εκείνες τις μέρες τα ξενάκια της ..

 

Κατέβαιναν τα καφασωτά ” ΣΗΜΕΡΟΝ” και ” ΠΡΟΣΕΧΩΣ”

Ο Τριαντάφυλλος μας μοίραζε τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες τους .

“Εγω θέλω τον Μάρλον Μπραντο” …μα μου τον βούτηξε η Μαρίτσα …κι εγω βούτηξα τον Τζέιμς Ντην απο την Τούλα για να τον ξεχειμωνιάσω στο μαξιλάρι μου . Μα η μοίρα σκληρή.Το είδωλο σκοτώθηκε και τον έκλαιγα μια ολόκληρη χρονιά ως να ρθεί το άλλο καλοκαίρι να ξαναφέρει καινούργιο είδωλο τον Τσάρλτον Ηστον Η Φρόσω διάλεξε τον Μοντγκόμερι Κλιφτ με την μελαγχολία του Σεπτέμβρη στο ύφος του. Η κάθε μια τον έρωτά της ! Κι έμεινε μια Λολομπρίζιτα και μια Σοφία Λόρεν παραπονεμένες που δεν τις διεκδικούσαν ακόμα τα άγουρα αγόρια της παρέας …περίμεναν την εκκόλαψη της Μπριτζίτ Μπαρντό για να ωριμάσουν !

 

“Καλό χειμώνα παιδιά “μας είπε η γλυκειά Φροσούλα δακρυσμένη και μπήκε στο καράβι για το Κάιρο , με τη φωτογραφία του Κλίφτ αγκαλιά.

 

Το ” Προσεχώς” θα κρέμονταν στις καρδιές μας εννιά ατέλειωτους μήνες .

 

Τα καράβια έφευγαν μπουκωμένα μαυρισμένα κορμιά και τα κορίτσια κρύβαμε τον καλοκαιρινό μας έρωτα σαν πολύτιμο βότσαλο στις μουσκεμένες αμμουδιές…μη ξεραθεί ως το άλλο καλοκαίρι.

 

Ο ήλιος βαριόταν το ίδιο έργο δίχως θεατές ,χωρίς το χειροκρότημα της “πλατείας “και βούλιαζε σιωπηλός πίσω απο τη μύτη του Κάστρου αφήνοντας το Αγιονόρος δίχως θυμιατό και λιβάνι .

 

” Σεπτέμβριο σαν πεις πως μ´αγαπάς,σα φύλλο μές τα χέρια σου θα πέσω ”

 

Σα φύλλο της κληματαριάς και τ´αμπελιού ,που απόμενε με τις κληματσίδες γυμνές , έτοιμες για τα στεφάνια της Πρωτομαγιάς ….και τις τζαμπανάρες , να τις τρυγήσουν οι κυνηγοί, γυρνώντας απ’το κυνήγι της πέρδικας .

 

Και καθώς σιγούσε του τζίτζικα η φωνή ..οι οπώρες έφθιναν στην ετοιμολογία του Φθινοπώρου .Τερμα τα κόκκινα καρπούζια και τα μελιτζανιά τα καλαμπάκια Κάθε σπόρος έμπαινε στον κύκλο της αναπαραγωγής του .Κανεις δεν παρενέβαινε στο έργο της φύσης .

 

Το κόκκινο ράγιζε σιγα σιγα στα μήλα της ροδιάς το πράσινο των κυδωνιών κιτρίνιζε και το χρυσαφί στόλιζε τα φύλλα της καρδιάς .

 

Τότε έρχονταν ο Μέρμυγκας ,να σοδιάσει σε γυάλες , φαγιάντζες εμαγέ καπακωτές και σφιχτοπλεγμένες καλαθούνες και πάνινα σακκούλια ,τις χειμωνιάτικές μας λιχουδιές ,τζιτζίφια ,σταφίδες,σκοπαγίδες, μούστο ,μαρμελάδες και άφθονα τουρσιά, ρετσέλια ξεροτύρια ,φλωμάρια και τραχανάδες στα ράφια της Λημνιάς νοικοκυράς ,τα προσωπικά σούπερ μάρκετ των γλυκών αναμνήσεων .

 

” Όλα άρχιζαν κάτω απ’ τον ήλιο …κι όλα ζούσαν κάτω απ´τον καιρό”

 

Ετσι καθως ο Σεπτέμβρης άφηνε σιγά σιγά την γλυκειά του μελαγχολία να δακρύζει …εμείς μαθαίναμε να ζούμε με τον καιρό …και ο καιρος γίνονταν βροχή ,γαλότζια ,μουσαμαδιές και νερολακκούβες ,μελανοδοχεία,σχολικές ποδιές ,δοκίμια ,απαγορευμένες μεταφράσεις ….και πασατέμπο σαμπάν σαγκάτ της αγοράς και της ζωής που τραβούσε ανώδυνα το κουπί της νιότης .

 

Κι ύστερα έρχονταν τα καΐκια με τα κάστανα και τα καρύδια απ´τΑγιονόρος …. τα πορτοκάλια και τα μήλα απο τη Χιό …..πλησίαζαν τα Χριστούγεννα.

Τότε ο κυρ- Θανάσης ξεσκέπαζε τις ψάθινες καρέκλες : “Πάρτε όσες χρειάζεστε” .Είμασταν πολλοί ,είμασταν όλοι ,σ´εκείνα τα αλησμόνητα τα πάρτυ με το γραμμόφωνο της κουμπαρσίτας …. το ακορντεόν του ΓΙΑΝΝΟΥ ….και την κιθάρα του ΓΙΩΡΓΟΥ !

 

“???Μάτια κάστανα,μια μέρα δεν περνά να μη σας αναζητήσω και να δακρύσω …και να δακρύσω ??

 

Ο πατέρας έστελνε σπίτι ενα κοφίνι μανταρίνια Χιώτικα να στύβουμε φλούδες ο ένας στα μάτια του άλλου …για να τσούζουν ως τα τώρα …

 

Ξεχάστηκα…το σημερινό καθεστώς μ´ακολουθεί .Πρέπει να βιαστώ. Τα καντηλάκια πρέπει να ανάβουν τα απόβραδα

 

Καλό βράδυ …ρίχτε κάτι πάνω σας για τ αγιάζι !

Τα οθνεία ήθη παραμονεύουν …να σκορπίσουν το όνειρο …

 

 

Google NewsΑκολουθήστε το LimnosNea.gr - ΡάδιοΆλφα στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσειςαπό την Λήμνο και τον κόσμο.

Δείτε περισσότερα

Σχετικά Άρθρα

Back to top button