Περιοδικό

200 χρόνια από το 1821 – Πανουργιάς

200 χρόνια από το 1821 – Οι Έλληνες πρόγονοι μας που πολέμησαν για τη λευτεριά

Επιμελεια: Θ. Δημητριάδης

Πανουργιάς

 Στις 10 Απριλίου 1821, περιήλθε στα χέρια των επαναστατημένων Ελλήνων της Στερεάς Ελλάδας το Κάστρο της Άμφισσας (Σάλωνα). Επρόκειτο για την πρώτη ισχυρή θέση που καταλαμβανόταν και αυτό ήταν κυρίως έργο του μέχρι τότε αρματολού Πανουργιά.

Σχετικά με τη γέννηση του Πανουργιά αναφέρονται δύο χρονολογίες. Σύμφωνα με μερικές πηγές γεννήθηκε το 1759. Ο ιστορικός Φιλήμων αναφέρει ως έτος γέννησής του το 1767, που φαίνεται ότι είναι το πιθανότερο. Ο πατέρας του Πανουργιά λεγόταν Ξηροδημήτρης, επειδή ήταν εξαιρετικά αδύνατος. Ήταν προεστός του χωριού Δρέμισα της Παρνασσίδας. Όταν βαπτιζόταν ο ανάδοχός του (νονός) τον πέρασε για κορίτσι και του έδωσε το όνομα Πανώρια ή Πανωραία.

 

Αμέσως, θέλησε να διορθώσει το λάθος του αλλά οι γονείς του Πανουργιά, που ήταν πολύ θεοσεβούμενοι, άφησαν το όνομα το οποίο του δόθηκε με το μυστήριο και απλά τον φώναζαν Πανουργιά. Το όνομα αυτό τελικά έγινε οικογενειακό όνομα (επίθετο των Πανουργιάδων). Ο Πανουργιάς ως νέος διακρινόταν για το ωραίο του παρουσιαστικό. Η εντυπωσιακή του εμφάνιση έγινε η αιτία να σωθεί η ζωή του όταν για κάποια συνηθισμένη για την εποχή αιτία καταδικάστηκε σε θάνατο. Ένας ισχυρός Τούρκος, ο Δελή Αχμέτ λυπήθηκε τον νέο Πανουργιά και μεσολάβησε να του χαρίσουν τη ζωή. Μάλιστα τον πήρε στην υπηρεσία του. Αξίζει να σημειωθεί ότι με τον ίδιο περίπου τρόπο είχε σωθεί και ο Αλή πασάς όταν ήταν νέος. Ο Δελή Αχμέτ έγινε αργότερα κλέφτης και πήρε τον Πανουργιά πρωτοπαλίκαρο.

 

Όταν πέθανε ο Τούρκος κλέφτης ο Πανουργιάς πήρε τη θέση του και συνεργαζόμενος με τον Ανδρούτσο έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις του Λάμπρου Κατσώνη. Μετά τον θάνατο του Ανδρούτσου ο Αλή πασάς, για να απαλλαγεί από τον επικίνδυνο αυτό κλέφτη, τον έκανε αρματολό. Αργότερα ο τελευταίος έγινε πάλι κλέφτης, όταν αντικαταστάθηκε στο αρματολίκι από τον Λάμπρο Σουλιώτη. Επειδή ήταν αδύνατο να τον συλλάβει ο Αλή πασάς έδωσε εντολή και πήραν την οικογένειά του στα Ιωάννινα. Τότε ο Πανουργιάς αναγκάστηκε να παραδοθεί – κατ’ άλλους να συλληφθεί – από τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και να αποσταλεί στον τύραννο της Ηπείρου. Όπως συνέβη σε πολλές περιπτώσεις ο Αλή πασάς δεν έβλαψε τον Πανουργιά αλλά τον κράτησε κοντά του για να τον επιτηρεί.

 

Όταν ο Αλή πασάς πολιορκήθηκε στα Γιάννενα ο Πανουργιάς κατόρθωσε να φύγει και να επιστρέψει στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Οι προύχοντες των Σαλώνων, που ήταν μυημένοι στη Φιλική Εταιρεία, χωρίς να ενημερώσουν τον Τούρκο διοικητή ονόμασαν με έγγραφό τους και τον Πανουργιά αρματολό. Επίσης δεν έδιωξαν τον Λάμπρο Σουλιώτη. Κατά το διάστημα που μεσολάβησε μέχρι την έναρξη του αγώνα ο Πανουργιάς μαζί με τους άλλους οπλαρχηγούς και προύχοντες της περιοχής οργάνωναν με επιμέλεια και φρόνηση τον αγώνα.

 

Ήταν τότε 54 ετών (ή 63, σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή για την ημερομηνία γέννησής του). Όταν ξέσπασε η επανάσταση στον Μοριά ο Πανουργιάς μετέβη στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία, πήρε μαζί του τους προκρίτους της περιοχής για να τους προστατεύει, τακτοποίησε τους άνδρες του, σύστησε εφορία και στις 27 Μαρτίου 1821 ύψωσε τη σημαία της επανάστασης. Έτσι η Άμφισσα έγινε η πρώτη πόλη της Στερεάς Ελλάδας που ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης. Λίγες ημέρες αργότερα οι Τούρκοι, οι οποίοι είχαν κλειστεί βιαστικά στο κάστρο της πόλης χωρίς να πάρουν πολλά εφόδια, αναγκάστηκαν να παραδοθούν.

 

Ο Πανουργιάς συγκέντρωσε αρκετά όπλα για τους άοπλους άνδρες του και φρόντισε να μην ενοχληθούν ο αρχηγός των Τούρκων και οι σημαίνοντες από αυτούς, τους οποίους χρησιμοποίησε αργότερα για ανταλλαγή αιχμαλώτων. Μεγάλη υπήρξε η δράση του Πανουργιά κατά τους αγώνες που ακολούθησαν, κατά τους οποίους θυσιάστηκαν και μαρτύρησαν πολλοί διακεκριμένοι Έλληνες όπως ο Αθανάσιος Διάκος, ο μητροπολίτης Σαλώνων Ησαΐας και άλλοι.

Αποκορύφωμα υπήρξε η μάχη των Βασιλικών, όπου μαζί με τον εφάμιλλό του Δυοβουνιώτη πέτυχαν περιφανή νίκη κατά των Τούρκων. Εκεί διακρίθηκε ο γιος του Ιωάννης ή Νάκος Πανουργιάς, τον οποίο ο γερο-Πανουργιάς άφησε στη θέση του και μετά τη μάχη πήγε στον Μοριά για να πάρει μέρος στις εργασίες της Εθνοσυνέλευσης. Εκεί μεσολάβησε, κατά την πολιορκία του Ακροκορίνθου από τον Πλαπούτα, ώστε να γίνει συμφωνία και να φύγουν από το φρούριο 150 Αλβανοί με τα όπλα, τις αποσκευές και χίλια γρόσια ο καθένας. Σημαντική υπήρξε η συμβολή του Πανουργιά, σε συνεργασία με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, στην ήττα του Δράμαλη στον Μοριά.

 

Οι οπλαρχηγοί της Στερεάς Ελλάδας μετά την κάθοδο το Δράμαλη στην Πελοπόννησο σφράγισαν κυριολεκτικά την οδό ανεφοδιασμού του και δεν άφησαν να περάσει ούτε μια άμαξα ή ένα μουλάρι για τον στρατό που φιλοδοξούσε να καταπνίξει την Επανάσταση και ο οποίος καταστράφηκε στα Δερβενάκια. Τον Ιούλιο τoυ 1824 μια μεγάλη στρατιά υπό τον Αμπάζ πασά κινήθηκε από τη Λαμία προς την Άμφισσα. Ο γερο-Πανουργιάς πρότεινε και πέτυχε να πείσει τους συμπατριώτες του να καλύψουν την περιοχή της Άμπλιανης, μεταξύ Γραβιάς και Σαλώνων. Μια δύναμη 700 ανδρών από τα Σάλωνα με επικεφαλής τον γιο του Νάκο έσπευσε να καταλάβει θέσεις για να κλείσει τον δρόμο του εχθρού. Σε σύντομο διάστημα η δύναμη ενισχύθηκε με σώματα άλλων οπλαρχηγών, μεταξύ των οποίων ήταν ο Κίτσος Τζαβέλας, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης και άλλοι.

 

Η μάχη της Άμπλιανης, που διήρκεσε εννέα ώρες, έληξε με μεγάλη νίκη των Ελλήνων, που με ελάχιστες δικές τους απώλειες κατόρθωσαν να σκοτώσουν μεγάλο αριθμό Τούρκων (500 περίπου κατά τις μετριοπαθέστερες εκτιμήσεις) και να πάρουν πολλά λάφυρα. Τον επόμενο χρόνο το άνθος των ανδρών του Πανουργιά σκοτώθηκε κατά τη μάχη στην περιοχή Πέντε Όρνεα εναντίον πολυάριθμων Τούρκων. Ο γιος του Νάκος, μετά την ανακήρυξη του Καραϊσκάκη σε γενικό αρχηγό, τάχθηκε υπό αυτόν και πήρε μέρος στη μάχη του Χαϊδαρίου και στις επιχειρήσεις του στην ανατολική Ελλάδα. Μετά την έλευση του πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας, Ιωάννη Καποδίστρια, και την προσπάθεια αυτού να δημιουργήσει τακτικά στρατεύματα, ο Νάκος Πανουργιάς διορίστηκε πεντακοσίαρχος στη χιλιαρχία του Δυοβουνιώτη.

 

Ο γερο-Πανουργιάς το 1833 διορίστηκε μέλος μιας οκταμελούς επιτροπής η οποία συστάθηκε στο Ναύπλιο για να εξετάσει τις υπηρεσίες που είχαν προσφέρει οι αγωνιστές κατά τη διάρκεια της επανάστασης. Η επιτροπή αυτή συστάθηκε και σε άλλα μέρη μετά τη διάλυση των άτακτων στρατευμάτων από την Αντιβασιλεία. Μετά το τέλος των εργασιών της, ο αγωνιστής επέστρεψε στην Άμφισσα, όπου και πέθανε τον επόμενο χρόνο (1834).

 

Ο Πανουργιάς εκτός από την ανδρεία και την ικανότητά του περί τα στρατιωτικά, στα οποία έδειξε μοναδική αποφασιστικότητα, τήρησε συνετή στάση έναντι των αρχόντων της ιδιαίτερης πατρίδας του, τηρώντας τα μέτρα που αποφάσιζαν και μη επιτρέποντας καμία ανυπακοή ή απειθαρχία.

Δείτε περισσότερα

Σχετικά Άρθρα

Back to top button