30 Οκτωβρίου: Ενας ποιητής γεννήθηκε και ένας άλλος έφυγε για το μακρινό ταξίδι.

30 Οκτωβρίου, Μια διπλή επέτειος
Γράφει η Δεσπ. Παπαδοπούλου, φιλόλογος
Δύο πολύ σημαντικά γεγονότα που αφορούν τον χώρο της Ποίησης συνέβησαν τις τελευταίες μέρες του Οκτώβρη. Συγκεκριμένα στις 30 του μήνα αυτού ένας ποιητής γεννήθηκε και ένας άλλος έφυγε για το μακρινό ταξίδι.
Ήταν 30 Οκτωβρίου του 1896 όταν ήρθε στη ζωή ο Κώστας Καρυωτάκης και την ίδια μέρα του 1988, μετά από ενενήντα δύο χρόνια, έφυγε από τη ζωή ο Τάσος Λειβαδίτης.
Για τον ποιητή Κώστα Καρυωτάκη
Ο ποιητής της «Πρέβεζας» υπήρξε ένας αυθεντικός όσο και τραγικός άνθρωπος, με έντονη την διάθεση της σάτιρας αλλά και του αυτοσαρκασμού. Ζώντας σε μια ταραγμένη περίοδο, όπως ήταν οι πρώτες δεκαετίες ενός αιώνα, που κάθε άλλο παρά ελπιδοφόρος και αισιόδοξος φαινόταν (Βαλκανικοί πόλεμοι, Α παγκόσμιος, τραγωδία της Μικρασιατικής καταστροφής 1922,), ήταν επόμενο να σημαδέψουν ένα νέο της εποχής με ανήσυχο πνεύμα, με ευαισθησία και κοινωνικούς προβληματισμούς. Την ίδια χρονιά, καλοκαίρι του 1922, γνωρίζει την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη στη Νομαρχία Αττικής, όπου εργάζονταν και οι δύο, και στα πληκτικά γραφεία τους θα γεννηθεί ένας έρωτας που δεν έμελλε να κρατήσει για πολύ. Το 1922, σημαδιακή χρονιά για τον ποιητή, σχεδόν ταυτόχρονα με την καταστροφή της Σμύρνης, μαθαίνει ότι έχει προσβληθεί από σύφιλη που τότε ήταν νόσημα ανίατο και κοινωνικά στιγματισμένο. ( το ποίημα «Ωχρά σπειροχαίτη» αναφέρεται σ’ αυτόν τον εφιάλτη). Εχθροί του ήταν το ασφυκτικό κοινωνικό περιβάλλον και η υποκρισία της αστικής τάξης. Η μεταφυσική και υπαρξιακή του αγωνία φαίνεται έντονα στο ποίημα «Φθορά»:
«Στην άμμο τα έργα στήνονται μεγάλα των ανθρώπων και σαν παιδάκι τα γκρεμίζει ο Χρόνος με το πόδι».
Προς το τέλος της σύντομης ζωής του ο Καρυωτάκης (αυτοκτονεί στην «μοιραία» πόλη της Πρέβεζας στις 21 Ιουλίου 1928 σε ηλικία μόλις 32 ετών) νιώθει εντονότερα το συναίσθημα του «απόβλητου» και του «εξόριστου» που αποτυπώνεται στο ποίημα «Τι νέοι που φτάσαμε ως εδώ». Διαβάζουμε στους πρώτους στίχους:
«Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ, στο έρμο νησί, στο χείλος
του κόσμου, δώθε απ’ τ’ όνειρο και κείθε από τη γη!»
Ο ποιητής Γιώργος Κακουλίδης ,που έφυγε δυστυχώς από τη ζωή πριν λίγες μέρες (1956-17 Οκτώβρη 2021), «ψάχνοντας να βρει τον Καρυωτάκη», έγραψε στη στήλη του «Απόλυτο ρόδο» στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης» έναν φαντασιακό διάλογο με τον ποιητή θέτοντάς του επίκαιρες ερωτήσεις κι ο Καρυωτάκης απαντά με στίχους από τα ποιήματά του:
«…αυτό που έψαχνα διακαώς δε βρισκόταν αλλού παρά μέσα στην καρδιά μου. Ακέραιος αναδύθηκε μέσα μου ο Καρυωτάκης και άρχισα, δίχως να χάσω ελάχιστο χρόνο, να τον ρωτώ για όσα με βασανίζουν.
– Γ. Κ. Τι είναι αυτό που μόνο πρέπει να σκέφτεται ένας ποιητής όταν τυπώνει ένα βιβλίο;
– Κ. Κ. Τη σάρκα, το αίμα θα βάλω/ σε σχήμα βιβλίου μεγάλο.
– Γ. Κ. Τι θα λέγατε στη λευτεριά αν τη συναντούσατε;
– Κ. Κ. Λευτεριά, λευτεριά, θα σ’ αγοράσουν/ έμποροι και κονσόρτσια κι εβραίοι./ Είναι πολλά του αιώνος μας τα χρέη,/ πολλές οι αμαρτίες, που θα διαβάσουν/ οι γενεές, όταν σε παρομοιάσουν/ με το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ.
– Γ. Κ. Σ’ έναν μικρό Παλαιστίνιο που σκοτώνεται για την πατρίδα του, τι θα λέγατε;
– Κ. Κ. Χεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλα/ κι απ’ τη χαρά ζεστά των φιλημάτων,/ χεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλα/ χτυπήσατε τις πόρτες των θανάτων./ ματάκια μου που κάτι το εδιψάσατε/ και διψασμένα εμείνατε ποτήρια,/ ματάκια μου που κάτι το εδιψάσατε/ κι εμείνατε κλεισμένα παραθύρια./ ω, που ‘χατε πολλά να ειπείτε, στόματα,/ κι ο λόγος σάς εδιάλεξε για τάφο,/ ω, που ‘χατε πολλά να ειπείτε, στόματα,/ και τον καημό δεν είπατε που γράφω./ μάτια, χεράκια, στόματα, ιστορήστε μου/ τον πόνο κάποιας ώρας, κάποιου τόπου,/ μάτια, χεράκια, στόματα, ιστορήστε μου/ τον πόνο κάποιας ώρας, κάποιου τόπου,/ μάτια, χεράκια, στόματα, ιστορήστε μου/ τον Πόνο των Πραμάτων και του Ανθρώπου.»
(όπου Γ.Κ Γιώργος Κακουλίδης και Κ. Κ. Κώστας Καρυωτάκης)
Για τον ποιητή Τάσο Λειβαδίτη
Ο Λειβαδίτης γεννήθηκε στις 20 Απριλίου 1922 στην Αθήνα. Είχε δύο ονόματα: Παντελεήμων- Αναστάσιος. Το δεύτερο όνομα υπερίσχυσε του πρώτου γιατί γεννήθηκε ανήμερα το βράδυ της Ανάστασης και ο πρόωρος τοκετός της μητέρας του λίγο έλειψε να του στοιχίσει την ζωή. Επειδή λοιπόν σώθηκε «ως εκ θαύματος» και λόγω της ημέρας κράτησε το όνομα «Αναστάσιος- Τάσος». Ένα βροχερό απόγευμα του φθινοπώρου, που το ημερολόγιο έδειχνε 30 Οκτώβρη του 1988, ο ποιητής άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 66 ετών, στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο από ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής.
Ο Τάσος Λειβαδίτης, ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, δοκιμάστηκε σε φυλακίσεις και εξορίες. Για την ένταξή του στο ΕΑΜ και τις πολιτικές του ιδέες εξορίστηκε από το 1948 μέχρι το 1949 στο Μούδρο, μετά στη Μακρόνησο και στον Αη Στράτη με συνεξόριστους τον Κατράκη, τον Ρίτσο, τον Αλεξάνδρου, τον Πατρίκιο κ.α. κι από ‘κει στις φυλακές Χατζηκώστα στην Αθήνα, απ’ όπου αφέθηκε ελεύθερος το 1952. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 (βρισκόμαστε ήδη στην καρδιά του Ψυχρού Πολέμου), ο ποιητής εκδίδει τις συλλογές «Μάχη στην άκρη της νύχτας», «Αυτό το αστέρι είναι για όλους» (που το αφιερώνει στην αγαπημένη σύντροφο της ζωής του Μαρία Στούπα) και «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου» που βραβεύεται στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία το 1954. Το βιβλίο κατασχέθηκε κι ο Λειβαδίτης κάθισε στο εδώλιο. Ο ίδιος είπε: «Δεν δικάζομαι για κανένα συγκεκριμένο αδίκημα, αλλά γι’ αυτήν την ίδια την ποιητική μου ιδιότητα». Και θέλοντας να αναφερθεί στο θέμα της συγκεκριμένης καλλιτεχνικής δημιουργίας είπε: «…προσπάθησα να δείξω τη φρίκη και την αθλιότητα που επισωρεύει ο πόλεμος, να δείξω τη δραματική πείρα δύο παγκοσμίων πολέμων, και τα εκατομμύρια ξύλινους σταυρούς που φύτεψαν στη γη, σκόρπισαν όμως και τους σπόρους για μια πλούσια άνθιση της αντιπολεμικής λογοτεχνίας. Αυτό το αντιπολεμικό ρεύμα δεν είναι μια θεωρητική άρνηση του πολέμου, αλλά η εξέγερση του παγκόσμιου ενστίκτου αυτοσυντηρήσεως μπροστά στον αφανισμό και την καταστροφή…».
Το 1961 έγραψε το σενάριο της ταινίας «Συνοικία το όνειρο» σε συνεργασία με τον Κ. Κοτζιά. Ο Λειβαδίτης υπήρξε και καθαρόαιμος στιχουργός που υπέγραψε και τα γνωστά τραγούδια: «Δραπετσώνα», «Βρέχει στη φτωχογειτονιά», «Έχω μια αγάπη», «Σαββατόβραδο» και «Μάνα μου και Παναγιά». Είναι τα πρώτα τραγούδια που μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης στον κύκλο «Πολιτεία Α», σε ερμηνεία Μπιθικώτση, Καζαντζίδη- Μαρινέλλας και ακούστηκαν στην ταινία «Συνοικία το όνειρο».
Όσοι τον συναναστράφηκαν τον χαρακτήρισαν ως άνθρωπο ήπιο και χαμηλών τόνων, χωρίς ίχνος επιθετικότητας, σεμνό και τρυφερό με ευαισθησία μικρού παιδιού που έμοιαζε σαν να είχε αρνηθεί να ενηλικιωθεί.
Είπαν για τον Λειβαδίτη: Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος: «Φόρεσε κατάσαρκα το μανδύα της άκρας ταπείνωσης» (από το περιοδικό «Η λέξη» τχ. 130 1995). Ο δημοσιογράφος Γιώργος Δουατζής: «Δε μίλησε σε μέσο ενημέρωσης ποτέ. Το μόνο που καταφέραμε ήταν να απαγγείλει δυο-τρία ποιήματα στην τηλεοπτική κάμερα. Αρνήθηκε το φιλάρεσκο παιχνίδι της δημοσιότητας» (από το περιοδικό «Το Δέντρο» τχ. 171-172 2009). Ο ποιητής Γιάννης Κοντός: «Γύρω στα 1975, τον είδα στον Κέδρο: ψηλός, ευθυτενής, ωραίος, κομψός. Διακρινότανε η ποίηση στα λόγια και στις κινήσεις του» (από το περιοδικό «Οδός Πανός» τχ. 140 2008).
Αξίζει να αναφέρουμε κάποια αποσπάσματα ποιημάτων του:
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος (1956)
«Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν’ αγωνίζεσαι για την ειρήνη
και για το δίκιο.
……
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό.
……
Να μπορείς, απάνω απ’ την ομοβροντία που σε σκοτώνει
εσύ ν’ ακούς τα εκατομμύρια των απλών ανθρώπων που
τραγουδώντας πολεμάνε για την ειρήνη.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος».
Ποιητική (απόσπασμα 1956)
«Γράφω για κείνους που δεν ξέρουν να διαβάσουν
για τους εργάτες που γυρίζουνε το βράδι με τα μάτια κόκκινα
απ’ την άμμο
για σας, χωριάτες, που ήπιαμε μαζί στα χάνια τις χειμωνιάτικες νύχτες του αγώνα
ενώ μακριά ακουγότανε το ντουφεκίδι των συντρόφων μας.
Γράφω να με διαβάζουν αυτοί που μαζεύουν τα χαρτιά
απ’ τους δρόμους
και σκορπίζουνε τους σπόρους όλων των αυριανών μας
τραγουδιών…»
Αλλά, τα βράδια… (αποσπάσματα)
«Και να που φτάσαμε εδώ
χωρίς αποσκευές
μα μ’ ένα τόσο ωραίο φεγγάρι.
Κι εγώ ονειρεύτηκα έναν καλύτερο κόσμο
φτωχή ανθρωπότητα, δεν μπόρεσες
ούτε ένα κεφάλαιο να γράψεις ακόμα.
Σα σανίδα από θλιβερό ναυάγιο
ταξιδεύει η γηραιά μας ήπειρος.
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη…
……..
Κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη
μ’ ένα άστρο ή μ’ ένα γιασεμί
σαν ένα τραγούδι, που καθώς βρέχει
παίρνει το μέρος των φτωχών.
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη…
…..
Ζήσαμε πάντοτε αλλού.
Και μόνο όταν κάποιος μας αγαπήσει, ερχόμαστε για λίγο
κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον είμαστε κιόλας νεκροί.
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη…»
Και από τα «Ερωτήματα» (1987):
«…ο κόσμος μόνο όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει»
——-
από τον «Πρώτο στίχο» (1987)
«…Θυμάμαι παιδί που έγραψα κάποτε τον πρώτο στίχο μου.
Από τότε ξέρω ότι δεν θα πεθάνω ποτέ
αλλά θα πεθαίνω κάθε μέρα».
Τριάντα τρία χρόνια από εκείνο το βροχερό φθινοπωρινό απόγευμα που ο Τάσος Λειβαδίτης έφυγε για το μεγάλο ταξίδι το δίχως γυρισμό, κι εμείς τον αποχαιρετούμε με ένα του ποίημα που έχει τίτλο «Χρυσάνθεμα», τα χαρακτηριστικά φυτά του Οκτώβρη:
«Χρυσάνθεμα» (Εγχειρίδιο ευθανασίας 1979)
«Φθινόπωρο ήσυχο, αφηρημένο – τα φύλλα θα ’λεγες πέφτουν από
μιάν άλλη ζωή και μόνο τα χρυσάνθεμα επιμένουν, σαν τις πλάνες
μας. Είμαι μόνος, η κάμαρα άδεια και δεν έχω παρά ένα μοναδικό
στόμα για τόσα χαμένα πράγματα.
Την φωτογραφία την τράβηξα όταν βρέθηκα στην Πρέβεζα. Στο σπίτι αυτό έμεινε ο Καρυωτάκης για λίγες μέρες μέχρι την ήμερα που έδωσε τέλος στη ζωή του, σε παραλιακή τοποθεσία της Πρέβεζας, κάτω από έναν ευκάλυπτο με πυροβόλο όπλο. Θυμίζω ότι προηγουμένως προσπάθησε να αυτοκτονήσει με πνιγμό στη θάλασσα, αλλά ήξερε κολύμπι και δεν τα κατάφερε!(άφησε και ένα σημείωμα σχετικό που βρέθηκε στην τσέπη του)
Δέσποινα Παπαδοπούλου 30 Οκτωβρίου 2021