ΥΑ ΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΛΗΜΝΟΥ : Φισίνη
ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΛΗΜΝΟΥ: Φισίνη
(μια σειρά που παρουσιάστηκε αλφαβητικά κάθε Σάββατο και ολοκληρώνεται σήμερα)
Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης
Η Φισίνη αναφέρεται για πρώτη φορά το 1321 ως πατριαρχικό κτήμα σε έγγραφο του Πατριάρχη Ιωάννη ΙΓ΄. Αποτελούσε κτήμα κάποιου βυζαντινού αξιωματούχου, του Βισσίνου, από το όνομα του οποίου προήλθε το σημερινό όνομα.
Μια άλλη εκδοχή είναι οι ισχυροί βορειοανατολικοί άνεμοι που φυσούν μερικές φορές στην περιοχή.
Στο τοπικό ιδίωμα και σε κοινοτικά έγγραφα του 19ου αιώνα το χωριό αναφέρεται ως Βισίν (το 1856), Φσιν ή Ψιν (το), οι δε κάτοικοί του με αναγραμματισμό: Σφνάδες (οι). Έτσι, επικράτησε ο θηλυκός τύπος: Φισίνη (η) που με παρετυμολογία αποδόθηκε στο ρήμα φυσώ, επειδή στην περιοχή «φ’σα, σφνίζ’: σιφουνίζει, σηκώνει σιφούνια.
Είναι ένα όμορφο και ήσυχο χωριό με πετρόχτιστα σπίτια και πολλές μουριές. Απέχει 38 χλμ. από τη Μύρινα και βρίσκεται πάνω στο δρόμο προς το λιμανάκι της Αγιάς και το εκκλησάκι του Άγιου Σώζοντα.
Οι περιηγητές αναφέρουν το κοντινό οχυρό και λιμάνι Σκάλα, τους οικισμούς Tilo και Cogito και τα άλλα δύο Χωρία της Σκάλας, όπως αποκαλούνταν ως το 19ο αιώνα: η Σκανδάλη και η Αγία Σοφία.
Η Σκάλα βρισκόταν στην περιοχή που σήμερα αποκαλείται Πύργοι. Εκεί διακρίνονται τα ερείπια ενός μεσαιωνικού κάστρου έκτασης τριών στρεμμάτων περίπου με εξωτερικό τείχος.
Δίπλα στη Σκάλα υπήρχε ο οικισμός του Γούδηλα, σε απόσταση τριών χιλιομέτρων βόρεια του σημερινού χωριού. Σε έγγραφο της μονής Μεγίστης Λαύρας αναφέρεται ότι το 1355 διατηρούσε ιδιοκτησίες στου Γούδηλα το μονύδριο της Παναγίας Σεργουνιώτισσας.
Σύμφωνα με την τοπική παράδοση οι κάτοικοί του μετοίκησαν στη Φισίνη για να γλιτώσουν από τους πειρατές. Πιθανότατα, αυτό συνέβη ταυτόχρονα με την εγκατάλειψη του κοντινού οχυρού της Σκάλας – που ως τότε πρόσφερε προστασία από τις πειρατείες- κατά το 18ο αιώνα και πριν το 1785.
Ανάλογη μετακίνηση κατοίκων σε ασφαλέστερη θέση στα τέλη του 18ου αιώνα, αναφέρεται και για τη γειτονική Αγία Σοφία. Ερείπια οικιών, πηγαδιών, νεκροταφείου και ανεμόμυλων διακρίνονται ως σήμερα.
Στις ανατολικές ακτές του νησιού, νοτιότερα της Σκάλας, σημειώνεται ένας οχυρωμένος οικισμός με την ονομασία Cogito το 1572. Πρόκειται για τον Άγιο Σώζοντα. Επομένως, το εκκλησάκι του Αγίου Σώζοντα υπήρχε τουλάχιστον από τις αρχές του 16ου αιώνα. Επίσης, στη θέση αυτή υπήρχε και μικρό φρούριο.
Οι Λήμνιοι ναυτικοί θεωρούσαν σωτήρα τον Άγιο Σώζο, διότι κάποτε έσωσε τους ναυαγούς μετατρέποντας την κάπα του σε βάρκα. Έτσι προς τα τέλη του 19ου αιώνα καθιερώθηκε να τιμάται ως πολιούχος της Λήμνου. Το πανηγύρι του, στις 7 Σεπτεμβρίου, ήταν τριήμερο και οι προσκυνητές διανυκτέρευαν σε ειδικά κτισμένα κελιά, τα οποία σώζονται αναπαλαιωμένα.
Το 1854 ο ιερεύς του χωριού ονομαζόταν Κωνσταντίνος και η ετήσια εισφορά του χωριού προς το μητροπολίτη καθορίστηκε σε 640 αβγά, 30 τυριά και 60 λίρες. Το 1856 109 άνδρες 18-60 ετών πλήρωσαν φόρο 3488 γρόσια για να γλιτώσουν τη στράτευση. Το 1863 κατοικούσαν 52 οικογένειες και υπήρχαν 72 σπίτια.
Στα τέλη του 19ου αιώνα η κοινότητα είχε κυκλοφορήσει κέρματα για τις μικροσυναλλαγές με τη σφραγίδα «Ψ», δηλαδή Ψιν (Φ’σίν). Οι Φισ’νιώτες έστελναν έναν αντιπρόσωπο στην παλλημνιακή επαρχιακή συνέλευση.
Ο ναός του χωριού, ο Άγιος Ιωάννης δεν είναι γνωστό πότε κτίστηκε, αλλά είναι παρόμοιας αρχιτεκτονικής με άλλους του 19ου αιώνα. Το πέτρινο καμπαναριό του είχε κατασκευάσει ο Φισινιώτης πετράς Κωνσταντής Αταλιώτης. Ήταν τρίπατο αλλά μετά το σεισμό του 1968 κρίθηκε επικίνδυνο και αφαιρέθηκε ο ένας όροφος με μεγάλη δυσκολία, διότι η αρμολόγηση της πέτρας είχε γίνει με μολύβι.
Δεν αποκλείεται ο ναός να αποτελεί τη συνέχεια της μονής Αγίου Ιωάννη Βαπτιστή που υπήρχε στην περιοχή της Σκάλας και αναφέρεται από το 1362. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πρόναος στηρίζεται σε δυο ανόμοιους μαρμάρινους κίονες, εκ των οποίων ο ένας φέρει μαρμάρινο κιονόκρανο με περίτεχνο σκάλισμα ενώ ο άλλος πέτρινο, επίσης σκαλιστό, με εμφανή προσπάθεια του λιθογλύπτη να μιμηθεί το σχέδιο του μαρμάρινου.
Εκτός από πετράδες και λιθοξόους η Φισίνη είχε παράδοση στους αγγειοπλάστες-κεραμιδάδες από την εποχή που το χωριό βρισκόταν στου Γούδ’λα. Ονομαστά ήταν τα γουδ’λάδ’κα π’θάρια. Αναφέρονται ο Γαϊτανέρης κι ο Τζιβάκης που εγκαταστάθηκε στο Ρουσσοπούλι..
Επίσης, το χωριό έβγαζε περίφημους μυλοτέχτες -δηλαδή χτίστες ανεμόμυλων- με πιο παλιό το Μανόλη Γεωργαλά ή Μανόλαρο. Ως πρώτη ύλη χρησιμοποιούσαν το μαλακό γκριζοκίτρινο πωρόλιθο που αφθονεί στην περιοχή.
Επειδή ήταν γνωστό για τους μαστόρους του, το 1938-39 επισκέφθηκε το χωριό ο Γεώργιος Μέγας απεσταλμένος της Ακαδημίας Αθηνών για να μελετήσει τη λαϊκή οικοδομία της Λήμνου.
Ως το 1903 οι νέοι του χωριού φοιτούσαν στο κοινοτικό σχολείο της Σκανδάλης, ορισμένοι δε ήταν ιδιαίτερα επιμελείς, όπως ο μετέπειτα ιερέας και δάσκαλος Ανδρέας Ανδρεάδης (1875-;). Το 1904, με πρωτοβουλία του ιερέα Βασίλειου Καλαθά, ιδρύθηκε ανεπίσημο σχολείο με 17 μαθητές σε οικία του Εμμανουήλ Κοκκιναρά, ο οποίος επιχορηγούσε τη λειτουργία του ως το 1907 που έγινε κοινοτικό.
Ο Εμμανουήλ Κοκκιναράς, τέκνο της Φισίνης που πλούτισε στην Αίγυπτο, ίδρυσε το Κοκκινάρειον Παρθεναγωγείον Ιμπραημίας και θεωρείται μέγας ευεργέτης της εκεί ελληνικής κοινότητας.
Το σχολικό κτίριο κτίστηκε το 1909 και επεκτάθηκε μεταγενέστερα με τη βοήθεια Φισινιωτών μεταναστών. Λειτούργησε ως τη δεκαετία 1980-90.
Από το 1918 η Φισίνη απετέλεσε κοινότητα μαζί με την Αγία Σοφία. Στα χρόνια του μεσοπολέμου είχε 100 σπίτια και 400 κατοίκους. Μεταπολεμικά υπέστη δραματική πληθυσμιακή συρρίκνωση. Το 2001 απογράφηκαν μόλις 84.
Στην Αθήνα λειτουργεί πολύ δραστήριος Σύλλογος Φισινιωτών.
Αξιοθέατα
• Ο ναός του Αγ. Ιωάννου με το λιθόγλυπτο καμπαναριό.
• Ο Άγιος Σώζων με το αγίασμα κάτω στην παραλία.
• Το οχυρό της Σκάλας.
• Από τον Άγιο Σώζοντα χωματόδρομος οδηγεί στην παρθένα παραλία του Αγίου Μάρνου, με τις τζιτζιφιές και με τους παλιούς ανεμόμυλους.
Ο Άγιος Σώζων έζησε τον 3ο αιώνα και πριν γίνει Χριστιανός ονομαζόταν Ταράσιος. Καταγόταν από τη Λυκαονία της Μικράς Ασίας και ζούσε στην Κιλικία, όπου ήταν βοσκός. Κάποτε βρέθηκε στην Πομπηιούπολη της Κιλικίας. Εκεί, είδε ένα χρυσό άγαλμα της θεάς Άρτεμης. Τότε απέκοψε το χέρι του αγάλματος και μοίρασε το χρυσάφι σε φτωχούς χριστιανούς. Όμως έγινε αντιληπτός, συνελήφθη και πέθανε με μαρτυρικό θάνατο.
Κατά τη βυζαντινή εποχή προστάτης της Λήμνου ήταν ο Άγιος Αλέξανδρος, του οποίου το λείψανο φυλασσόταν στη Λήμνο ως το 1308. Αυτό αναφέρεται σε κώδικα του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, όμως το 1308 σε κάποια πειρατική επιδρομή εκλάπη το σκήνωμά του και μεταφέρθηκε στη Βενετία. Έκτοτε, η μνημόνευση του Αγ. Αλεξάνδρου ως πολιούχου της Λήμνου σταδιακά εξασθένησε. Ακολούθησαν πολλές αλλαγές και γεγονότα στο νησί: επιδρομές πειρατών, διαμάχες αυτοκρατορικών οικογενειών για τον έλεγχό του, εισβολές Φράγκων και Βυζαντινών ηγεμόνων, που διαδέχονταν ο ένας τον άλλο, ενετοκρατία μετά την άλωση της Πόλης και τελικά τουρκοκρατία από το 1479.
Όλες αυτές οι μεταβολές είχαν ως αποτέλεσμα οι παλιές συνήθειες να ξεχαστούν σιγά-σιγά. Το νησί άρχισε να συνέρχεται από τη φτώχια και την αγραμματοσύνη από τα μέσα του 18ου αιώνα. Λήμνιοι έμποροι και ναυτικοί ήρθαν σε επαφή με την Ευρώπη, τη Ρωσία και την Αίγυπτο. Απέκτησαν πλούτο και σιγά-σιγά άρχισαν να ξαναχτίζουν τους παλιούς ταπεινούς και συχνά ερειπωμένους ναούς των χωριών τους.
Οι Λημνιοί καραβοκύρηδες ταξίδευαν στην Πόλη, στη Σμύρνη και στην Αλεξάνδρεια, στα λιμάνια του Αιγαίου και της Μαύρης Θάλασσας. Στο δρόμο τους προς τα Δαρδανέλλια, αγνάντευαν το νησί τους από μακριά. Ένα εξωκλήσι, που βρισκόταν από παλιά στη ΝΑ ακτή της Λήμνου, τους έδινε κουράγιο και δύναμη να συνεχίσουν τη μάχη τους με τη θάλασσα. Ήταν ο μικρός ναός του Αγίου Σώζοντος.
Οι Λήμνιοι ναυτικοί θεωρούσαν σωτήρα τον Άγιο Σώζο, διότι κάποτε έσωσε τους ναυαγούς μετατρέποντας την κάπα του σε βάρκα. Σαν αντίκριζαν λοιπόν τα αναμμένα καντήλια, σταυροκοπιόνταν και έκαναν μια ευχή, να τους έχει καλά ώστε να επιστρέψουν σώοι στο νησί τους. Και όταν κινδύνευαν από κάποια θαλασσοταραχή, πάλι στο δικό τους άγιο απευθύνονταν για σωτηρία λέγοντας την ευχή: «Άγιε Σώζο σώσε μας!». Και έταζαν: άλλος εικόνα, άλλος μια λειτουργία, ό,τι μπορούσε ο καθένας.
Παρόμοια, οι κάτοικοι του νησιού, που πρόσμεναν τους θαλασσοδαρμένους συγγενείς τους, στον Άγιο Σώζο κατέφευγαν με παρακλήσεις και τάματα ώστε να τους φέρει πίσω γερούς. Έτσι, για τη λημνιά ναυτοσύνη και για τις οικογένειες των ξενιτεμένων ο Άγιος Σώζων έγινε σταδιακά ο προστάτης άγιος, στο πανηγύρι του οποίου όφειλαν να πάνε κάθε χρόνο στις 7 Σεπτέμβρη. Προς τα τέλη του 19ου αιώνα καθιερώθηκε να τιμάται ως πολιούχος της Λήμνου.
Το 1906 η Λημνιακή Αδελφότητα Αλεξάνδρειας αποφάσισε στις 7 Σεπτεμβρίου να τελέσει πανήγυρη του πολιούχου της Λήμνου Αγίου Σώζοντος με εσπερινό την παραμονή και Θεία Λειτουργία με αρτοκλασία ανήμερα. Μέχρι σήμερα, οι Λημνιοί της διασποράς σε Αυστραλία, Καναδά, ΗΠΑ και Νότια Αφρική, συνεχίζουν αυτή την παλιά παράδοση, να συγκεντρώνονται και να συνεορτάζουν την εορτή του Αγίου Σώζοντος. Η εορτή του αγίου αποτελεί γι’ αυτούς το συνδετικό κρίκο που τους συνδέει με την πατρίδα τους και τους θυμίζει τα παιδικά τους χρόνια στο νησί.
Πρόσφατα, τα κελιά του ναού αναπαλαιώθηκαν από τους αδελφούς Στενού.
Σύμφωνα με την τοπική παράδοση ο ναός κτίστηκε σε αυτή τη θέση έπειτα από υπόδειξη του ιδίου του αγίου με θαυματουργό τρόπο. Στην περιοχή που βρίσκεται σήμερα ο ναός υπήρχε ανέκαθεν ένα αγίασμα, ένα πηγάδι με γλυκό νερό, το οποίο βρίσκεται στο επίπεδο της θάλασσας. Εκεί κοντά ένας κάτοικος του γειτονικού χωριού Φισίνη βρήκε μια παλιά εικόνα του Αγίου Σώζοντος. Την έφερε στο χωριό, αλλά το άλλο πρωί η εικόνα βρέθηκε πάλι στο ακρωτήρι κοντά στο αγίασμα.
Αυτό επαναλήφθηκε πολλές φορές, ώσπου ο άγιος παρουσιάστηκε σε κάποιον ευσεβή βοσκό και του υπέδειξε τον τόπο που ήθελε να χτίσουν εκκλησία και να τοποθετήσουν την εικόνα του. Συγκεκριμένα, του είπε να ξεκινήσει το πρωί, όπως κάθε μέρα, να πάει προς τη μάντρα του και εκείνος θα τον καθοδηγήσει. Έτσι και έκανε, όμως τότε ένα παράξενο φαινόμενο συνέβη. Όπως περπατούσε, πίσω του ήταν νύχτα και μόνο μπροστά του, στο δρόμο προς το ακρωτήρι, ήταν ημέρα. Ακολουθώντας λοιπόν το θαυματουργό μήνυμα του αγίου έφτασε στο ακρωτήρι, στον τόπο που όπως κάθε μέρα βρισκόταν η εικόνα και εκεί το φαινόμενο σταμάτησε. Κατάλαβε λοιπόν, ότι αυτό ήταν το μέρος όπου ο άγιος ήθελε να χτιστεί ο ναός. Έτσι έκτισε εκεί ένα ξωκλήσι αφιερωμένο στον άγιο.
Ο θαυματουργός τρόπος, με τον οποίο ο άγιος υπέδειξε τη θέση του ναού, έγινε γνωστός σε όλη τη Λήμνο, με αποτέλεσμα πλήθος προσκυνητών να συρρέουν στη γιορτή του, στις 7 Σεπτεμβρίου και σταδιακά να καθιερωθεί τριήμερο παλλημνιακό πανηγύρι. Από την παραμονή πλήθη πιστών, σωστά καραβάνια, συνέρρεαν από όλα τα χωριά. Άλλοι φιλοξενούνταν σε σπίτια γνωστών τους, στο κοντινό χωριό Φισίνη, και άλλοι κοιμόντουσαν στα κελιά που είναι χτισμένα γύρω από το ναό. Το βράδυ, γινόταν ο εσπερινός και στη συνέχεια ακολουθούσε γλέντι με λύρες και βιολιά. Ανήμερα, μετά την πανηγυρική θεία λειτουργία και τη λιτανεία της εικόνας, το γλέντι συνεχιζόταν ως το άλλο πρωί. Την επόμενη μέρα σιγά-σιγά οι προσκυνητές αναχωρούσαν με τα ζώα τους για τα χωριά τους.
Η Φισίνη είναι σήμερα ένα όμορφο και ήσυχο χωριό. Εκτός από τις μουριές και τις συκιές στην περιοχή έχει και πολλές όμορφες τζιτζιφιές – όπως εξάλλου και σε όλη τη Λήμνο. Όπως αναφέρει το Lemnos Report σε ρεπορτάζ του Αντώνη Καραγιάννη με εξαίρετες φωτογραφίες στις 5-9-2017, η πρώτη τζιτζιφιά στη Φισίνη έφτασε από το Αϊβαλί, πέντε γενιές πριν, από τον μπογιατζή (επάγγελμα όχι όνομα). Τότε πήγαιναν στο Αϊβαλί να αγοράσουν μπογιές για τα ρούχα, να βάψουν τα υφάσματα που έφτιαχναν στον αργαλειό. Πώς πήγαιναν με βάρκα από τη Φισίνη στο Αϊβαλί μόνο ο Θεός το ξέρει.
Η τζιτζιφιά βρήκε στις αμμώδεις και άνυδρες περιοχές τις Φισίνης το έδαφος που ήθελε. Έτσι με την πάροδο των χρόνων δυτικά της Φισίνης προς την Αγία Σοφιά και νοτιοανατολικά της προς του Λουρί άπλωσε και κυριάρχησε.
Τα τζουτζούφια (τζίτζιφα) όταν ήμασταν παιδιά τα τρώγαμε, αν και δεν είναι όλα καλά. Υπήρχαν τότε πέντε τζιτζιφιές (ήμερες τις λέγαμε) που ο καρπός τους ήταν μεγάλος γλυκός και εύγεστος. Φέτος που τις αναζήτησα βρήκα να ζουν ακόμα μόνο οι δύο. Οι άλλες, οι «άγριες» κάνουν μικρότερο καρπό και μάλλον στυφό
Όταν θα πάτε στον Άγιο Σώζο στο πανηγύρι, πηγαίνοντας ρίξτε μια ματιά, και αν δεν τις γνωρίζετε θα τις αναγνωρίσετε εύκολα. Είναι τα δέντρα που θα συναντήσετε στο δρόμο μετά την Αγ. Σοφιά προς τη Φισίνη, κυρίως στα δεξιά σας καθώς πηγαίνετε (μοιάζουν αρκετά με τις ελιές).
Χωριό πλούσιο στις δόξες του, είχε να επιδείξει αγγειοπλάστες και άριστους χτίστες μύλων. Τα παλαιά αρχοντικά, μαρτυρούν τα μεγαλεία που γνώρισε ο τόπος. Οι κάτοικοι που έφυγαν, αρχίζουν σιγά-σιγά να γυρίζουν και να συντηρούν τα μοναδικής αισθητικής σπίτια τους.
Ο Σύλλογος του χωριού διοργανώνει κάθε καλοκαίρι στην πλατεία του χωριού το ετήσιο γλέντι με πολλά σουβλάκια, μπύρα και χορό. Παραδοσιακούς χορούς παρουσιάζει ο Εξωραϊστικός Σύλλογος Ανδρωνίου και το γλέντι κρατάει μέχρι αργά τη νύχτα με τη μουσική συνοδεία.της ορχήστρας του Δημήτρη Μαυράκη.
Βιβλιογραφία
• Θ. Μπελίτσου, Η Λήμνος και τα χωριά της, 1994.
• Τουρπτσόγλου-Στεφανίδου Βασιλική, «Ταξιδιωτικά και γεωγραφικά κείμενα για τη νήσο Λήμνο (15ος-20ος αιώνας)», Θεσσαλονίκη 1986.
• Cdrom Επαρχείου Λήμνου: “Λήμνος αγαπημένη”.
• “ΛΗΜΝΟΣ: Ιστορική & Πολιτιστική Κληρονομιά”, εκδ. Γ. Κωνσταντέλλης, 2010.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Εδώ ολοκληρώνεται η παρουσίαση όλων των χωριών της Λήμνου, που ξεκίνησε πριν από μερικούς μήνες.
Το κάθε χωριό με τις δικές του ομορφιές, τα δικά του αξιοθέατα, την ιστορία, τα δικά του ήθη και έθιμα.
Κοινό χαρακτηριστικό όλων, η καλοσύνη, η εργατικότητα και η φιλοξενία των κατοίκων του. Και οι δραστήριοι σύλλογοι που έχουν αναπτυχθεί τόσο στα χωριά όσο και σε άλλα μέρη της Ελλάδας και του εξωτερικού.
Στα γραφεία της εφημερίδας μας ΛΗΜΝΟΣ και του ΡΑΔΙΟ ΑΛΦΑ στη Μύρινα διατίθεται δωρεάν το βιβλίο-τουριστικός οδηγός της Λήμνου στα Αγγλικά. Έχει τίτλο LEMNOS, ALL YOU KNOW AND ALL YOU WOULD LIKE TO KNOW ABOUT THE ISLAND OF (GOD) IFESTOS, με 138 σελίδες σε πολυτελές χαρτί, με πολλές έγχρωμες φωτογραφίες του νησιού και, εκτός από τα άλλα, με μια σύντομη αναφορά σε κάθε ένα από τα χωριά της Λήμνου.