Χριστούγεννα ροκ στη μάντρα

Επιμέλεια Δημοσίευσής: Θ. Δημητριάδης
Χριστούγεννα ροκ στη μάντρα
Του Θοδωρή Μπελίτσου
Κουκουλωμένον με δυο κουβέρτες, με το αερόθερμο στο φουλ και με τη βροχή να βομβαρδίζει αναστάλαγη το πλακόστρωτο της αυλής, τον βρήκε η παραμονή των Χριστουγέννων.
Ήταν αγροτικός γιατρός στη μικρή κωμόπολη του νησιού. Στην ανάγκη τους, όλοι τον ψάχνανε. Σαν έπεφτε το σκοτάδι όμως, τον ξεχνούσαν στο παγωμένο εργένικο δωματιάκι που νοίκιαζε. Ακόμα και κάποιες κακοπαντρεμένες που αναζητούσαν κάτι διαφορετικό, κάτι εξωτικό, μακάρι να ’ξεραν κι αυτές τι ακριβώς ζητούσαν και του είχαν γίνει τσιμπούρι, ακόμα κι αυτές σήμερα τον είχαν αφήσει στη μοίρα του και γιόρταζαν ασφαλισμένες στα κονάκια τους.
Πάτησε το play στο κασετόφωνο. Οι σκληρές νότες του Πέτε Τάουνσχεντ σκέπασαν για λίγο τον βρόντο των κεραυνών χωρίς να καταφέρουν να τον ζεστάνουν, ενώ ο Ρότζερ Ντάλτρεϊ με το τραγούδι του σκόρπισε στην ατμόσφαιρα το προαιώνιο ερώτημα:
«Χού αρ γιού; Χού, χού, χού, χού αρ γιού;»
«Ποιος είμαι, αλήθεια;» αναρωτήθηκε και ανασηκώθηκε να πιει μια γουλιά κονιάκ από το μπουκάλι που είχε ακουμπήσει στο πάτωμα. Τράβηξε μια ακόμα γουλιά. Ένιωσε το κάψιμο να κατεβαίνει όμορφα ως το στομάχι του, ύστερα να διαχέεται απαλά στα σωθικά του, να απλώνεται και να ζεσταίνει όλο το κορμί του.
Πέταξε τις κουβέρτες κι άρχισε με μανία να παίζει ντραμς στον αέρα, παρέα με τον μακαρίτη Κέϊθ Μουν, που είχε ήδη ξεκινήσει να βασανίζει τα κρουστά στο κασετόφωνο. Ο Ντάλτρεϊ επέμενε φορτικά να τον βομβαρδίζει με το αναπάντητο ερώτημα.
«Ουέλ. Χού αρ γιού; Άϊ ρίαλι ουάντ του νόου, χού αρ γιού;»
«Ποιος αλήθεια είμαι γω και πού πάω;», αναρωτήθηκε.
Ξάπλωσε αποκαμωμένος. Η βροχή σα να χε κοπάσει κάπως.
«Τι γυρεύω εδώ στο διαβολότοπο;» μουρμούρισε κι αποκοιμήθηκε. Μα δεν φχαριστήθηκε. Βασανισμένο ύπνο έκανε. Μια η καμπάνα που χτύπησε αχάραγο, μια τα μεγάφωνα του Δήμου με τα τρίγωνα κάλαντα και τα άλλα γιορτοτράγουδα, τον βρήκε το απομεσήμερο με μαυρισμένη διάθεση, πάνω από μια κούπα καφέ.
Οι κρουνοί του ουρανού δεν είχαν σταματημό. Τα αστραπόβροντα τράνταζαν τα τοιχία. Η βροχή είχε εισβάλει με ορμή στο δωμάτιο κι ο θόρυβος από τους ρεύτες τρυπούσε τα μηλίγγια του. Σκοτείνιαζε, μέσα κι έξω. Η μποτίλια με το κονιάκ στο πάτωμα τον περίμενε για τη συνέχεια. Έφαγε ένα μήλο κι άρπαξε το μπουκάλι, έτοιμος να πιάσει το νήμα από κει που το είχε αφήσει την προηγούμενη. Ήπιε μια γουλιά και πάτησε το play. Οι ‘Δε Χού’ ήταν εκεί, μα είχαν αλλάξει τροπάριο. Τώρα του θύμιζαν πως κάτι είχε χάσει:
«Εντ Τόμι ντάζαντ νόου χουάτ ντέι ιτ ιζ. Χι ντάζαντ νόου χού Τζίζας ιζ, όρ χουάτ πρέινγκ ις».
Ανάθεμα! Όλα τα ’χε, αυτό του έλειπε τώρα, να τραγουδάνε οι κασέτες ροκιές για τα Χριστούγεννα. Πάτησε το stop και σήκωσε το μπουκάλι. Δεν είχε μείνει ούτε μια γουλιά. Το πέταξε νευριασμένος και ξάπλωσε. Το τραγούδι συνέχιζε στο μυαλό του. Στράφηκε με νεύρα στο κασετόφωνο. Ήταν κλειστό. Μα το τραγούδι δεν έπαυε να στριφογυρίζει στο μυαλό του.
Κάποια στιγμή σαν να άκουσε να χτυπά κάποιος την πόρτα του.
Στην αρχή δεν κατάλαβε αν χτυπούσαν τα ντράμς ή η πόρτα.
Τι στο δαίμονα συμβαίνει εδώ; έσκουξε και έκλεισε τ’ αυτιά με τις παλάμες του. Η πόρτα τώρα χτυπούσε πιο δυνατά.
Σηκώθηκε όλο νεύρα. Κάποιος πράγματι χτυπούσε την πόρτα. Την άνοιξε με μανία, έτοιμος για καυγά.
«Γιατρέ, βοήθεια, η μάνα μου γεννάει», δυο φωτεινά ματάκια, θολωμένα από την αγωνία, εκλιπαρούσαν.
Πήρε την τσάντα του, φόρεσε το αδιάβροχο και ξεκίνησε. Μπροστά ο μικρός, πίσω αυτός. Σε λίγο βγήκαν απ’ την πόλη και πιάσαν το μονοπάτι κατά το βουνό. Οι γαλότσες βούλιαζαν στη λάσπη. Η βροχή συνέχιζε αλλά πιο ήρεμα τώρα. Κατάλαβε πως πλησίαζαν σε μια μάντρα. Δεν την έβλεπε, είχε πια νυχτώσει καλά, αλλά οι φωνές της ετοιμόγεννης από τις ωδίνες ράγιζαν τις βίνες. Η μαμή παρούσα, η γέννα δύσκολη. Ο κεχαγιάς κάπνιζε στο σκαλί τρέμοντας από το φόβο κι απ’ το κρύο.
«Τη μάνα, γιατρέ, σώσε τη μάνα πρώτα», ικέτεψε.
Τρεις ώρες πάλεψε με την κουτάλα να φέρει το έμβρυο στη θέση του, να το ξετυλίξει απ’ το λώρο. Αχνοχάραζε σαν λευτέρωσε τη γυναίκα από το μωρό.
«Αγόρι!», φώναξε του κεχαγιά.
Βγήκε να πάρει αέρα. Η βροχή είχε σταματήσει και το βρεγμένο χώμα μύριζε ζωή.
«Κι η κυρά καλά είναι», τον καθησύχασε.
Ένα κορίτσι έφερε δροσερά σμάνουρα με πετμέζι και το ρακί. Ο κεχαγιάς έλαμπε. Δεν ήξερε πώς να τον ευχαριστήσει. Του ’βαλε με το ζόρι δυο ξερά τυριά στην τσάντα. «Θα σου φέρω και σαλαμούρα», υποσχέθηκε.
Ήπιε μια ρακή για το καλό, ευχήθηκε κι έφυγε.
Καθώς κατηφόριζε, στράφηκε προς τη μάντρα. Μια χτισμένη σπηλιά ήταν. Όπως κι η σπηλιά που είχε γεννηθεί ο Χριστός.
Είχε ξαστερώσει πια και το φεγγάρι, ολόφεγγο, φώτιζε σα μέρα.
Δυο τρία ζώα στο σαθύρι λούζονταν στο φως του.
Ίδια η φάτνη με το άστρο της Βηθλεέμ. Σταυροκοπήθηκε δακρυσμένος.
«Εγώ θα στο βαφτίσω!», φώναξε στον κεχαγιά.
«Θωμά θα τον βγάλω», συμπλήρωσε, «αλλά θα τον φωνάζω Τόμμυ», ψιθύρισε και συνέχισε τον κατήφορο σφυρίζοντας χαρούμενα.
(Ο Θοδωρής Μπελίτσος (γεν. 1957) είναι Χημικός, πρώην εκπαιδευτικός σε Λήμνο, Πειραιά και Νέα Σμύρνη. Ασχολείται με την ιστορία, λαογραφία, γλώσσα, λογοτεχνία. Εξέδωσε 25 περίπου βιβλία, εκ των οποίων τρεις συλλογές διηγημάτων. Δημοσίευσε δεκάδες άρθρα, μελέτες, βιβλιοκρισίες και διηγήματα. Για το έργο του τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών και τοπικούς φορείς. Διηγήματά του έλαβαν το πρώτο βραβείο σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Διατηρεί το blog «The strange quark: Καταφύγιο λόγου».)