Αχ αυτά τα πλοία ! (μέρος ΙΙ)

Γράφει η Χριστίνα Κάβουρα
Αχ αυτά τα πλοία ! (μέρος ΙΙ)
Πάντα θεωρούσα τη θάλασσα σαν μια ανυπέρβλητη μορφή ελευθερίας. Ποτέ δεν την είδα σαν όριο, δέσμευση, απομόνωση. Για όλους εμάς που μεγαλώσαμε σε ένα νησί η θάλασσα ήταν ότι καλύτερο και ονειρικό μας είχε χαρισθεί. Ζούσαμε στην απέραντη επικράτειά της, την καλοδεχούμενη απλωσιά της, βιώναμε καθημερινά τις αλλαγές της, μαγευόμαστε από τα χρώματά της, παίζαμε δίπλα της, τα πρώτα παιγνίδια των αγοριών ήταν καράβια, και μάλιστα αυτοσχέδια καράβια από λαμαρίνα, τις λεγόμενες καράβες, από τενεκέδες τυριού φτιαγμένα με πολύ μεράκι, με άλμπουρα, κατάρτια, πανιά και ονόματα. Αυτές τις φημισμένες πολύχρωμες καράβες μαζευόταν για να τις πλεύσουν στους γιαλούς, μικροί υπέροχοι καπετάνιοι.
Μάθαμε να αγαπάμε και να σεβόμαστε τη θάλασσα μια που δεν είναι η ίδια υπόλογη ούτε για τις φουρτούνες της. «Υπό ανέμων η θάλαττα ταράσσεται. Ει δε τις αυτή μη κινεί, πάντων εστί δικαιοτάτη» πρεσβεύει ο Πλάτων.
Η θάλασσα λειτουργούσε πάντα σαν ένας ανοιχτός ορίζοντας για μας, το απέραντο γαλάζιο των παιδικών μας χρόνων, η απέραντη νοσταλγία του σήμερα, ειδικά για όλους τους Λημνιούς που αναγκαστήκαμε να εκπατριστούμε.
Θυμάμαι το «πλωτό» μας Γυμνάσιο! Θυμάμαι τη θάλασσα όπως την έβλεπα από κάποιες τάξεις Γυμνασίου, θυμάμαι πόσο πολύ μου έφτιαχνε τη διάθεση, πόσο πολύ με βοηθούσε να ονειροπολώ σε κάποιες ώρες ανιαρών μαθημάτων. Ήταν η χαρά και η φυγή από την όποια δύσκολη πραγματικότητα. Και μετά στο διάλειμμα από τον περίβολό μας είχαμε «πιάτο» τη θάλασσα απέναντι, τα μάτια μας ξεκουραζόταν πάνω της η ψυχή μας έπαιρνε κάτι από το γαλάζιο της, γινόταν γαλανή και απέραντη.
-Δεν έχουμε πλοία, μου είπε ανενδοίαστα ο αρμόδιος για τα δρομολόγια των πλοίων στο Υπουργείο Ναυτιλίας και με άφησε κατάπληκτη.
-Πως δεν έχουμε πλοία του απάντησα, εμείς είμαστε νησιώτικος λαός, πλοία πρέπει να έχουμε, και τα πλοία πρέπει να τα επιχορηγούμε σε όλες τις γραμμές, σε όλα τα νησιά μας ! (απ ότι μαθαίνω και άλλα νησιά μας έχουν δυστυχώς το ίδιο πρόβλημα με τα πλοία!)
Δεν έχουμε πλοία, δεν έχουμε και λιμάνια, ή δεν υπάρχουν λιμάνια για εμάς. Παλιότερα έφευγε το πλοίο από τη Ραφήνα ή από τον Πειραιά. Λιμάνια και τα δυό με κόσμο, κοντά στην πόλη, με καλές συγκοινωνίες, πολιτισμένα πράγματα. Μετά παραπονέθηκαν οι κάτοικοι της Ραφήνας, κάτι που είμαι σε θέση να γνωρίζω, ότι τα πλοία βρώμιζαν τη θάλασσα «τους» και δεν ήθελαν και τόσο κόσμο στο λιμάνι «τους». Μετά από διαβήματα των «ισχυρών» κατοίκων της Ραφήνας, μας εξόρισαν εμάς στο πουθενά. Γιατί στο λιμάνι του Λαυρίου δεν υπάρχει ούτε ένας σωστός καφενές να κάτσει ο επιβάτης να περιμένει το πλοίο, ιδιαίτερα κάποια καλοκαίρια που το πλοίο ακολουθούσε δικά του δρομολόγια, αδιανόητα για τον επιβάτη που το περίμενε καθισμένος κατάχαμα στις πλάκες του λιμανιού, αν δεν είχε αυτοκίνητο, ώρες αναρίθμητες.
Ένας αξιωματικός πάλι της αεροπορίας που με άκουσε να διαμαρτύρομαι στο βιβλιοπωλείο κάτω από το σπίτι μου για τα πλοία, μου είπε ότι για εκείνον δεν υπάρχει άλλος τόπος πάνω στη γη σαν τη Λήμνο, ούτε άλλο νησί σαν την αγάπη του, τη Λήμνο ! Έτσι απλά τα έλεγε ο άνθρωπος, κυριευμένος από μια νοσταλγία που καθρεφτιζόταν στα μάτια του και τα λόγια του έσταζαν μέλι. Υπάρχουν πολλοί που αγαπούν το νησί μας, το κράτος γιατί δεν μας αγαπά ?
Προσωπικά προτιμώ το λιμάνι του Πειραιά, προτιμώ να φύγω από ένα «αξιοπρεπές» λιμάνι, με ένα αξιόπλοο πλοίο και ας κάνω και περισσότερες ώρες. Αλλά δυστυχώς αυτό θεωρείται από πολυτέλεια ως παράλογη απαίτηση!
Τελικά τι θα γίνει και φέτος με τα πλοία ?
Θα περιμένουμε τι θα … περισσεύσει από άλλες πιο … «γόνιμες» γραμμές για να το πάρουμε εμείς και να είμαστε και ευχαριστημένοι ??
Να ξαναπάμε στο Υπουργείο Ναυτιλίας βροντώντας τενεκέδες και ζητώντας πλοίο ?
Που να απευθυνθούμε ? Τι να πω, έκλεισε και το Μαντείο των Δελφών, ήταν και αυτό μια κάποια λύση!
Πάλι, για μια ακόμα φορά αισθάνομαι να βιώνω τις συνθήκες μιας επιβεβλημένης άνωθεν εξορίας, τη δυσχέρεια να γυρίσω στο σπίτι μου.