Εμείς, ο …. Πολιτισμός μας και το …. παγκάκι
Εμείς, ο …. Πολιτισμός μας και το …. παγκάκι
της Χριστίνας Κάβουρα
Θυμάμαι ! Προσπαθώ να διαχειριστώ αναμνήσεις από μια παλιά, δύσκολη εποχή στην αρχή των θαυμάτων. Τότε που πηγαίναμε σχολείο κουβαλώντας μια φθαρμένη σχολική τσάντα, πολλά, απλά, μάλλον «καθημερινά» όνειρα, μη γνωρίζοντας πολλά για το αύριο που το περιμέναμε όμως πιο ηλιόλουστο, μη ξέροντας τον μεγάλο κόσμο, ήμασταν περιχαρακωμένοι και κατά το δυνατόν ευτυχισμένοι στον μικρόκοσμο μας, χωρίς να ζητάμε πολλά, χωρίς να έχουμε απέραντες προσδοκίες.
Πως τα βγάζαμε πέρα εμείς εκείνη την εποχή στο νησί με την φτώχεια, την ανεργία, τα χρήματα που ήταν λίγα, τα μεροκάματα που ήταν χαμηλά ?
Θυμάμαι κάποιες κωμικοτραγικές καταστάσεις στο Δημοτικό σχολείο όταν το πρωί έπρεπε όλα τα παιδιά να πιούμε υποχρεωτικά ένα ποτήρι γάλα σκόνη. Κάποιες συμμαθήτριες έφερναν μαζί τους σακουλάκια με κακάο να το ….. αρτύσουν για να κατεβαίνει ευκολότερα. Εγώ που υποχρεωτικά έπρεπε να περάσω στο σπίτι διαμέσω «Σκύλας και Χάρυβδης» για να πιώ το γάλα μου, που μας έφερνε ο γαλατάς κάθε πρωί, το οποίο και σιχαινόμουν εις το έπακρον, έπρεπε να ξαναπεράσω την διαδικασία, θέμα απόλυτα απαράδεκτο. Βρήκαμε όμως μια λύση μαζί με τις κολλητές μου. Τα παιδιά σε κάθε εποχή είναι ειδικά στο να βρίσκουν λύσεις και μάλιστα έξυπνες! Δώσαμε το ποτήρι με το γάλα μας στην Φώφη, ήταν κόρη στρατιωτικού που υπηρετούσε στην Λήμνο και μάλλον πολύ «αθώα» για τα δικά μας δεδομένα, η οποία και το ήπιε. Πρέπει να είχε πιεί η καημένη αρκετά ποτήρια γάλα, τα είχε πιεί όμως απ’ ότι θυμάμαι, με …. ευχαρίστηση.
Την άλλη μέρα δυστυχώς ήρθε η μητέρα της στο σχολείο, απαιτώντας να μην πιεί άλλο γάλα η Φώφη γιατί είχε πάθει διάρροια. Έπρεπε να βρούμε κάτι άλλο, και λύσεις βρίσκαμε διάφορες μέχρι να καταργηθεί αυτό το μέτρο. Όλο και κάποια από εμάς απασχολούσε την επιτηρήτρια δασκάλα μας, την κυρία Μαριγούλα, όσο οι άλλες να βρουν τρόπο κάπου να το χύσουν. Κάποια παιδιά όμως έτρωγαν το μεσημέρι στο συσσίτιο, καλομαγειρεμένο φαγητό από μια πολύ καλή μαγείρισσα, την μητέρα φίλου, την κυρία Άννα Δόλλαρη.
Υπήρχε και η Πρόνοια, δεν γνωρίζω πολλά πράγματα για το τότε έργο της αλλά προφανώς υπήρχε ένας φορέας βοήθειας.
Επίσης οι άνθρωποι είχαν κατανόηση και υπήρχε η αλληλοβοήθεια. Βοηθούσε η οικογένεια, οι συγγενείς, η κοινότητα. Βοηθούσαν οι Λημνιοί που είχαν μεταναστεύσει, πληγή η μετανάστευση, αλλά οι περισσότεροι τα πήγαν πολύ καλά εκεί που είχαν εγκατασταθεί και έκαναν και προσκλήσεις σε φίλους και συγχωριανούς τους για τα διάφορα μέρη του κόσμου όπου ζούσαν και εργαζόταν Έλληνες και Λημνιοί φυσικά. Αμερική, Αυστραλία, Αφρική, αργότερα Γερμανία.
Θυμάμαι τα παιδιά που πήγαιναν στο Γυμνάσιο και νοίκιαζαν κάμαρα στη Μύρινα. Όταν δεν ερχόταν τα λεωφορεία να φέρουν τα καλάθια με το καθημερινό φαγητό τους, π.χ. στις σπάνιες φορές που χιόνιζε και οι δρόμοι ήταν αδιάβατοι, οι γονείς μας και η γειτονιά πάντα τους έδιναν ένα πιάτο φαγητό. Επίσης όποιος περνούσε την ώρα του φαγητού προσκαλείτο να συνφάγει με την οικογένεια. Με ότι βρισκόταν στο τραπέζι, αυτό το λίγο ή το περισσότερο ευχαρίστως μοιραζόταν με τον ξένο και με χαρά.
Θυμάμαι έναν γεράκο που ζητιάνευε έξω από την Αγία Τριάδα, δεν θυμάμαι όμως πολλούς ζητιάνους.
Επίσης δεν θυμάμαι να είχαμε αστέγους. Φαίνεται ότι οι άστεγοι είναι το καινούργιο «προϊόν» του ….. πολιτισμού μας ! Οι περισσότεροι από αυτούς δεν απευθύνονται στις δομές του Δήμου μας, προφανώς κάτι ξέρουν περισσότερο. Προσπαθούμε όμως – και με επιτυχία – να τους εξασφαλίσουμε το καθημερινό τους.
Τελικά για να πάει ένας άστεγος σε κάποια δομή του Δήμου είναι τόσο μεγάλη η γραφειοκρατία και τόσα πολλά τα «χαρτιά» που απαιτούνται, ώστε όπως μου εξήγησε και ένας χρόνια άστεγος «όλο κάποιο θα λείπει». Η Εκκλησία ? Που είναι η Εκκλησία «να κατέβει στο δρόμο», εκεί που είναι το πρόβλημα ?
Προσπαθώ να βάλω σε μια δομή του Δήμου τον άστεγο Έλληνα που κοιμάται στο παγκάκι κάτω από το σπίτι μου, ενόψει και του επερχόμενου χειμώνα, αυτός ο ταλαίπωρος θέλει απεγνωσμένα να μπει σε μια δομή, οπουδήποτε, να επιβιώσει, αλλά δεν υπάρχουν απ’ ότι διαπίστωσα τέτοιες δομές, και αυτές που υπάρχουν δεν τον δέχονται γιατί ….. κουτσαίνει !