Περιοδικό

Ένας σταυρός με λασπούλα στο μέτωπο.- Το αγίασμα της Πλάκας Λήμνου (Διήγημα)

Ένας σταυρός με λασπούλα στο μέτωπο.
Το αγίασμα της Πλάκας Λήμνου
Του Κ. Σκούρα
Μύρινα 22 Αυγούστου 2022

Ιανουάριος 1955
Η γιαγιά Διασεμώ γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Πλάκα της Λήμνου το 1904. Πέντε εγγόνια είχε, αλλά η Φανούλα ήταν η αγαπημένη της. Ας μην είχε το όνομά της. Θα το έπαιρνε βέβαια αν η μάνα της Φανούλας δεν ήταν «κομματάκ τζαναμπέτισσα»1. Δεν ήταν και Λημνιά για να ξέρει το όνομα αυτό. Ο πατέρας της Φανούλας, ο γιός της, τη γνώρισε στο στρατό το 1953 σε ένα χωριό της Φλώρινας. Αγαπήθηκαν, την πήρε και την έφερε στη Λήμνο. Το πόδι της στη θάλασσα δεν το πάτησε, ας ήτανε ο άντρας της ψαράς και ήθελε τη βοήθειά της. Και μην της πεις να φάει ψάρια ή αχινούς. Μόλις τους έβλεπε έπαιρνε δρόμο και ούρλιαζε από το φόβο της. Τέλος πάντων όμως. Τη δέχτηκε η Διασεμώ . «Αφού ο γιος μας περνάει καλά εμείς περσεύουμε2» έλεγε και στον άντρα της.
Το 1955 στις 6 Ιανουαρίου γεννήθηκε ένα χαριτωμένο κοριτσάκι. Επιτέλους και ένα κορίτσι! Είπε η Διασεμώ και φωτίστηκε το πρόσωπό της. Δόξα τω θεώ θα ακούσω και εγώ το όνομά μου.
-Τι ονόματα είναι αυτά που έχετε εδώ, είπε η Φλωρινιώτισσα, μόλις άκουσε ότι το παιδί θέλουν να το βγάλουν Διασεμώ. Το δικό μου κοριτσάκι Διασεμώ! Άσε που το έχω και ταμένο να το πούμε Μαρία, το όνομα της Παναγίας που έσωσε τον πατέρα μου στον εμφύλιο το 1948. Το αυτί του έξυσε μια σφαίρα ανήμερα της Παναγίας. Και τη γλύτωσε με ένα σημαδάκι. Δεν είδες το σημάδι στο αυτί του; ρώτησε τάχα συγκινημένη τη Διασεμώ.
Παραλίγο να σκάσει από τη στεναχώρια η Διασεμώ. Το περίμενε αυτό το κορίτσι με τόση λαχτάρα. Οι άλλοι δύο γιοι της είχαν από δύο αγόρια ο καθένας. «Δεν θα δούμε θηλυκά στην οικογένεια» έλεγε τότε η Διασεμώ κάπως στενοχωρημένη. Το κοριτσάκι ήρθε, αλλά κοίτα τώρα αναποδιά με τις παραξενιές της νύφης της. Το δικό της το όνομα Κλεονίκη είναι τάχατις καλύτερο;
Πάτησε πόδι ο πατέρας της Φανούλας.
-Το παιδί θα το πούμε Διασεμώ αλλιώς…..
-Μαρία, επέμενε η Κλεονίκη, αλλιώς….
-Δεν χαλάνε το σπίτι τους για ένα όνομα, είπε τότε στο γιό της σαν να τον μάλωνε η Διασεμώ.
Έκανε το πικρό γλυκό. Ήξερε ότι Μαρία ήταν το όνομα της μάνας της Κλεονίκης και δεν θα την άφηνε να την κοροϊδέψει. Η πονηρή, η νύφη της, σκαρφίστηκε το παραμύθι με τα ταξίματα και τις σφαίρες, σκέφτηκε η Διασεμώ.
-Ας το πούμε Φανούλα αφού γεννήθηκε τα Φώτα, είπε τότε στη νύφη της με κρύα καρδιά.
Ισοπαλία λοιπόν. Ούτε Διασεμώ αλλά ούτε και Μαρία.
Φανούλα το κοριτσάκι.
Σεπτέμβριος 1967
Στο αγίασμα του Αγίου Χαράλαμπου το νερό μόλις που έτρεχε στην πηγή. Η θαυματουργή λάσπη κόντευε να ξεραθεί τελείως. Ήταν αρκετή όμως για να κάνει το θαύμα της. Η Φανούλα δεν θα ξεχάσει ποτέ αυτή τη μέρα που πήγε με τη γιαγιά της στο αγίασμα.
– Θα φέρω και εγώ τα παιδιά και τα εγγόνια μου εδώ άμα υπάρχει μέχρι τότε το εκκλησάκι και το αγίασμα. Θα το γράψω και στο ημερολόγιό μου για να μην το ξεχάσω, σκέφτηκε η Φανούλα που είχε κλείσει πια τα δώδεκα.
-Βάλε Φανούλα μου λίγη λασπούδα από το αγίασμα στο κεφαλάκι σου. Να, άπλωσε το χεράκι σου και με το δαχτυλάκι, πάρε λασπούλα και φτιάξε ένα σταυρό στο μέρος που σε πονεί.
– Μα δε με πονεί τίποτα γιαγιά. Μόνο ένα σημαδάκι έχω εδώ, που είναι από τότε που έπεσα πάνω σε κάτι βούρλα. Θυμάσαι που κρατούσα το γάιδαρό μας με το σκοινί; Με τράβηξε και εγώ σκόνταψα και έπεσα. Κοίτα τι μου άφησε εδώ στο γόνατο. Κοίτα!
– Θα φύγει με τη λάσπη, είπε με βεβαιότητα η Διασεμώ. Με αυτή τη λασπούδα θεραπεύτηκε ένας αρχαίος που τον είχε δαγκώσει φίδι. Τον πετάξανε τον καημένο στη Λήμνο και βρήκε μια σπηλιά και γιατροπορεύτηκε3. Η δικιά σου γρατσουνιά σιγά- σιγά θα χαθεί. Και ούτε θα τη δει ποτέ ο γαμπρός. Και άμα δε φύγει, τώρα οι γυναίκες φοράνε και παντελόνια. Δεν θα φαίνεται.
– Φάρμακο είναι γιαγιά; Τότε να το δίνουνε και οι γιατροί. Μήπως να το κάνουμε και εμβόλιο;
Γέλασε η Φανούλα και το πρόσωπό της φωτίστηκε. Πρώτη φορά έλεγε ένα αστείο που το έφτιαξε η ίδια. Γέλασε και η Διασεμώ .
-Τίποτα δεν πιστεύετε πια εσείς… τη μάλωσε η γιαγιά. Να ξέρεις ότι μια μάνα από το Ρουσσοπούλι – Ανδρονίκη τη λέγανε- έπαθε συμφόρεση και ήταν ακίνητη, ένα μήνα ακούνητη. Ήρθε ο άντρας της με το γαϊδουράκι του και πήρε λάσπη από το αγίασμα. Με αυτή τη λάσπη την έτριβε κάθε μέρα και η γυναίκα έγινε καλά. Τη βοήθησε και ένας γιατρός που ήταν στο Μούδρο εξόριστος4.
-Το είδες με τα μάτια σου γιαγιά; Και πού ξέρεις ότι έγινε καλά από τη λάσπη και δεν τη γιάτρεψε ο γιατρός;
– Η ίδια η γυναίκα μου το είπε. Τη βλέπω κάθε χρόνο, έρχεται και κάνει αγρυπνία στα κελιά του Αγίου Χαραλάμπου. Την είδα και φέτος και μιλήσαμε. «Με έσωσε η λασπούλα» μου λέει. Εκεί που ήταν να πεθάνει, τώρα δουλεύει και φτιάχνει κεραμίδια. Αχ Φανούλα μου.. μη γίνεσαι άπιστος Θωμάς.
Πήρε μία πλατιά πέτρα δίπλα από τη θάλασσα, την έβαλε στο κεφάλι της και άρχισε να ανεβαίνει με προσοχή τα σκαλιά.
-Βαλε και εσύ μια μικρή πετρούλα στο κεφάλι και ανέβα. Πονοκέφαλο δεν θα νιώσεις ποτέ με αυτή την πετρούλα. Να τη ρίξεις μπροστά στο εκκλησάκι, όσο μπορείς πιο κοντά. Ο άγιος θα σε δει.
-Τι μου λες γιαγιά; Δεν έχω ποτέ πονοκέφαλο. Και με την πλάκα στο κεφάλι θα χαλάσουν τα μαλλιά μου. Σε λίγες μέρες ανοίγουν τα σχολεία και θα είμαι πια στο Γυμνάσιο στη Μύρινα. Γιαγιά είναι αλήθεια ότι τα παιδιά της Μύρινας μας κοροϊδεύουν εμάς από τα χωριά; Ένα αγόρι είπε ότι δεν θα πάει στο Γυμνάσιο γιατί εκεί μας λένε αλατόκωλους. Μας ζηλεύουν για το αλάτι που μαζεύουμε στην Αλυκή.
– Αφήστε τους Καστρινούς5 να λένε. Εσείς τα μαθήματά σας να κοιτάτε. Δε βλέπεις πόσα παιδιά μας πήγαν και τελείωσαν κιόλας; Οι καλύτεροι μαθητές είναι. Να δεις που παιδιά από την Πλάκα θα γίνουν γιατροί και δάσκαλοι. Και συ δασκάλα να γίνεις. Αχ Φανούλα μου, θα μπορέσει ο γιος μου να σε στείλει για σπουδές; Αχ! Άμα δεν είσαι πλούσιος παραμένεις αμόρφωτος. Εσύ όμως να ξέρεις πως έχεις τη γιαγιά σου. Εγώ θα σου πληρώνω το νοίκι.
-Εκείνο το βουνό γιαγιά, είπε το κορίτσι, είναι το νησί Ίμβρος. Μας το είπε ο δάσκαλος. Ήταν Ελληνικό αλλά το πήραν οι Τούρκοι. Λες να έρθουν εδώ και να μας σκλαβώσουν πάλι;
-Κανείς δεν θα έρθει. Οι δικοί μας αναγκάστηκαν να φύγουν. Τον ξέρεις τον Απόστολο το γείτονά μας; Ίμβριος είναι. Ήρθε από απέναντι με τη βάρκα, κρυφά, μια νύχτα. Και έμεινε εδώ. Καλός άνθρωπος και καλός Χριστιανός. Στο Κάστρο που θα πας τώρα ζουν αρκετοί Ίμβριοι και Τενέδιοι. Ένας μάλιστα είναι καθηγητής και θα τον έχεις στο Γυμνάσιο.
Ανεβήκαμε και πετάξαμε την πέτρα μπροστά στο Εκκλησάκι. Υπήρχε ένας τεράστιος σωρός που έφτανε σχεδόν μέχρι το πορτάκι για το καντήλι. Μέχρι τότε πάντα αναρωτιόμουν ποιος έφερε εδώ αυτές τις πλάκες. Ίσως για να τις βάζουν πάνω από τα τυριά στο δοχείο με τη σαλαμούρα6, σκεφτόμουν. Το είχα δει στο σπίτι της θείας μου. Σήμερα όμως λύθηκε το μυστήριο. Οι πετρούλες ήταν για τον πόνο και κάθε μια τους είχε μέσα της μία ελπίδα. Το εκκλησάκι, η λασπούλα, η αναμονή για το γυμνάσιο, ή καταγάλανη θάλασσα, η πανύψηλη Σαμοθράκη απέναντι, οι πέτρες και το φωτεινό πρόσωπο της γιαγιάς μου, με έκαναν ευτυχισμένη. Αν δε ήταν και οι κυνηγημένοι Ίμβριοι θα πετούσα από τη χαρά μου.
-Πάμε τώρα στα κελιά στον Άγιο να φάμε. Να ανάψουμε και ένα κερί στην καινούρια εκκλησία. Αχ να έβλεπες Φανούλα μου τι μεγαλεία στα εγκαίνια. Ο ίδιος ο Μητροπολίτης ο Παντελεήμονας ήρθε. Κόσμος !! Από το Κάστρο, από παντού. Ήταν τριάντα Ιουλίου του 61, πριν έξι χρόνια. Όλοι οι φιλέορτοι ήταν εδώ, είπε η Διασεμώ με στόμφο.
-Ποιοί ήταν αυτοί οι φιλέορτοι γιαγιά . Πες μου πώς θυμάσαι την ημερομηνία. Εγώ μονάχα την 25 Μαρτίου 1821 θυμάμαι και την 28η Οκτωβρίου 1940. Τώρα γιαγιά μας λένε να θυμόμαστε και την 21 Απριλίου 1967 αλλά εγώ γιαγιά…
Έσκυψε στο αφτί της και της είπε ψιθυριστά: Ο φίλος μου ο Αντώνης γιαγιά μάς είπε ότι τον θείο του το Νίκο τον πήραν οι χωροφύλακες και τον έβαλαν φυλακή. Άλλοι λένε ότι τον χτύπησαν και τον το έστειλαν σε άλλο νησί. Αυτό το λένε εξορία, είπε ακόμα πιο σιγά η Φανούλα. Μας το έλεγε με κλάματα και εγώ είπα ότι δεν θα θυμάμαι την 21 Απριλίου. Καλά έκανα γιαγιά;
Η Διασεμώ χάιδεψε την εγγονή της και τη φίλησε.
– Μπράβο Φανούλα μου αλλά είσαι μικρή γι αυτά. Κοίτα εδώ έχω ένα μελίπαστο7 και σταφύλια. Αχ Φανούλα τι έπαθα σήμερα! Είχα βγάλει και μια βότενα 8 να την πάρουμε μαζί. Ώσπου να βγάλω ένα κουβά νερό από το πηγάδι την δάγκωσε το γαϊδούρι, καταραμένο να είναι!
Ήταν φανερό πως η γιαγιά Διασεμώ ήθελε να κόψει τη κουβέντα για το θείο του Αντώνη. Αλλά και η Φανούλα το είχε πια ξεχάσει.
– Ζώο είναι γιαγιά θα πεινούσε κι αυτό. Αχ, δεν μου είπες, ποιοι ήταν οι φιλέορτοι;
-Δεν ξέρω ακριβώς, αλλά το είδα γραμμένο στην εφημερίδα ΛΗΜΝΟΣ. «Κράτα το αυτό το κομματάκι» μου είπε ο παππούς σου. Το χωριό μας προοδεύει. Σου το είπα για να σου κάνω τη μορφωμένη, γέλασε η Διασεμώ.
Ένα στρατιωτικό τζιπ έφτασε στον Άγιο Χαράλαμπο αφήνοντας πίσω του σύννεφο σκόνης. Ο αξιωματικός και ο οδηγός πήγαν στην εκκλησία και την περπάτησαν τριγύρω. Έκαναν έλεγχο, σαν να έψαχναν κάτι. Είδαν το γαϊδουράκι, τη γιαγιά και την Φανούλα. Κάτι ψιθύρισαν μεταξύ τους, μπήκαν στο αυτοκίνητο και έφυγαν βρίζοντας.
-Ναι, πολεμοφόδια κουβαλάμε για να σκοτώσουμε τον Παπαδόπουλο, κουτορνίθια! είπε σιγανά η γιαγιά, και η Φανούλα την κοίταξε με φόβο.
– Γιαγιά, χτες που παίζαμε, ένα παιδί της τάξης μου είπε ότι τώρα έχουμε Χούντα αλλά εμείς δεν ξέραμε τι να πούμε. Είναι καλό αυτό γιαγιά; Δεν θα μας αφήνουν να πάμε ούτε στο αγίασμα; Η Ελλάδα μας, η γλυκιά μας πατρίδα θα χαθεί; Να βάλουμε και λίγη λασπούδα στη σημαία μας;
Δάκρυσε η Διασεμώ.
-Τίποτα δεν θα χαθεί και εσύ να μη νοιάζεσαι. Έζησα εγώ παιδάκι μου πολλές συμφορές. Ακόμα και τους Τούρκους θυμάμαι. Έζησα τους Βαλκανικούς πολέμους και την κατοχή. Περπατώντας πήγαμε στο Μούδρο την πρωτοχρονιά του 1913 στο συλλαλητήριο για να ενωθούμε με την Ελλάδα. Είχαν παγώσει τα πόδια μας το θυμάμαι σαν τώρα. Αυτά που διαβάζετε τώρα εσείς στα βιβλία εγώ τα έζησα. Αυτό το Φάρο που βλέπεις εκεί θα ήμουνα εννιά με δέκα χρονών όταν τον παραδώσανε στο Ελληνικό κράτος την ίδια χρονιά. Γλυτώσαμε από τους Γερμαναράδες στην κατοχή. Πεινάσαμε. Χάσαμε ανθρώπους. Τώρα τίποτα δεν θα πάθουμε. Μη φοβάσαι.
Ο Ήλιος κρύφτηκε πίσω από το Άγιο Όρος. Πήραμε το δρόμο της επιστροφής.
-Εγώ γιαγιά άμα μεγαλώσω θα φύγω. Δεν ξέρω για πού, αλλά θα φύγω. Και αν δεν σπουδάσω πάλι θα φύγω. Και μάλιστα με το αεροπλάνο.
– Αχ Φανούλα μου ! και τη γιαγιά; Θα τη θυμάσαι τη γιαγιά; Άμα ζω δεν θα σε αφήσω. Ό,τι και να γίνει όμως μην ξεχάσεις να έρθεις μία ολόκληρη μέρα στον Άγιο. Και να βάλεις λασπούλα σε όλο σου το κορμί.
Τράβηξε το γαϊδουράκι δίπλα σε μία μεγάλη πέτρα, πάτησε πάνω και προσπάθησε να ανέβει .
Αχ! Αχ! Πάνε τα νιάτα. Εξηντατριών χρονών έγινα Φανούλα . Πόσο θα ζήσω ακόμα!
Αύγουστος 1979
Το είπε και το έκανε η Φανούλα. Τα έπαιρνε τα γράμματα. Έβγαλε το γυμνάσιο στη Μύρινα. Έμεινε κάπου στο Ανδρώνι με δύο ακόμα κορίτσια σε ένα δωμάτιο. Με αυγά, τυρί και ψάρια που της στέλνανε από το χωριό με καλάθια μεγάλωσε. Ύστερα γύρισε στο χωριό και περίμενε την ευκαιρία να φύγει.
-Πώς να σε στείλουμε στην Αθήνα για σπουδές Φανούλα; Τα ψάρια μάς τα παίρνουν τσάμπα. Και μία μέρα πάμε, δέκα καθόμαστε. Κάτι θα βρεις εδώ, κάτι θα κάνεις. Θα αλλάξουνε τα πράματα. Βλέπεις, η οικογένειά μας έχει και μουτζουρωμένα χαρτιά από το θείο σου τον Κομνηνό που βγήκε στο βουνό. Θα σε παίρνανε σε καμία θέση στο Δημόσιο….
Ήταν πια Καλοκαίρι του 1973 όταν η Φανούλα τελείωσε το γυμνάσιο στη Μύρινα και επέστρεψε στην Πλάκα. Εκεί στη Μύρινα, άκουσε για τις εξορίες, για τα βασανιστήρια και για τη Χούντα. Μια μέρα μάλιστα άκουσε και παράνομο σταθμό. Ο κυρ Παναγιώτης, που είχε ράδιο, δεν την πρόσεξε που μπήκε στο σπίτι του και το είχε ανοιχτό. «Ακούτε τη φωνή της αλήθειας» πρόλαβε να ακούσει η Φανούλα.
Τον λυπήθηκε τον πατέρα της το κορίτσι και θέλησε να τον παρηγορήσει.
Σύντομα θα φύγει η δικτατορία. Δεν θα κοιτάνε τα φρονήματα. Εγώ μπαμπά, λίγο πριν κλείσουν τα σχολεία, είδα γραμμένο στο θρανίο μου «Κάτω η Χούντα», «Κάτω» έγραψα και εγώ.
Έσκυψε στο αυτί του και του είπε ψιθυριστά: Και στην εκδρομή που πήγαμε μια μέρα, φύγαμε από τα άλλα μικρότερα παιδιά και λέγαμε απαγορευμένα τραγούδια. Είμαστε δυο είμαστε τρεις είμαστε χίλιοι δεκατρείς, έλεγε ένα θυμάμαι. Το έγραψε κάποιος Μίκης Θεοδωράκης ..
Πολύ γλυκός και καλός ο Παντελής, ο πατέρας της. Έσκυψε και τη φίλησε ενώ εκείνη περίμενε να τη μαλώσει. Τίμιος και ασυμβίβαστος, αξιοπρεπής. Μοναχοκόρη την είχε και δεν μπορούσε να τη σπουδάσει. Το μαράζι τον έτρωγε.
-Έπρεπε να πάμε και μείς στη Γερμανία τότε, όπως ο φίλος μου ο Σωτήρης από το Κοντοπούλι, έλεγε στη γυναίκα του. Έκανε προκοπή. Έχουν δική τους δουλειά και δουλεύει μαζί και ο γιός τους. Τον θυμάσαι το Σωτήρη; Έχει ένα γιό στην ηλικία της Φανούλας μας. Δεν έπρεπε να σε ακούσω… δεν έπρεπε …έλεγε στην Κλεονίκη.
Γλύκανε με τα χρόνια η Κλεονίκη. Και στη θάλασσα μπήκε, και παραγάδια δόλωνε, και ξεψάριζε και τα χταπόδια τα σβούριζε. Και με την πεθερά της τη Διασεμώ αγαπημένες.
-Θυμάσαι τότε που μαλώσαμε για το όνομα της Φανούλας; είπε μια μέρα στη Διασεμώ. Το μετάνιωσα τώρα. Τι Φανούλα τι Διασεμώ. Να, έλεγα ότι θα κάνω και άλλα παιδιά να δώσω το όνομά σου, αλλά ο θεός δεν μας έδωσε άλλο. Μου κρατάς κακία;
– Αχ! Πρέπει να μεγαλώσεις παιδιά για να καταλάβεις! Περασμένα ξεχασμένα της είπε η Διασεμώ και τη φίλησε.
Ο Σωτήρης ήρθε στις 25 Ιουλίου του 1979 με την οικογένειά του στο Κοντοπούλι. Ταξίδεψαν με δική τους ΜΕΡΣΕΝΤΕΣ από τη Γερμανία στην Ελλάδα. Είδε τη μάνα του και την άλλη μέρα έτρεξε να επισκεφτεί τον καρδιακό του φίλο, τον Παντελή, στην Πλάκα. Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν, έκλαψαν γέλασαν, αναστήθηκαν και οι δύο.
-Αύριο γιορτάζω είπε ο Παντελής. Θα έρθεις με την οικογένειά σου να σας κάνουμε το τραπέζι. Να γνωρίσουμε και τη γυναίκα σου … Ένα γιο έχεις μόνο;
-Μα …
– Όχι θα έρθεις οπωσδήποτε.
Το τραπέζι είχε πετεινό με τα φλωμάρια, παρόλο που ο Παντελής είναι ψαράς. «Δεν τα τρώνε γυναίκα όλοι τα ψάρια, όπως δεν τα έτρωγες και εσύ. Φοβούνται τα κόκκαλα». Εκείνη τους έφτιαξε τυροπτούδια με φρέσκο τυρί και μια κολοκυθόπιτα με μπόλικο τυρί καλαθάκι. Τους κέρασαν κρασί κόκκινο Καλαμπάκι, ήρθαν στο κέφι. Η συννυφάδα της Κλεονίκης έφερε σαμσάδες9, και κάθισε με τον άντρα της να γιορτάσουν μαζί. Θυμήθηκαν τα παλιά, τραγούδησαν κιόλας.
Ο γιος του Σωτήρη ψηλός και όμορφος . Άρεσε στη Φανούλα. «Ποιος ξέρει ποια Γερμανίδα θα τον χαίρεται» σκέφτηκε το κορίτσι και τον κοίταξε με την άκρη του ματιού της. Την κοίταξε και αυτός. Αυτό ήταν. Η Φανούλα έτρεξε στην κουζίνα και έβαλε τα κλάματα.
-Παντελή, θα μου κάνεις μια χάρη; είπε ο Σωτήρης φεύγοντας. Η γυναίκα μου είναι Σαλονικιά και έρχεται πρώτη φορά στο νησί. Και ο γιος μου έρχεται πρώτη φορά. Αύριο θα πάνε στη Μύρινα. Να αφήσεις να πάει μαζί τους και η Φανούλα, να τους δείξει τα αξιοθέατα…
-Είναι σωστό Σωτήρη να έρθει μόνη της; Ας έρθει και η μάνα της μαζί.
Τον κοίταξε σαν να σκεφτόταν και οι δύο το ίδιο πράγμα. Η μάνα της Φανούλας δεν μπορούσε να πάει. Και η μάνα του Σπύρου -έτσι έλεγαν το γιό του- τελευταία στιγμή αρρώστησε. Να ήταν σχέδιο του Σωτήρη αυτό; Ποτέ δεν το απάντησε ο Παντελής, η Φανούλα και η γυναίκα του.
-Εδώ σε αυτό το σπίτι της Βαλεντίνης, έμενα με άλλα δυο κορίτσια όταν πήγαινα στο Γυμνάσιο. Το μέρος εδώ το λένε Ανδρώνι. Πάμε να σου δείξω τον Πέτασο όπου οι γυναίκες της Λήμνου έριξαν τους άντρες τους στο γκρεμό 10.
– Εσύ θα με έριχνες αν ήμουνα ο άντρας σου; τη ρώτησε δειλά ο Σπύρος. Κοκκίνισε η Φανούλα
– Να και το Γυμνάσιο, ο Ρωμαίικος γιαλός, με τα αρχοντικά. Πάμε να ανεβούμε και στο Κάστρο πριν νυχτώσει.
– Και το μυτερό αυτό βουνό μπροστά μας; Ο ήλιος χάθηκε ακριβώς στη κορυφή του11; ρώτησε ο Σπύρος και πριν πάρει την απάντηση την κοίταξε και της ζήτησε να τον ακολουθήσει στη Γερμανία.
Είκοσι δύο Αυγούστου 1979 στα εννιάμερα της Παναγίας έγινε ο γάμος του Σπύρου και της Φανούλας στον Άγιο Χαράλαμπο.
– Θέλω αύριο να πάμε στο αγίασμα είπε η Φανούλα στο Σπύρο. Θέλω να μιλήσω με τη γιαγιά μου και να της πω τα νέα μου πριν φύγω. Έχει πεθάνει πριν δύο χρόνια αλλά τη νιώθω να είναι δίπλα μου. Θέλω να τη ρωτήσω αν κάνω το σωστό που φεύγω.
Πήγαν. Έβαλε λασπούλα στο μέτωπο και είπε στο Σπύρο να κάνει το ίδιο. Και αυτός δεν της χάλασε το χατίρι.
Καλοκαίρι του 2020.
-Φανούλα μαύρη πέτρα έριξες πίσω. Έλα να κάτσεις ένα καλοκαίρι να τα πούμε, να σε χορτάσουμε, της έλεγαν φίλες και συγγενείς της στο τηλέφωνο. Το γιο σου τον πάντρεψες. Υποχρεώσεις δεν έχεις . Πάρε και την εγγονή σου και έλα! Ούτε στους γονείς σου που σχωρέθηκαν δεν ήρθες… .
Βάρος την πλάκωνε τη Φανούλα στη Γερμανία. Με το ένα και το άλλο δεν έπαιρνε την απόφαση να έρθει. Τώρα όμως τα κατάφερε. Η παιδική της φίλη η Αγοραστούλα την περίμενε στο αεροδρόμιο. Αγκαλιές, κλάματα, χαρές.
– Σαράντα ένα χρόνια είχα να έρθω στο νησί μου, είπε η γιαγιά πια Φανούλα. Θα πάρουμε αυτοκίνητο και πρωί-πρωί θα ξεκινήσουμε για τον άγιο Χαράλαμπο. Από το γάμο μου το 1979 έχω να έρθω στο εκκλησάκι. Το έβλεπα στο χάρτη, το έψαχνα στο google αλλά ήθελα να το ξαναδώ από κοντά. Μάθαινα νέα από την Πλάκα και τώρα με τα κινητά και τα viber, βρισκόμουνα με το μυαλό μου στα γνωστά σοκάκια του χωριού μου. Η Γερμανία είναι για μας πολύ μουντή, κρύα και άχρωμη. Περίμενα με λαχτάρα αυτή τη μέρα να έρθω και να πάω στο Αγίασμα. Νόμιζα πως εκεί θα βρω τη γιαγιά μου να με κρατάει από το χέρι για να κατέβουμε τα πέτρινα σκαλιά και να φτάσουμε στις πηγές. Πίστευα πως θα την ακούσω ξανά. Δεν άντεχα άλλο.
Πήρα την εγγονή μου τη Φανούλα από τη Γερμανία και ήρθαμε. Δεν σας είπα. Έχω γιο σαράντα χρονών και εγγονή 12. Έχει το όνομά μου. Εγώ δεν πιάστηκα κορόιδο σαν τη γιαγιά μου τη Διασεμώ που δεν βγάλανε το όνομά της.
– Άμα θέλετε άλλο όνομα ξεχάστε με τους είπα. Δεν θα κάνω εγώ τη νταντά και η συμπεθέρα θα κάνει την κυρία και θα κόβει βόλτες.
Τους ταρακούνησα και υποχώρησε η Γερμανίδα νύφη μου. Λέω την αμαρτία μου. Μέχρι να τη χωρίσει είπα κάποτε στο γιό μου και να βρει μία Ελληνίδα να εκτιμά την πεθερά της. Ψυχή δεν έχουν αυτές; Δεν τις γέννησαν μάνες; Τέλος πάντων, το είπανε Φανούλα και όλα καλά.
– Θα σε πάω στο αγίασμα για να δεις τις πλάκες μπροστά στο εκκλησάκι, της είπε στα Ελληνικά. Το εκκλησάκι είναι πολύ παλιό και η γιαγιά μου έλεγε ότι το θυμόταν πολλά χρόνια. Θα δεις θα δεις…. έλεγε στη μικρή που όμως δεν τα καταλάβαινε όλα στα Ελληνικά.
Η μάνα της είναι αυστηρή. Το παιδάκι δεν το αφήνει να μιλάει Ελληνικά. Τώρα όμως ξεφύγαμε. Είμαι στα λημέρια μου. Ούτε μια γερμανική λέξη δεν θα ακούσει όσο είμαστε εδώ. Θα την πηγαίνω κάθε μέρα στον Άγιο Στέφανο με τα ξαδέλφια της για μπάνιο. Θα αναγκασθεί να τα μάθει.
-Αυτό το Καλοκαίρι είναι δικό μας! Είπε η μεγάλη Φανούλα στη μικρή. Ξεφύγαμε! Ζήτω! Θα χορτάσεις βόλτες και μπάνια!
– Ich liebe dich so sehr12 της απάντησε η μικρή Φανούλα και η μεγάλη τη μάλωσε. — Μην μου τα λες αυτά. Η μάνα σου δεν μας ακούει εδώ.
– Σε αγκαπώ γιαγιά. Πότε τα πάμε στο Αγκιος Καράλαμπος;
Τρέξαμε πρωί- πρωί στο αγίασμα. Τα χωράφια ξερά γεμάτα αγκάθια όπως τότε, το ρυάκι με τα βούρλα εκεί που είχα κάνει το σημαδάκι μου. Οι συκιές γεμάτες, άλλες μαύρα και άλλες με άσπρα σύκα. «Γυρίζοντας θα μαζέψουμε να δεις γλύκα» είπα στη μικρή Φανούλα. Πλησιάζοντας είδα την εκκλησία του Α. Χαράλαμπου από μακριά. Μου φάνηκε καινούρια. Τα κελιά φτιαγμένα.
-Αχ γιαγια Διασεμώ! Τι να έγιναν εκείνοι οι φιλέορτοι που ήρθαν στα εγκαίνια το 1961; Η λέξη αυτή έχει κολλήσει στο μυαλό μου από τότε. Μόλις έλεγα γιαγιά Διασεμώ, ερχόταν μαζί και οι φιλέορτοι.
Άφησα την εκκλησία και τα κελιά και έφυγα αμέσως για το εκκλησάκι μου. Κοίταξα το γόνατο. Δίκιο που είχε η γιαγιά Διασεμώ! Ούτε ίχνος από το σπυράκι μου. Και δεν χρειάστηκε να φοράω παντελόνια για να το κρύβω.
– Πάμε Φανούλα να βρούμε τη γιαγιά μου στο αγίασμα. Το είπα δυνατά και το παιδί με κοίταξε παράξενα . Ωχ λωλάθηκα! είπα από μέσα μου. Φτάνω και βλέπω να λείπει το εκκλησάκι μου. Στη θέση του ένα άλλο τυποποιημένο που το βρίσκεις παντού. Είχε βέβαια πέτρες αλλά μου φάνηκε πολύ ψεύτικο. Σαν τούρτα γενεθλίων που όπου να είναι θα ανάψουν τα κεράκια. Γιατί; Γιατί; Ακούμπησα στο κάγκελο κοιτώντας τη Σαμοθράκη με το ψηλό βουνό της, και έβαλα τα κλάματα.
-Γιαγιά γιατί κλαις . Εδώ δεν ήθελες να έρθουμε; μου είπε η Φανούλα με τα σπαστά Ελληνικά της. Μου το έλεγες τόσο καιρό. Θυμάσαι που φοβόσουνα μην μας σταματήσει ο Κορωνοιός; Να που ήρθαμε!
– Έχασα το εκκλησάκι μου! Το δικό μου εκκλησάκι, το εκκλησάκι της γιαγιάς μου. Το ήθελα όπως ήταν τότε. Μόνο, άσπρο, χαμηλό και ταπεινό. Μη με κοιτάς. Άντε πάμε να βάλουμε λασπούλα και να ανέβουμε με μια πέτρα. Όπου μπει η λασπούλα θα σου δίνει δύναμη. Και για τα γράμματα είναι, έλεγε και η δική μου γιαγιά. Πρέπει όμως να φτιάχνεις ένα σταυρό στο μέτωπο, αλλιώς μπορεί να μην πιάσει.
Το παιδί έκανε ό,τι του είπα και το διασκέδαζε χωρίς βέβαια να καταλαβαίνει. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο να φύγουμε.
– Εδώ Φανούλα μου μία μάνα με τα δύο της παιδιά έπεσε με το αυτοκίνητο στο γκρεμό.
-Και δεν τους γλύτωσε ο άγιος γιαγιά;
-Τι να προλάβει κι αυτός παιδάκι μου; Εμείς χρειαζόμαστε ένα θαύμα κάθε μέρα για να μην πάθουμε τίποτα13.
– Γιαγιά δεν θέλω να κλαις. Τα πράγματα δίπλα μας αλλάζουν μου είπε το παιδί όταν ξανάρχισα τα κλάματα. Τα παλιά χαλάνε και πρέπει να φτιάχνουμε καινούρια και πιο ωραία. Με καινούρια υλικά. Χρωματιστά και φωτεινά.
Το αγκάλιασα και το φίλησα.
-Αυτό το εκκλησάκι δεν ήταν για μένα τα υλικά του. Ήταν η γιαγιά μου, η παιδική μου ζωή, ήταν η εικόνα που κουβαλούσα μέσα μου τόσα χρόνια. Ήταν το πανηγύρι του Αγίου Χαράλαμπου στα εννιάμερα της Παναγίας, οι παιδικές μου βόλτες και το κοτσιδάκι στα μαλλιά μου. Ήταν ο γάμος μου με τον παππού σου το Σπύρο που τον χάσαμε πέρσι. Μου λέγανε τότε πως ήταν πολύ παλιό. Αν χάλασε ας το επισκεύαζαν.
-Θα χάλασε γιαγιά, αλλά να σου πω την αλήθεια και εμένα δεν μου αρέσει αυτό το καινούριο. Δεν είναι ξεχωριστό. Και έχω δει άλλο ένα ίδιο. Μου λες πως όταν ήσουν μικρή ήταν από τότε παλιό. Πόσο θα άντεχε; Και το αμάξι μας που χάλασε, πήραμε καινούριο. Τα παλιά πράγματα χάνουν την αξία τους. Τα είπε στα γερμανικά η μικρή Φανούλα και χάιδευε τα μαλλιά της γιαγιάς της που έκλαιγε με αναφιλητά.
-Τα πράγματα παίρνουν αξία όταν είναι δεμένα με τη ζωή μας Φανούλα μου . Ό,τι φτιάχνει ο άνθρωπος του δίνει ψυχή και δεν πρέπει κανένας να την παίρνει. Τα εκκλησάκια και τα σπίτια δεν είναι ένας σωρός από υλικά. Και ένα έπιπλο που ζήσαμε μαζί του το αγαπάμε και λυπόμαστε να το πετάξουμε. Το κρύβουμε και τις περισσότερες φορές φεύγουμε εμείς πριν από αυτό. Αχ Φανούλα μου! Με βλέπει και η γιαγιά μου η Διασεμώ 14και δεν θα θέλει να κλαίω…….
-Αχ γιαγιά μου πόσο σε αγαπώ !! Και τώρα που κατεβήκαμε στο αγίασμα δεν με είδες. Έφτιαξα ένα σταυρό με λασπούλα, εδώ στο στήθος μου, και έναν άλλο μπροστά, στο μέτωπό μου. Αυτός στο στήθος για να σε αγαπώ, και αυτός στο μέτωπο για να μη σε ξεχάσω. Όσα χρόνια και αν περάσουν……
ΤΕΛΟΣ
Σημειώσεις
1. «κομματάκ τζαναμπέτισσα»: ήταν δύστροπη, ζαβολιάρα
2. περσεύουμε: περισεύουμε, δεν μας πέφτει λόγος
3. Αναφέρεται στο Φιλοκτήτη. Προφανώς η Διασεμώ μπέρδεψε τη λασπούλα του αγίου με τη Λημνία γή
4. Στο Μούδρο της Λήμνου σταλθήκαν αρκετοί εξόριστοι στη διάρκεια του εμφυλίου. Ανάμεσά τους ο Τάσος Λειβαδίτης και ο Άρης Αλεξάνδρου.
5. Καστρινούς: Η Μύρινα παλιότερα λεγόταν Κάστρο. Καστρινοί =Μυριναίοι
6.σαλαμούρα : Είναι η άρμη (ή άλμη) που χρησιμοποιείται για τη συντήρηση του τυριού στη Λήμνο.
7. μελίπαστο: Τυρί της Λήμνου με αιγοπρόβειο γάλα. Στραγγιζόταν σε καλαθάκια από βούρλα, στέγνωνε σε ειδικό κοφίνι και αργότερα πλενόταν στη θάλασσα. Σήμερα παράγεται από σύγχρονες βιοτεχνίες και είναι προϊόν ΠΟΠ
8. βότενα: τοπική ποικιλία πεπονιού. Διατηρείται πολύ καιρό ακόμα και μέχρι το Πάσχα
9. σαμσάδες: Μπακλαβάς με σουσάμι. Τοπικό γλυκό της Λήμνου στις γιορτινές μέρες
10. Αναφέρεται στο μύθο του Πέτασου σύμφωνα με τον οποίο οι γυναίκες του νησιού παραμέλησαν τη λατρεία της Αφροδίτης και η θεά τις τιμώρησε με μια ανυπόφορη σωματική δυσοσμία. Οι σύζυγοί τους έφεραν παλλακίδες από την Θράκη κι οι γυναίκες τους για εκδίκηση θανάτωσαν όλον τον ανδρικό πληθυσμό γκρεμίζοντάς τους από το ακρωτήρι Πέτασος.
11. Πρόκειται για το Άγιο Όρος που φαίνεται πολύ καλά από τη Μύρινα. Γύρω στις 25 Ιουλίου ο ήλιος φαίνεται να δύει ακριβώς πίσω από τη μυτερή κορυφή του.
12. Ich liebe dich so sehr : Σε αγαπώ τόσο πολύ
13. Αναφέρεται σε πραγματικό δυστύχημα που έγινε στο σημείο αυτό τον Ιούνιο του 2002
14. Η Πλάκα είναι μικρό χωριό και οι άνθρωποι γνωρίζονται μεταξύ τους. Μην ψάχνετε για γνωστά σας πρόσωπα. Πολλά στοιχεία της ιστορίας είναι φανταστικά, και τα ονόματα των πραγματικών προσώπων, φυσικά αλλαγμένα.

Ευχαριστίες
1. Ευχαριστώ την κα Φανή που μου διηγήθηκε τον κορμό της ιστορίας που σας παρουσίασα.
Και εγώ- αλλά και όλοι πιστεύω – το παλιό εκκλησάκι θα θυμάμαι. Έχω βάλει λασπούλα στο μέτωπό μου από τότε που πρωτοήρθα στη Λήμνο και το επισκέφτηκα. Θα το θυμάμαι απλό και ταπεινό φορτωμένο με τις πέτρες – προσευχές. Ό, τι αγαπήσαμε δεν χρειάζεται φώτα και χρώματα για να μας φανεί ωραίο. Τα παλιά πράγματα που δένονται με τη ζωή μας όσο γκρίζα και να είναι, έχουν από μόνα τους φως. Γι αυτό κάνουν τις αναμνήσεις μας φωτεινές και ανεξίτηλες.
2. Ευχαριστώ επίσης τον καλό φίλο για τις φωτογραφίες με το παλιό και το καινούριο εκκλησάκι στο αγίασμα.
3. Ευχαριστώ ιδιαίτερα τον Αντώνη Θωμά και τη σύζυγό του Τούλα, το Λευτέρη και την Πάτρα Χατζηχαραλάμπους και όλους όσους μου έδωσαν πληροφορίες για την Πλάκα. Πολλά στοιχεία πήρα από το βιβλίο του Θοδωρή Μπελίτσου «Η Λήμνος και τα χωριά της», από τοπικά sites και από μαθητές μου στο Γυμνάσιο Μούδρου. Τους ευχαριστώ όλους.
Κώστας Σκούρας
Μύρινα 22 Αυγούστου 2022

Google NewsΑκολουθήστε το LimnosNea.gr - ΡάδιοΆλφα στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσειςαπό την Λήμνο και τον κόσμο.

Δείτε περισσότερα

Σχετικά Άρθρα

Back to top button