Για την Παγκοσμια Μερα των Φαρων: Οι Γλάροι (του Ηλία Βενέζη) Αξιζει να διαβαστεί
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΦΑΡΩΝ
«οι ερημίτες της θάλασσας»
Φώτης Κόντογλου
της Δέσποινας Παπαδοπούλου
Σήμερα, Κυριακή 18 του Αυγούστου του 2024, είναι η Παγκόσμια Ημέρα των Φάρων. Αυτοί οι «πέτρινοι ερημίτες», αυτά τα «ανύσταχτα μάτια» που δείχνουν τον δρόμο στα καράβια, όπως τους αποκαλεί ο Φώτης Κόντογλου, μαζί με τους φύλακές τους, τους φαροφύλακες, γιορτάζουν. Αυτοί οι ερημίτες της θάλασσας αφήνοντας για λίγες ώρες την ερημιά και τη μοναχικότητα τους είναι έτοιμοι να υποδεχτούν τους επισκέπτες. Ανάμεσά τους βέβαια γιορτάζει και ο δικός μας φάρος της Πλάκας εκεί στο βορειοανατολικό άκρο του νησιού μας. Αυτός ο επιβλητικός και εντυπωσιακός φάρος στην «άκρα» της Πλάκας περιμένει να γεμίσει από ανθρώπινες φωνές και γέλια εκτός από τα γνώριμα και μονότονα κρωξίματα των κουρούνων, των γλάρων και τη βοή των κυμάτων. Στους φάρους και στους φαροφύλακες που γιορτάζουν αφιερώνουμε το υπέροχο διήγημα του Ηλία Βενέζη «Οι γλάροι».
ΟΙ ΓΛΑΡΟΙ
του ΗΛΙΑ ΒΕΝΕΖΗ
Το νησάκι που βρίσκεται στα βορινά της Λέσβου, ανάμεσα στην πέτρα και στο Μόλυβο, είναι γυμνό και έρημο. Δεν έχει όνομα, και οι ψαράδες που δουλεύουν σ’ εκείνες τις θάλασσες το λένε απλά έτσι: “το νησί”. Δεν έχει μήτε ένα δέντρο, έξω από θάμνους. Τρία μίλια μακριά, τα βουνά της Λέσβου συνθέτουν μια ήμερη αρμονία από γραμμή, από κίνηση και χρώμα. Πλάι σ’ αυτή τη σπατάλη, το γυμνό νησί με την αυστηρή γραμμή του φαίνεται ακόμα πιο έρημο. Σα να το είχε ξεχάσει ο θεός όταν έχτιζε τις στεριές κ’ έκανε τις θάλασσες στις εφτά πρώτες μέρες του κόσμου.
Μα από τούτη τη γυμνή λουρίδα της γης, το καλοκαίρι μπορείς να δεις τον ήλιο να πέφτει μέσα στο ατελείωτο πέλαγο. Τότε τα χρώματα βάφουν τα νερά και ολοένα αλλάζουν, κάθε στιγμή, σα να λιώνουν μες στα ελαφρά κύματα. Όταν τα βράδια είναι πολύ καθαρά, μπορείς να ξεχωρίσεις τα βουνά του Άθω να βγαίνουν μέσα από το πέλαγο και, σιγά, πάλι να σβήνουν, μαζί με τη νύχτα που έρχεται. Αυτήν την ώρα, ο μπαρμπα-Δημήτρης, ο μοναχικός κάτοικος του έρημου νησιού, θα κάμει την τελευταία κίνηση που τον ενώνει με τους ανθρώπους και με τη ζωή: θ’ ανάψει το φως στο φάρο. Το φως θ’ αρχίσει ν’ ανάβει, να σβήνει, πάλι, πάλι, στο ίδιο διάστημα, αυστηρά και αναπόφευχτα, όπως οι σκοτεινές δυνάμεις της ζωής, η μοίρα του ανθρώπου, ο θάνατος.
Ο γερο-φαροφύλακας τράβηξε τη βάρκα στον άμμο. Τη σιγούραρε καλά, μην τυχόν τη νύχτα γυρίσει ο καιρός και φουσκώσουν τα νερά. Την κοίταξε για τελευταία φορά, πριν πάρει το δρόμο για το φάρο.
– Λοιπόν, πάει κι αυτό το ταξίδι…, λέει σιγά.
Το λέει μονάχος του και σωπαίνει. Το ταξίδι αυτό, στην αντικρινή στεριά, γίνεται μια φορά το μήνα. Πηγαίνει για τις προμήθειές του, για το αλεύρι, για το λάδι και για τα γεννήματα που του χρειάζονται. Στην αρχή, σε κάθε ταξίδι, έμενε όλη τη μέρα στο χωριό. Μιλούσε με παλιούς του φίλους, μάθαινε νέα για τη χώρα, για τον κόσμο, αν οι άνθρωποι ήταν σε πόλεμο ή είχαν ειρήνη.
Ο τελωνοφύλακας του έδινε το μισθό του.
-Λοιπόν, και τον άλλο μήνα με το καλό! μπαρμπα-Δημήτρη.
Ο γέρος κινούσε το κεφάλι του κ’ ευχαριστούσε.
– Με το καλό, αν θα ’χουμε ζωή, παιδί μου, του έλεγε.
Τις άλλες ώρες, ώσπου να γυρίσει στο “νησί” του, τις περνούσε ανεβαίνοντας στη μικρή Παναγιά, στο βράχο με τα εκατό σκαλιά, να κάμει την προσευχή του. Σταύρωνε τα χέρια του μπροστά στο παλιό εικόνισμα, χαμήλωνε το κεφάλι και προσευχόταν για τα δυο αγόρια του που χάθηκαν στην καταστροφή της Ανατολής, για τους άλλους ανθρώπους, τελευταία για τον εαυτό του.
– Αν ζούνε, προστάτευέ τα, παρακαλούσε για τα παιδιά του. Φύλαγέ τα από το θυμό κι από την κακή ώρα. Φύλαγέ τα απ’ το μαχαίρι…
Μουρμούριζε τους χαιρετισμούς, ό,τι άλλο ήξερε από προσευχή, και τα γερασμένα πόδια του τρέμαν.
– Κ’ εμένα, καιρός πια είναι να ξεκουραστώ, έλεγε, και βούρκωναν τα μάτια του.
Κατέβαινε τα εκατό σκαλιά, κάθε φορά με πιο αλαφρή καρδιά. Στο δρόμο στεκόταν και κοίταζε τα παιδάκια που παίζαν. Τον ήξεραν όλα, και όταν τον βλέπανε βάζανε τις φωνές:
– Μπαρμπα-Δημήτρη! Μπαρμπα-Δημήτρη!
Τους αγόραζε φουντούκια και τους τα μοίραζε, κ’ εκείνα φώναζαν χαρούμενα:
– Μην αργήσεις να ξανάρθεις, παπούλη! Μην αργήσεις!..
Έτσι γινόταν σε κάθε ταξίδι, κάθε φορά. Μα όσο τα χρόνια περνούσαν, τόσο ξεσυνήθιζε με τους ανθρώπους. Η ερημιά ολοένα τον κυρίευε, μέρα με τη μέρα, τον απορροφούσε, σα να στάλαζε μέσα στην ύπαρξή του τη φοβερή της δύναμη. Σε κάθε ταξίδι λιγόστευε όσο μπορούσε τον καιρό που έπρεπε να μείνει στο χωριό για τις δουλειές του.
Έκοψε και το ανέβασμα στην εκκλησίτσα του βράχου.
– Συχώρεσέ με γιατί πια δεν μπορώ, έλεγε στο θεό, σα να του έφταιγε. Παντού μπορώ να σε παρακαλώ, για να βλέπεις πόσο είμαι αδύναμος.
Και όταν γύριζε στο νησί του, ύστερα από κάθε ταξίδι, έμενε πολύ αργά τη νύχτα, κάτω απ’ τα άστρα, να προσεύχεται.
Δε ρωτούσε πια νέα, τι γίνεται στον κόσμο. Δεν ήξερε τίποτα. Όλος ο κόσμος στένευε μέρα με τη μέρα γύρω στο έρημο νησί, κ’ έκλεινε με το βαθύ πέλαγο και με τα χρώματα, σαν έγερνε ο ήλιος.
Οι τελευταίοι σύντροφοι, που άλλαζε πότε-πότε καμιά κουβέντα μαζί τους, ήταν ψαράδες, που, σα δεν τους έπαιρνε ο καιρός, άραζαν για λίγο στο νησί του. Μέναν εκεί στην ακρογιαλιά, όπου ερχόταν να σβήσει το κύμα, και λέγανε για τα βάσανά τους και για τη μοίρα τους. Πολλές φορές ξενυχτούσαν εκεί. Τότε, στις μακριές ώρες ώσπου να χαράξει, όταν οι άλλες κουβέντες τελείωναν, ερχόταν και η επίσημη ώρα για τα δυο παιδιά του.
– Ποιος το ξέρει…, του λέγαν οι ψαράδες. Μπορεί να ζούνε και να ’ρθουν, μπαρμπα-Δημήτρη. Έτσι σαν τους γλάρους σου, που γύρισαν.
Δε μιλούσε, δε σάλευε• τα ήμερα μάτια του μένανε στυλωμένα στο βάθος της νύχτας.
– Ναι, μπαρμπα-Δημήτρη, σαν τους γλάρους σου. Έτσι μπορούν να γυρίσουν και να ’ρθουν. Μην απελπίζεσαι.
Και οι ψαράδες τότε, μ’ αυτή την αφορμή, φέρναν την κουβέντα στους γλάρους του γέρου.
– Αλήθεια, του λέγανε, πώς μπόρεσες να τους μερώσεις, μπαρμπα-Δημήτρη; Πουθενά δεν ακούστηκε να μερώνουν οι γλάροι…
– Έτσι είναι, παιδιά μου, μουρμούριζε αυτός. Όλα μερώνουν εδώ κάτου. Μονάχα ο άνθρωπος…
Τον ρωτούσαν να τους πει πάλι την ιστορία με τους γλάρους, μ’ όλο που την ήξεραν, όπως την ήξεραν και όλοι όσοι κατοικούσαν στην αντικρινή στεριά: Τα είχε βρει μικρά, μες στους βράχους, δυο γλαρόπουλα, αμάλαγα ακόμα.
Ήταν χειμώνας τότε, τα λυπήθηκε και τα κουβάλησε στο καλύβι του, πλάι στο φάρο. Τα κράτησε και τα μεγάλωσε, ταϊζοντάς τα μικρά ψάρια που έπιανε το δίχτυ του. Μια μέρα του ήρθε η ιδέα να τους βγάλει από ένα όνομα.
– Ε, λοιπόν, εσένα θα σε λέμε…
Μες στις αναμνήσεις του, μες στην καρδιά του, εκείνη την ήμερη ώρα τριγυρίζανε τα δυο παιδικά πρόσωπα, τον καιρό ΄που ήταν πολύ μικρά και τα φώναζε.
– Λοιπόν.., εσένα να σε λέμε Βασιλάκη, είπε στο ένα πουλί. Κ’ εσένα να σε λέμε Αργύρη…
Έτσι από τότε άρχισε να τα φωνάζει με τα ονόματα των παιδιών του. Και οι γλάροι σιγά-σιγά τα συνηθίσανε.
Όταν μεγάλωσαν και ήρθε η άνοιξη, ένα πρωί σκέφτηκε πως είναι αμαρτία να τα έχει σκλαβωμένα τα πουλιά. Αποφάσισε να τα λευτερώσει. Άνοιξε το μεγάλο καλαμένιο κλουβί κ’ έπιασε πρώτα το ένα πουλί. Το κράτησε μες στα δυο του χέρια, το χάιδεψε. Αισθανόταν την καρδιά του να είναι πολύ αλαφρή.
– Άντε, λοιπόν, Βασίλη! είπε στο πουλί, και άνοιξε τα χέρια του να το αφήσει να φύγει.
Το πουλί πέταξε και έφυγε.
Έβγαλε και το άλλο, το χάιδεψε σαν το πρώτο, και το άφησε κι αυτό. Όλα ήταν ήμερα εκείνη τη μέρα, και η νύχτα που ήρθε ήταν ήμερη. Μονάχα που αισθανόταν να είναι ακόμα πιο έρημος.
Το ίδιο βράδυ είχε αποτραβηχτεί νωρίς, όταν άκουσε στο μικρό παράθυρο της καλύβας αλαφρά χτυπήματα. Πλησίασε και κοίταξε. Δεν το πίστευε. Πετούσε από τη χαρά του σα να ήταν τα παιδιά του που γύριζαν.
Άνοιξε την πόρτα να μπουν μέσα οι γλάροι.
Από τότε αυτό γινότανε. Τα πουλιά φεύγανε το πρωί, ταξιδεύανε ώς τις αντικρινές στεριές της Ανατολής, ώς πέρα στο Σίγρι, και τα βράδια γύριζαν. Έκαναν κοπάδι μαζί με άλλους γλάρους, και πολλές φορές πετούσαν πάνω απ’ το ρημονήσι. Αν ήταν χαμηλά, ο γέρος μπορούσε να τους ξεχωρίσει απ’ τα σταχτιά σημάδια που είχαν κάτω απ’ τις φτερούγες. Και σαν έβγαινε με τη βάρκα κι αυτοί τριγύριζαν εκεί σιμά, χαμήλωναν και τσίριζαν από πάνω του. Τους είχαν μάθει και οι άλλοι ψαράδες στα μέρη εκείνα. Και σαν τους βλέπανε, φωνάζανε γελώντας:
– Ε, Βασίλη!.. Ε, Αργύρη!..
Έτσι περνούσαν οι μέρες στο ρημονήσι. Η μια, η άλλη, αυτή που πέρασε, αυτή που θα ’ρθει. Μια αδιατάρακτη σειρά από μέρες και νύχτες που δεν είχαν τίποτα να περιμένουν άλλο απ’ το θάνατο.
Μια βραδιά του καλοκαιριού έγινε κάτι ασυνήθιστο. Οι γλάροι δε γύρισαν. Μήτε την άλλη μέρα φάνηκαν, μήτε την άλλη νύχτα.
– Μπορεί να ταξίδεψαν μακριά, συλλογίστηκε ο γέρος, για να ξεγελάσει την ανησυχία του.
Το άλλο πρωί, όπως συνήθιζε, κάθισε στο πεζούλι του φάρου. Κοίταξε το πέλαγο. Μια στιγμή του φάνηκε πως η θάλασσα αυλακωνόταν, κανένα μίλι μακριά, σα να περνούσαν δελφίνια και παίζαν. Πολλές φορές έβλεπε στ’ ανοιχτά να περνούν δελφίνια. Τα παρακολουθούσε να γράφουν τις αργές κινήσεις τους έξω απ’ το νερό, ύστερα πάλι να πέφτουν.
– Δελφίνια θα είναι, είπε και τώρα.
Μα σε λίγο είδε καθαρά πως δεν ήταν.
– Άνθρωποι είναι, είπε ξαφνιασμένος.
Κατέβηκε στο ακρογιάλι και περίμενε. Σε λίγο ξεχώρισε πως ήταν ένα αγόρι κ’ ένα κορίτσι. Κολυμπούσαν πλάι-πλάι, με αργές κινήσεις, γεμάτες βεβαιότητα. Και το μικρό κύμα έκλεινε πάνω στο αυλάκι που άφηναν.
– Τι να θέλουν; συλλογίστηκε πάλι.
Δε θυμόταν άλλη φορά να είχαν έρθει κατά κει για κολύμπι, άνθρωποι. Και ύστερα, δε φαινόταν εκεί γύρω καμιά βάρκα απ’ όπου να είχαν πέσει.
Σε λίγη ώρα είχαν φτάσει
Τα δυο βρεμένα κορμιά τινάζονται απ’ τη θάλασσα στο ακρογιάλι.
Το αγόρι κοιτάζει το κορίτσι μες στα μάτια και τεντώνει τα χέρια του ψηλά.
– Αχ! λέει, παίρνοντας βαθιά ανάσα. Τι καλά που ήταν!
Το κορίτσι κάνει την ίδια κίνηση των χεριών πιο αργά:
– Τι καλά που ήταν!
Ύστερα τρέξαν προς το φαροφύλακα.
– Εσύ είσαι ο μπαρμπα-Δημήτρης του φάρου; λέει το αγόρι.
Έστεκε με χαμηλωμένο το κεφάλι, γεμάτος συστολή, αντίκρυ στο γυμνό σώμα του κοριτσιού που έλαμπε μες στον πυρόν ήλιο.
– Εγώ είμαι, λέει με ταραχή. Μήπως σας έτυχε τίποτα;
– Α μπα! βιάζεται να πει το αγόρι. Είπαμε χτες να κάμουμε αυτό το ταξίδι με τη φίλη μου και να που ήρθαμε.
– Από πού; ρωτά ο γέρος απορημένος.
– Μα, από αντίκρυ, απ’ την Πέτρα.
Ο μπρμπα-Δημήτρης δεν ξέρει τι να πει, μουρμουρίζει μονάχα πως δε θυμάται, να του είχαν έρθει άλλη φορά ξένοι, με τέτοιο ταξίδι.
Άρχισαν ν’ ανεβαίνουν προς το φάρο.
Περπατούσε πρώτος και τα παιδιά ακολουθούσαν. Δε θα ήταν το καθένα περισσότερο από δεκαοχτώ, δεκαεννιά χρόνων. Κ’ εκείνος βάδιζε μπρος και τα χρόνια βάραιναν στους ώμους του, σα να του ζητούσαν την ευθύνη γιατί δεν τ’ άφηνε πια, να ξεκουραστούν.
Κάθισαν στο πεζούλι του φάρου. Μπροστά τους το Αιγαίο ήταν ακύμαντο και ο ήλιος έτρεμε πάνω του.
– Από πού έρχεστε; ρώτησε ο γέρος
– Σπουδάζουμε στην Αθήνα, είπε το κορίτσι. Εγώ σπουδάζω χημικός και ο φίλος μου στο Πολυτεχνείο
– Α, αλήθεια!.., μουρμουρίζει ο γέρος χωρίς να καταλαβαίνει.
– Έχεις πάει καμιά φορά στην Αθήνα, παππούλη; ρωτά το κορίτσι.
– Όχι, λέει εκείνος. Καμιά φορά.
– Θα το ήθελες τώρα;
Η φωνή του είναι σιγανή, μόλις ακούεται:
– Όχι, παιδί μου. Τώρα είναι αργά.
– Θα είσαι πολύ μόνος εδώ, παππούλη.
– Είμαι πολύ μόνος, παιδί μου.
Σώπασαν. Πέρασε λίγη ώρα. Ψηλά πέρασε ένα κοπάδι γλάροι. Ο γέρος σηκώνεται και μπαίνει στο καλύβι να τους φέρει γλυκό. Από το μικρό παράθυρο μπορεί να βλέπει τα δυο παιδιά, έτσι που είναι ξαπλωμένα. Στα κορμιά τους και στα πρόσωπά τους τρέμουν ακόμα στάλες απ’ τη θάλασσα. Ο ήλιος τα έχει ψήσει αλύπητα, είναι εκεί σα δυο αγάλματα από μπρούντζο που τα ξέβρασε το πέλαγο – μια θεότητα της υγείας και μια θεότητα της νεότητας. Τα μαύρα μαλλιά του κοριτσιού πέφτουν πάνω στους ώμους του, και στα μεγάλα μαύρα μάτια του σαλεύει ένα βαθύ φως. Το αγόρι ανασηκώνεται και σκύβει πάνω σ’ αυτό το πρόσωπο που το αγιάζει το βαθύ φως. Το κοιτάζει σα ναρκωμένος και ύστερα απλώνει σιγά τα χέρια του να το χαϊδέψει..
– Χρυσούλα.., μουρμουρίζει μονάχα τ’ όνομά της, και τα χείλια του τρέμουν από συγκίνηση.
Τα μεγάλα μαύρα μάτια σηκώνονται. Μένουν μια λίγη στιγμή ακίνητα, στυλωμένα στο πρόσωπο του αγοριού. Και ύστερα, μπλέκει τα χέρια της στο κεφάλι του και τον φιλεί θερμά.
Έτσι απλά και ήμερα είναι όλα στο ρημονήσι αυτή την ιερή ώρα. Έτσι ήμερα είναι και μέσα στην καρδιά του γέρου ανθρώπου. Είναι πλημμυρισμένος, τούτο το καλοκαιρινό πρωί, είναι βουρκωμένος. Αυτή η απρόοπτη τρυφερότητα που ήρθε να ταράξει την ερημιά του, τα ακίνητα νερά…
– Παππούλη, να ’ρθουμε κ’ εμείς μέσα; του φωνάζει απέξω το κορίτσι.
– Έρχουμαι εγώ, έρχουμαι! λέει ταραγμένος.
Τους έφερε γλυκό, αμύγδαλα, κρύο νερό.
– Δεν έχω τίποτα άλλο.., μουρμουρίζει σα να θέλει να τον συγχωρέσουν.
– Κάθισε, κάθισε, παππούλη – τον πιάνει το κορίτσι απ’ το χέρι να καθίσει πλάι του.
Κάθισε.
– Ελάτε και αύριο, τους λέει δειλά. Θα ψαρέψω για σας τη νύχτα.
– Αύριο φεύγουμε, απαντά το κορίτσι με λύπη. Κρίμα• τόσες μέρες που είμαστε εδώ να μην ερχόμαστε Είσαι πάντα έτσι έρημος, παππούλη;
– Πάντα, παιδί μου.
– Α, τώρα καταλαβαίνω τι ήταν οι γλάροι.., μουρμουρίζει το αγόρι.
– Ναι, παιδί μου, αυτό είναι. Η ερημιά.
– …Θα πρέπει να τους συχωρέσεις, παππούλη, λέει πάλι το αγόρι σε λίγο. Αν ήξεραν δε θα το έκαναν ποτέ.
Ο γέρος δεν καταλαβαίνει. Στέκει απορημένος.
– Για ποιους λες, παιδί μου;
– Γι’ αυτούς που σκότωσαν τους γλάρους σου, μπαρμπα-Δημήτρη. Είναι φίλοι μας.
Καταλαβαίνει τα γόνατά του να τρέμουν, η καρδιά του χτυπά.
– Τους σκότωσαν είπες; με σιγανή φωνή.
– Α.., δεν το ήξερες ακόμα;…
Το παιδί δαγκάνει τα χείλια του, μα είναι αργά. Του λέει την ιστορία: Πως κυνηγούσαν, όλη η νεολαία• ύστερα κατεβήκαν στην ακρογιαλιά• οι δυο γλάροι χαμήλωσαν απ’ το άλλο κοπάδι, και ο φίλος τους τράβηξε για να δοκιμάσει. Και ύστερα, κάτι ψαράδες εκεί σιμά, γνώρισαν τις σταχτιές φτερούγες.
Ο γέρος ακούει, ακούει – δεν είναι τίποτα., δυο γλάροι ήταν.
– Δεν ήξεραν, παππούλη.., λέει με θερμή φωνή το κορίτσι, συγκινημένο απ’ τη βουβή λύπη που βλέπει στο γερασμένο πρόσωπο. Δεν ήξεραν…
Κ’ εκείνος κινά μόλις, αργά, το κεφάλι του, συγκατανεύοντας:
– Ναι, ναι παιδί μου. Δε θα ήξερα…
Αρκετή ώρα πέρασε.
– Πρέπει να φύγουμε, λέει το αγόρι.
Το κορίτσι σηκώνεται.
– Να φύγουμε.
Πηγαίνουν μπροστά, ο γέρος έρχεται λίγο πίσω τους.
Φτάσαν στην ακρογιαλιά.
– Σε χαιρετούμε, παππούλη, λέει πρώτο το κορίτσι.
Πιάνει το χέρι του και σκύβει να το φιλήσει. Κι αυτός της χαϊδεύει τα μακριά μαλλιά.
– Να σας ευλογεί ο θεός, μουρμουρίζει συγκινημένος.
Έφυγαν. Παρακολουθεί πολλή ώρα το μικρό αυλάκι που κάνουν τα κορμιά τους στη θάλασσα. Ώσπου όλα σβήνουν απ’ τα μάτια του. Και το πέλαγο είναι πάντα έρημο και ατελείωτο.
Νυχτώνει. Έχει καθίσει στο πεζούλι και οι ώρες περνούν. Όλα περνούν απ’ τα πολωμένα μάτια του: τα μικρά του χρόνια, τα παιδιά που μεγάλωσε και χάθηκαν, οι άνθρωποι που τον πικράνανε. Όλα περνούν και όλα σβήνουν. Και τα δυο παιδιά που φιληθήκανε εδώ στον ίδιο τόπο, λίγες ώρες πριν. Κ’ ένα κοπάδι γλάροι που πετούν ψηλά. Δυο γλάροι έχουν σταχτιές φτερούγες. Και αυτοί περνούν και χάνονται. Δεν είναι πια να γυρίσει τίποτα.
Έχει χαμηλώσει το κεφάλι και τα δάκρυα στάζουν στην ξερή γη. Από πάνω του το φως του φάρου ανάβει, σβήνει, πάλι, πάλι, στο ίδιο διάστημα, αυστηρά και αναπόφευχτα, όπως οι σκοτεινές δυνάμεις της ζωής, η μοίρα του ανθρώπου, ο θάνατος.
Δέσποινα Παπαδοπούλου 18 Αυγούστου 2024