Περιοδικό

Η διαδρομή

Η  ανάρτηση μας,  μιας  παλιάς φωτογραφίας του Ανδρωνίου,  τότε που στη  Σούμπρα είχε μόνο πλατάνια (λεύκες)  και μια  δεντροστοιχία από ακακίες ένωνε το Ανδρωνι με το Κάστρο (Μύρινα),   ήταν η αφορμή να ξαναέρθει   στο προσκήνιο μια καταπληκτική περιγραφή της διαδρομής αυτής από τη  Βαρβάρα Βαγιάκου Βλαχόπουλου.

 

Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ

Δημοσιεύθηκε: 13 Απριλίου 2011 | Εφημερίδα “Λήμνος”

 

Μνήμες δεσμευτικές κραυγές

σιωπηλές μα ζωντανές

που μείνατε στη διαδρομή

και δεν καταδεχτήκατε ποτέ

του συρταριού το κίτρινο το χρώμα

 

Ναι: τη διαδρομή Κάστρο Ανδρώνι θα σας περιγράψω.  Εκεί που έμεινε να σεριανά η ψυχή μου.

«Το ρολόι του χρόνου μετρά τη ζωή κι η ζωή κάνει λάθει και προχωρεί».

Ποιό το λάθος; Διέγραψε τη διαδρομή.  Στο δικό μου χάρτη όμως η διαδρομή υπάρχει.  Ελάτε μαζί μου να την περπατήσουμε.  Πιστέψτε με θα δροσιστείτε!…

Τελευταίο κτίσμα της Μύρινας που μέχρι το 1955 ονομάζονταν Κάστρο, ήταν η Μητρόπολη, με περιφραγμένο τον κήπο της, όπως και τώρα.  Στην απώτερη αριστερή του γωνιά υπήρχε ένα τσιμεντένιο στρογγυλό κατασκεύασμα (εμείς «ντάμπια» το λέγαμε), με πολεμίστρες τριγύρω, απομεινάρι της γερμανικής κατοχής που είχε καταντήσει ουρητήριο των περαστικών.  Πέρα απ’ αυτό, υπήρχε ένα απέραντο σταροχώραφο.  Το μέστωμα των καρπών του συνέπιπτε με τις γυμναστικές μας επιδείξεις.  Στις ατέλειωτες πρόβες μας μέσα στο γήπεδο ξεκόβαμε χρόνο και τρέχαμε στο σταροχώραφο να κόψουμε στάχυα, να τα καθαρίσουμε με προσοχή στα άγανα και να φάμε το χλωρό καρπό τους.

Απέναντι ακριβώς υπήρχε το μπαμπακοχώραφο του Μπουρλιούφα όπως το λέγαμε.  Ο δρόμος χωματένιος, κανονικός καροτσόδρομος, με τα βροχόνερα λιμνασμένα σε λακκούβες.  Αριστερά και δεξιά του δρόμου φυτεμένες ακακίες, έκαμαν μαγευτική τη διαδρομή στην εποχή της ανθοφορίας τους.  Ένα γλυκό μεθυστικό άρωμα μας συνόδευε ως τη Σούμπρα.

Η Σούμπρα ήταν το μέσο της διαδρομής.  Σήμερα η ονομασία έμεινε σα τοπωνύμιο της πυκνοκατοικημένης πλέον περιοχής.  Τότε ήταν το μεγάλο σταυροδρόμι στην είσοδο του Κάστρου.  Ήταν το ξεδιψαστήρι περαστικών και ζώων, ήταν το δροσιστήρι, ήταν η όαση.  Γιατί;  Γιατί, δυο ολόδροσοι μπαχτσέδες, τα φυσικά μανάβικα του Κάστρου, και της Μύρινας αργότερα, θέσπωζαν στο διάβα τούτης της διαδρομής.  Ο μπαχτσές της Σιδερέλενας και αυτός του Δράκου.  Μέχρι και το τέλος τους δεκαετίας του ’60 τότε που η σκαπάνη αποδόμησε τη διαδρομή και δόμησε για ‘με το Τίποτα.

Στη λοξή δεξιά γωνιά του σταυροδρομιού ακουμπισμένη στην είσοδο του μπαχτσέ της Σιδερέλενας μια βρύση ξεδιψαστήρι έτρεχε τα νερά της ασταμάτητα.  Τι βρύση δηλαδή;  Ένας σιδερένιος κρουνός ήταν, που έτρεχε με ορμή μέσα σε μια γούρνα υπερυψωμένη, για το εύκολο πότισμα των ζώων.  Οι χωριανοί κατέβαιναν στη Χώρα (όπως αποκαλούσαν το Κάστρο) με τα μουλάρια, τα γαϊδουράκια ή τα άλογα.  Τα ζωντανά μη ξεχνάμε ήταν βιος τότε.  Ξεπέζευαν στο αντικρινό σταροχώραφο για να τα ποτίσουν, να ξεδιψάσουν και οι ίδιοι και να συνεχίσουν μέχρι το Χάνι, λίγο παρακάτω στο μονοπάτι που αργότερα έγινε η Λεωφόρος της Δημοκρατίας.  Το Χάνι ήταν το «πάρκινγκ» των γαϊδουρομούλαρων.  Τα έδεναν εκεί με έναν τροβά στη μύτη γεμάτο σανό για να μασουλάνε ως τ’ αφεντιό να διεκπεραιώσει τις δουλειές του.

Ξεστρατίσαμε.  Μπήκαμε σε άλλη διαδρομή, κάποια στιγμή θα την περπατήσουμε κι αυτή.

Επιστρέφουμε στη βρύση της Σούμπρας.  Η βρύση αυτή τροφοδοτούσε το ρυάκι που έτρεχε σύριζα στο μπαμπακοχώραφο, στο γήπεδο, στο νηπιαγωγείο, στο Α’ Δημοτικό και με μια υπόγεια διάβαση στο σημείο αυτό έριχνε τα νερά του στο κεντρικό ποτάμι δίπλα στο μεγάλο γιοφύρι, καρσί στο σπίτι του ΠαπΑντροκλή.

Δίπλα στη βρύση της Σούμπρας ένα ξύλινο πορτί μανταλωμένο, στεφανωμένο το καλοκαίρι με τα μαβιά τσαμπιά μιας γλυτσίνας, μας άνοιγε την όαση.  Ναι ο μπαχτσές αυτός ήταν όαση.

Δεξιά υπήρχε ένα σπιτάκι για τους εκάστοτε περιβολάρηδες ή μπαχτσεβάνηδες όπως τους λέγαμε.  Μπροστά στο σπιτάκι, μια πελώρια για τα παιδικά μας μάτια στέρνα, φιλοξενούσε αμέτρητα χρυσόψαρα.  Εμείς εκεί κολλούσαμε τα μάτια και το νου μας ενώ οι γονείς μας διάλεγαν λάχανα, λαχανήδες και κουνουπίδια.  Του πουλιού το γάλα αγόραζες εκεί.  Ανάλογα με την εποχή βέβαια.  Απολύτως βιολογικά όλα με μόνο λιπαντικό την κοπριά των ζώων.  Οι καντιφέδες, ο «κόσμος» και τα βασιλικά πρόδιδαν το μεράκι της κυρά-Δέσποινας, της συμπαθέστατης μπαξεβάνισας που μεγάλωσε εκεί μέσα τέσσερα παιδιά και τα έβγαλε άξιους νοικοκύρηδες.  Αλησμόνητο θαρρώ έχει μείνει στη μνήμη μας το καλοσυνάτο χαμόγελο του αδικοχαμένου Παναγή Σούμπρα.

Στη δεξιά απέναντι πλευρά του σταυροδρομιού, εκεί που τώρα είναι το πάρκινγκ του Δήμου, υπήρχε ο δεύτερος μπαχτσές, αυτός του Δράκου.  Στην αριστερή γωνιά, εκεί που αργότερα χτίστηκε το σπίτι του Χαριτάκη, ήταν η μεγάλη στέρνα, και παραδίπλα το γραφικό μαγγανοπήγαδο.  Ζεμένος ένας γαϊδουράκος ζύγισε τις αντοχές του γυρνώντας ασταμάτητα γύρω γύρω από το χτισμένο πηγάδι και ανέβαζε το νερό να γεμίσει η στέρνα.  Το νερό θα το χρησιμοποιούσαν το σούρουπο για τα ποτίσματα.  Παραγωγικότητας κι αυτός ο μπαχτσές, με περιβολάρηδες τους συμπαθέστατους Μαντζουλάδες.  Καλοσυνάτη η κυρά Χαριτώ με τη βραχνή φωνή μας γέμιζε καλούδια.  Τα δικά της πλούτη τέσσερα γλυκύτατα χαμόγελα ευτυχισμένων παιδιών, της Τούλας, της αλησμόνητης Σταυρούλας, της Παρασκευούλας και του μικρού Μάκη.

Βγαίναμε απ’ τους μπαχτσέδες, κάναμε γούρνα τα χέρια μας κάτω από τη βρύση, μαζεύαμε νερό και πίναμε…  πίναμε…  πίνουμε ακόμα.  Το σεργιάνι στη δροσιά συνεχίζεται.  Περνούσαμε απέναντι λοξά τον καρατσόδρομο και παίρναμε το δρόμο για τ’ Αντρώνι.

Αριστερά και δεξιά πανύψηλα πλατάνια θρόιζαν και έστελναν δροσερά φυσήματα υποδοχής.  Ένα μακρύ ξύλινο παγκάκι στη δεξιά πλευρά, δίπλα στον κορμό του πιο μεγάλου πλάτανου, μας ξεκούραζε.  Πότε;  Όταν οι αγέρηδες είχαν ανακωχή.  Γιατί όταν μαίνονταν οι σταυροφορίες τους ποιός μπορούσε να τους αναχαιτίσει;  Βοριάδες και Νοτιάδες μονομαχούσαν.  Άστραφταν τα σπαθιά τους, δόξαζαν τον καρατσόδρομο. Το  σημείο αυτό τα λέγαμε Καβοντόρο.  Όταν τα πλατάνια κόπηκαν ο δρόμος έχασε την ταυτότητά του.  Ο δρόμος έγινε Τίποτα.  Ο ουρανός ορφάνεψε από τις δοξασίες των πουλιών, φωλιές και παρτιτούρες θάφτηκαν στα θεμέλια των σπιτιών (Καταραμένο δέντρο ο πλάτανος για τους Μυριναίους.  Όπου υπήρχαν κόπηκαν.  Ξεχνά κανείς τα πλατάνια της περιβόλας;  Απορώ πως τους ξέφυγε ο πλάτανος της αγοράς).

Θυμάμαι σκηνές.

Άνθρωποι να περπατούν πισώπλατα, άνθρωποι να κατεβαίνουν απ΄ τα ποδήλατα και να τα οδηγούν με τα χέρια.  Άνθρωποι να τρέχουν για να προλάβουν την τραγιάσκα τους που έτρεχε ιλιγγιωδώς μπροστά τους.

Στο νου μου έρχονται τα ζεμένα στα κάρα άλογα που γύριζαν τα κεφάλια τους αριστερά ή δεξιά για να αποφύγουν τα ραπίσματα του αέρα και να προχωρήσουν.  Τα κάρα ναι.  Οι ΜεγΑλέξανδροι της ΔΙΑΔΡΟΜΗΣ.  Το κάρο του Τζάνερου του αλησμόνητου Αριστείδη και αυτό του λεβεντοΑθανή που το «ρρρ» έτρεχε σα γάργαρο νερό στη σταράτη μιλιά του.  Αξέχαστες Αντρωνιάτικες φυσιογνωμίες.

Αξέχαστες επίσης και οι συναυλίες των πουλιών που είχαν για παρτιτούρες τα πλατανόφυλλα.  Στ’ αυτιά μου οι φωλιές των κουρούνων που φώλιαζαν στις φυλλωσιές όταν μαίνονταν οι σταυροφορίες.  Οι κουρούνες μαζεύονταν στα πλατάνια και ούρλιαζαν εκκωφαντικά, αποκρουστικά θα έλεγα.

Αριστερά και δεξιά του δρόμου, πέρα απ΄ τα πλατάνια απλώνονταν σταροχώραφα.  Το χειμώνα πλημμύριζαν απ’ τα βροχόνερα και γίνονταν λασποχώραφα. Πολλές φορές επιχειρούσαμε να μαζέψουμε λάπατα και σεύκλα για τις στριφτές χορτόπιτες, αλλά βαλτώναμε.  Πριν μπούμε στο Αντρώνι, ο δρόμος διχάλωνε, όπως είναι και σήμερα δηλαδή. Σφήνα στη διχάλα έμπαινε η χωράφα όπως τη λέγαμε, ένα τριγωνικό σταροχώραφο το μετέπειτα πάρκο του Αντρωνίου.  Στη βάση του τριγώνου το δημοτικό σχολειό με δυο αίθουσες, ένα γραφείο και έναν κήπο γεμάτο αφιόνια και ασπρομουριές.

Καρσί του πάρκου στην αριστερή διχάλα το πρώτο σπίτι που συναντούσαμε ήταν αυτό του Σουγιουλτζή. Στον τοίχο του κρέμονταν ανθισμένες γλυτσίνες και άσπρες αγριοτριανταφυλλιές.  Μπροστά μπροστά στην αριστερή πλευρά του απέραντου κήπου ήταν ένα ξύλινο πρασινοβαμμένο σαλέ, στο βάθος του Σουγιουλτζή και πιο μέσα το σπίτι του γέρο Μακρή, του καθηγητή που άφησε εποχή.  Δίπλα στο Σουγιουλτζίδικο υπήρχε ο αμυγδαλιώνας της γιαγιάς Ουρανίας, και στη γωνιά το δίπατο πέτρινο σπίτι της, απέναντι ακριβώς από το δημοτικό σχολειό. Τη διαδρομή σταματούσε η πέτρινη βρύση του Ανδρωνίου με τις γυναίκες να κουβαλούνε το νερό τους με τα λαγήνια και τους γαζοτενεκέδες.  Η άλλη διχάλα του δρόμου έφτανε στο χωριό ανενόχλητη από κτίσματα.

Εγώ εδώ θα μείνω.  Με τη μνήμη πάνω στο μαύρο μου ποδηλατάκι.  Θα παλέψω με το βοριά που εμποδίζει τις πεταλιές μου να πάω το συφερτάσι με το φαγητό στη γιαγιά Βοτώ που μένει στο μύλο.

Μ’  αρέσει το σεργιάνι στα παλιά.  Όταν μαζί τους περπατώ, ΖΩ.

 

Γρήγορη στερνή αποματιά ζωής

έτρεξες κρύφτηκες στης νιότης την κρυψώνα

και’ γω με υγρή καρδιά ρομαντική

το «φτου και βγαίνω» περιμένω ακόμα

Βαρβάρα Βαγιάκου-Βλαχοπούλου

 

 

Δείτε περισσότερα

Σχετικά Άρθρα

Back to top button